«Του συστήματος η συστολή και η διαστολή συχνά μας έχει εγκαταλείψει/ σ’ ένα σταθμό με μια βαλίτσα/ που όμως μέσα της υπάρχει η κόκκινη καρφίτσα/ που σύντομα θα σπάσει του σύμπαντος την πλαστική στολή».
Από τους παραπάνω στίχους της Λένας Πλάτωνος, βαφτίστηκε ένα μουσικό έντυπο που κυκλοφορεί το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα με την εφημερίδα Αυγή. Η ιδέα για την Κόκκινη Καρφίτσα ξεκίνησε από τον μουσικό και ραδιοφωνικό παραγωγό, Βαγγέλη Βέκιο (πρώην διευθυντή προγράμματος Στο Κόκκινο 105.5), στοχεύοντας να καλύψει το κενό που υπάρχει στη μουσική δημοσιογραφία καθώς και στο να στηρίξει με έμπρακτο τρόπο την εγχώρια μουσική σκηνή, αναλαμβάνοντας την κυκλοφορία δίσκων που δεν βρίσκουν στέγη σε μια εταιρεία. Ο αρχισυντάκτης του εντύπου που βρίσκεται στο δέκατο τεύχος του, Σωκράτης Παπαχατζής, συνεχίζει την ιδέα του φίλου και συνεργάτη του που έφυγε από τη ζωή πριν λίγο καιρό κι εξηγεί στην Popaganda ποιο είναι το καθήκον ενός δημοσιογράφου που καταπιάνεται με τη μουσική.
Ο αρχισυντάκτης της Κόκκινης Καρφίτσας είναι και ο ίδιος μουσικός. Μαζί με την Μαρίνα Καναβάκη αποτελούν τους ΜΚ-Ο, ένα ντουέτο που κινείται σε ροκ ήχους χρησιμοποιώντας και ηλεκτρονικά μέσα. Βάσει της καλλιτεχνικής του ιδιότητας υποστηρίζει πως ένας δημιουργός με πολυσυλλεκτικό και μη εμπορικό ήχο αντιμετωπίζει δυσκολία στην ανεύρεση εταιρίας που θα ρισκάρει να τον προμοτάρει. «Υπήρξε μια εποχή που το εμπορικό δεν ήταν κατ΄ανάγκη και κακό, ας μην ξεχνάμε πως στη δεκαετία του ‘60 εμπορικοί ήταν οι Beatles, σήμερα όμως είναι η Lady Gaga. Στην Ελλάδα, την περίοδο της χούντας, είδαμε την προώθηση των τραγουδιστών σε θέση υπεροχής, έγιναν οι πρωταγωνιστές που υποσκέλισαν την αξία του στιχουργού και του συνθέτη. Έτσι, ζήσαμε την καταβαράθρωση της μουσικής μας κληρονομιάς με τη μουσική του χαβαλέ και το βαρβάτο σκυλάδικο να παίζουν ρόλο και τις επόμενες δεκαετίες». Τη δεκαετία του ‘80, ο ίδιος βρισκόταν στο σχήμα των Blue Light, ακολουθώντας τη new wave αισθητική σε μια περίοδο που η μπαλάντα γνώρισε άνθηση. «Την περίοδο εκείνη εμφανίζεται το περίφημο κίνημα των τραγουδοποιών. Η ανάγκη για τεχνική κατάρτιση του μουσικού δεν υπήρχε πλέον, ο συνθέτης δεν χρειαζόταν να κατέχει το επίπεδο του Τσιτσάνη, αλλά να παράγει το κομμάτι αυτό που θα μπορούσε ένα παιδί να παίζει στις παρέες του με μια κιθάρα στην ακρογιαλιά. Οι επιλογές που είχε το ευρύ κοινό τότε ήταν είτε τα γαβγίσματα στην παραλιακή είτε εκείνους που προσπαθούσαν να αγγίξουν τη χατζιδακική ευαισθησία, με μέτριο συνήθως αποτέλεσμα. Τελικά, το ροκ της χώρας δεν υπήρξε πολύ πιο φερέγγυο από το σκυλάδικο».
Αφήνοντας έξω μόνο την κλασική, το έντυπο καταπιάνεται με όλα τα είδη μουσικής. Νοσταλγώντας την περίοδο που κυκλοφορούσαν περιοδικά σαν το Αudio ή το Ποπ + Ροκ, ο Σωκράτης και η συντακτική ομάδα της καρφίτσας στοχεύουν στο να μην αποτελούν άλλο ένα πολιτιστικό ένθετο εφημερίδας που αναπαράγει δελτία τύπου. Oι Αλέξανδρος Γερασίμου, Πέννυ Γέρου, Θάνος Μαντζάνας, Θανάσης Μήνας, Μάνος Μπούρας, Αναστασία Παναγιωτοπούλου, Μιχάλης Παπαμακάριος, Νίκος Πετρουλάκης, Νίκος Σβέρκος και Αντώνης Φράγκος δεν αρθρογραφούν αποκλειστικά για να ένα είδος μουσικής, σαν σπεσιαλίστες, ωστόσο έχουν επιλεγεί για την πορεία τους στο χώρο, την αισθητική και την προσέγγισή τους στο αντικείμενο. «Όταν κάποιος μπορεί να ενημερωθεί δωρεάν από το διαδίκτυο για τις νέες κυκλοφορίες δεν θα κάτσει να σκάσει για τα μουσικά περιοδικά που δεν υπάρχουν πια. Σαφώς πιστεύω πως αν τα ίδια είχαν κάνει μια σοβαρή δουλειά δημιουργώντας ένα αφοσιωμένο κοινό δεν θα είχαν καταρρεύσει τόσο γρήγορα. Ο βασικός λόγος όμως που τα οδήγησε στο να κλείσουν είναι η υποβάθμιση του ρόλου της μουσικής στη ζωή μας και η απαξίωση των κριτικών σε μια λογική πως όλα είναι υποκειμενικά και δε μπορεί κανένας να κρίνει αν κάτι είναι καλό ή όχι, αν οι Metallica τελικά είναι καλύτεροι από τη Δέσποινα Βανδή». Μου εξομολογείται ότι πολλοί είναι εκείνοι που τον ρωτούν αν ένας μουσικός μπορεί να κρίνει έναν άλλον καλλιτέχνη, γράφοντας γι’ αυτόν. Αυτό που καταλαβαίνει από τέτοιου είδους ερωτήσεις, είναι πως έχουμε φτάσει να θεωρούμε παράξενο το αυτονόητο.«Ένας μαθηματικός έχει σπουδάσει και έχει μια τριβή με το αντικείμενο του που δεν αμφισβητεί κανείς, αυτό όμως δεν συμβαίνει και με τους μουσικοκριτικούς. Η μουσική είναι κάτι που φτάνει βαθύτερα μέσα στην ψυχή μας, σε όλους μας αρέσουν συγκεκριμένα κομμάτια, όλοι έχουμε ερωτευτεί υπό τους ήχους ενός κομματιού ή σφυρίζουμε στο μπάνιο μας, τίποτα από αυτά όμως δεν αποκλείει την πιθανότητα κάποιοι άλλοι να έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και ένα πιο σεβαστό κριτήριο πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, πέρα από το προσωπικό τους γούστο».
Ποιο είναι το καθήκον τελικά ενός μουσικοκριτικού; Στο συγκεκριμένο έντυπο αποφεύγουν την άσκοπη χρήση κοσμητικών επιθέτων καθώς και τις υπερβολικά διαλλακτικές κριτικές. «Το γεγονός ότι έχουν ξεπεταχτεί πολλές μπάντες ή μεμονωμένοι καλλιτέχνες είναι θετικό, υπάρχει όμως το εξής πρόβλημα: Αν ανατρέξεις στην ιστορία της μουσικής θα δεις πως σε κάθε ακμάζουσα και ανθηρή περίοδο υπήρχε μεγάλος όγκος καλλιτεχνών, όπως και σήμερα. Ποια είναι η διαφορά; Σε κάθε μία από εκείνες τις περιόδους μέσα στον καλλιτεχνικό αυτό υπερπληθυσμό υπήρχαν πάντα κάποιοι που ξεχώριζαν από τους άλλους, υπήρχε ένα κριτήριο για να αναδειχθούν οι ηγέτες της κάθε σκηνής. Το καθήκον του δημοσιογράφου λοιπόν είναι να ξεχωρίζει ανάμεσα στο σύνολο και όχι να τους χαϊδεύει όλους, να έχει το θάρρος της γνώμης του αφού για όλους τους καλλιτέχνες που αναδείχθηκαν ανά τις δεκαετίες, κάποιος έγραψε πρώτα γι’ αυτούς. Η μουσική ζει έναν πληθωρισμό και εμείς δεν θέλουμε να μείνουμε αμέτοχοι, βλέποντάς την να παίζει ρόλο κομπάρσου στην καθημερινότητά μας».
Στο πλαίσιο αυτής της κρίσης διαρκείας, την ανάγκη του ανθρώπου για μουσική έρχεται να καλύψει το υποκατάστατό της: ένα είδος μουσικούλας, πανταχού παρούσας, καλόγουστης, άρτιας τεχνικά, όχι ακριβώς ανώδυνης στην συνοδευτική της λειτουργία. Ξεχύνεται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, ρυθμίζοντας τον βηματισμό σε εμπορικά κέντρα, ομογενοποιώντας jingles, ειδήσεις, σίριαλ και blockbusters.
Ένα σημείο από το εντιτόριαλ που ο ίδιος συνέταξε γίνεται μια καλή αφορμή προκειμένου να συζητήσουμε γιατί δεν υπάρχει πολιτικός στίχος σε μια περίοδο σαν αυτή που διανύει η χώρα. «Γιατί έπαψε να είναι ανεπτυγμένο το αίσθημα της κοινότητας. Η λογική που επικρατεί είναι πως ο καθένας για τον εαυτό του και ο θεός εναντίον όλων. Τα μουσικά ριάλιτι και η επιτυχία που σημειώνουν δείχνουν ακριβώς την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική μουσική σκηνή και κατ΄επέκταση στην κοινωνία. Παιδιά που θέλουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια πιάνουν ένα μικρόφωνο -δίχως πολλές γνώσεις- ψάχνοντας μια ατομική έξοδο κινδύνου. εκείνη του καλλιτέχνη/σταρ. Είμαι σίγουρος όμως πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δημιουργούν ενδιαφέρουσα μουσική, ωστόσο κάθονται σπίτι τους εξαιτίας των συνθηκών. Αυτούς τους ανθρώπους θέλουμε να τους βγάλουμε έξω και να τους κάνουμε να μας εμπιστευτούν, δεν μας ενδιαφέρει αν έχουν ελληνικό ή ξένο στίχο παρά μόνο το να έχουν κάτι να πουν».