«Though this is madness, yet there is method in it». Η φράση αυτή που ξεστομίζει ο πρωταγωνιστής Clive Owen ως John W. Thackery ή «ο γιατρός που χρειάζεται γιατρό» στο πρώτο επεισόδιο της σειράς του Steven Soderbergh, The Knick, χτίζει από μόνη της το θεματικό και φιλοσοφικό πλαίσιο για όλη τη σεζόν, που ολοκληρώθηκε το βράδυ της Παρασκευής στην Αμερική. Και τι σεζόν! Η αποτύπωση της ζωής -προσωπικής και επαγγελματικής- των γιατρών του ιστορικού νοσοκομείου Knickerbocker στη Νέα Υόρκη των αρχών του 2οου αιώνα. Τότε που η ιατρική έβρισκε τα πατήματά της, προσπαθώντας με πενιχρά μέσα να φτιάξει ένα χάρτη των ασθενειών και των παθήσεων του σώματος και του πνεύματος. Και ως συνηθίζεται στις αχαρτογράφητες περιοχές, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την παρατήρηση, το πείραμα και την επιμονή για να εξάγει συμπεράσματα. Όπως καταλαβαίνετε, η σειρά θέλει να δείξει ακριβώς αυτό και το πράττει με τον πλέον αναλυτικό τρόπο: Είναι παράξενο να μιλάς για ιατρικές σειρές και να χρησιμοποιείς όρους όπως, «χασάπικο», «μπαλτάς», «σπλάτερ», «εντόσθια» και ούτω καθεξής, αλλά εν προκειμένω είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κατά ένα περίεργο τρόπο, ίσως επειδή πρόκειται για ιατρική σειρά να είναι λίγο πιο αηδιαστικά τα όσα θα δείτε στην οθόνη σας, αλλά ταυτόχρονα και πιο ανεκτικά. Ίσως και όχι. Πάντως δεν είναι σειρά για την ώρα του φαγητού, αυτό είναι βέβαιο.
Γιατί το The Knick δεν θέλει να σοκάρει, ούτε να εξάψει αυτούς που ενθουσιάζονται μόλις δουν αίμα να πετάγεται στην οθόνη. Απλώς θέλει -και το καταφέρνει περίφημα- να μας δείξει σε τι… σκατόλακκο είχαν πέσει οι γιατροί της εποχής, με τη μια επιδημία να διαδέχεται την άλλη (τα πάντα έχει ο μπαξές από σύφιλη μέχρι τυφοειδή πυρετό), την παντελή έλλειψη φαρμάκων και μέσων σε συνδυασμό με τη δυσκολία ανεύρεσης πόρων από τη διεύθυνση του νοσοκομείου συν τα μικροεγωιστικά παιχνίδια των ίδιων των γιατρών αναμεταξύ τους. Το μόνο που τους σώζει είναι το μυαλό και η πίστη στο να θεραπεύσουν «πάσαν νόσον και μαλακίαν». Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαία η συνεχής αναφορά στο νοσοκομείο ως «circus». Πράγματι θυμίζει ένα αρρωστημένο, φτωχό τσίρκο το οποίο δεν θέλει να δει ή να επισκεφθεί κανείς. Κατά έναν περίεργο τρόπο βέβαια, όσο πιο αποκρουστικό παρουσιάζεται, τόσο πιο θελκτικό είναι για εμάς τους θεατές που αναπαυόμαστε ζεστά-ζεστά στην πολυθρόνα μας και απολαμβάνουμε τις δραματοποιημένες καταστάσεις που μας παρουσιάζει η σειρά.
Ας μην ξεχνάμε ωστόσο πως το ιατρικό δράμα είναι πρώτα και κύρια ένα δράμα ιστορικό. Αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίοδο κι έχει συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Και ως τέτοιο, οφείλει να απεικονίσει και τα σκοτεινά σημεία, όπως ο κατάφωρος ρατσισμός, που δεν εξαφανίστηκε με το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου και τις ενέργειες του προέδρου Λίνκολν για την εξάλειψη αυτού. Στη σειρά, που διαδραματίζεται μόλις 35 χρόνια μετά τον Εμφυλίο, βιώνουμε τη διάκριση μέσα από τον δευτεραγωνιστή Algernon Edwards (τον υποδύεται ο νέουρας Andre Holland) που ως ο καινούριος ιδιοφυής χειρουργός με σπουδές στην Ευρώπη πλάι σε σπουδαίους δασκάλους τα βρίσκει σκούρα με τους γιατρούς του νοσοκομείου, λόγω φυλής. Μάλιστα, και λόγω των συνεχών προσβολών που δέχεται με κάθε ευκαιρία, αναγκάζεται να φτιάξει μυστικά ένα υπόγειο ιατρείο για να περιθάλπτει τους μαύρους της περιοχής. Ίσως βέβαια να προβάλλεται σε υπερβολικό βαθμό, όχι τόσο ο ρατσισμός που ήταν πέρα για πέρα εγγενής της συγκεκριμένης εποχής, αλλά το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις, ο Edwards είναι εκείνος που σώζει την κατάσταση με τις εξειδικευμένες γνώσεις του και τις εργασίες του στην Ευρώπη. Παίζεται όμως αρκετά ωραία ο έντονος ανταγωνισμός του με τον έτερο διεκδικητή της θέσης του βοηθού χειρούργου, Everett Gallinger (Eric Johnson), ο οποίος είναι ο μόνος που έχει δυο λόγους να απεχθάνεται τον «σφετεριστή» Edwards.
Κάπως τετριμμένο είναι και το love story της πρώτης σεζόν ανάμεσα στον Thackery και τη νοσοκόμα Elkin (στο ρόλο η φρέσκια Eve Hewson, aka κόρη του Bono), βάζοντας στην εξίσωση και τον νεαρό δόκτορα Bertram “Bertie” Chickering, Jr (Michael Angarano) επίσης χειρουργό στο νοσοκομείο. Ο Thackery μπορεί να είναι ο αρχι-χειρουργός του The Knick, αλλά έχει μια τελείως «μίστερ Χάιντ» πλευρά, όταν ξημεροβραδιάζεται με οπιούχα, πόρνες και κόκα. Η εικόνα είναι λίγο βγαλμένη από τεύχος του Τεν-Τεν, (το Μπλέ Λωτό συγκεκριμένα) και το From Hell του Alan Moore για να καταλάβετε το μοτίβο. Αλλά εκεί που δικαιολογεί αυτή τη στάση ζωής, ξαφνικά ο «Thack», προσπαθεί να ξεκολλήσει για χάρη της νεαρής νοσοκόμας. Λίγο κλισέ, αλλά το συγχωρούμε, για χάρη των υπόλοιπων. Σαφώς πολύ πιο ενδιαφέρων ο αγώνας που δίνει καθημερινά απέναντι στο Θεό και το θάνατο, προσπαθώντας να βοηθήσει τους άλλους (εξελίσσοντας παράλληλα την επιστήμη του), αλλά και να βελτιώσει τον εαυτό του, διότι ως τελειομανής ακροβατεί συχνά-πυκνά στα όρια της παράνοιας.
Λίγο καλύτερα τα πράγματα για το στόρι ανάμεσα στον Edwards και την Cornelia Robertson (Juliet Rylance), μετόχου στο συμβούλιο, κόρη του πλούσιου August Robertson και αυτή που επιβάλλει το νεαρό γιατρό στους υπόλοιπους, αλλά δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω για να μη χαλάσουμε κι όλες τις εκπλήξεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι -ας τους πούμε- δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως ο τραυματιοφορέας Cleary (Chris Sullivan), που δεν είναι έτσι όπως φαντάζεστε έναν τραυματιοφορέα. Ένας πελώριος μουσάτος τύπος, Ιρλανδικής καταγωγής, που έχει δει τόσο θάνατο με τα μάτια του που φαίνεται πως τίποτα δεν του κάνει εντύπωση πλέον, παρά μόνο τα χρήματα που έχει να λαμβάνει από τον Herman Barrow (Jeremy Bobb), διευθυντή του νοσοκομείου και αρκετά σκιώδη τύπο. Γιατί χάρη στην κακοδιαχείριση που έχει κάνει, το νοσοκομείο δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα, ενώ παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις. Και ο λόγος για τη σπατάλη, δεν είναι άλλος από το ότι είναι μπλεγμένος με τον τοπικό γκάνγκστερ της περιοχής, τον Bunky Collier (Danny Hoch), που δεν κάνει ποτέ πίσω όταν θέλει τα χρωστούμενά του. Προσθέστε στην εξίσωση και την απαραίτητη θρησκευτική φιγούρα, στο πρόσωπο της Αδελφής Harriet (Cara Seymour), με το βαθύτατα υποκριτικό έργο που πράττει -κάνει εκτρώσεις κρυφά απόλους, ακόμη κι απ’το Θεό- αλλά όχι τον Cleary, που την παίρνει πρέφα και φυσικά την εκβιάζει για ποσοστά και θα διαπιστώσετε ότι σχεδόν κανείς στο σύμπαν του The Knick δεν είναι πραγματικά αθώος. Απλώς υποδύεται ότι κάνει τη δουλειά του.
Για το τέλος, δεν μπορώ παρά να τονίσω την πανέξυπνη και ιδιαίτερη χρήση της μουσικής, με τον επί πολλά χρόνια συνεργάτη του Soderbergh-ντράμερ των Red Hot Chili Peppers για ένα φεγγάρι- Cliff Martinez, να συνθέτει ένα soundtrack που θαρρείς ότι συνεχίζει το έργο που ο ίδιος είχε αφήσει στο Drive του Nicholas Refn. Υπνωτικοί ρυθμοί και μπιτάκια που προσθέτουν μια ωραιότατη άχρονη πινελιά σε ένα αμιγώς ιστορικό ιατρικό δράμα, φτιάχνοντας μια ωραία αντίθεση ανάμεσα στον ήχο και την εικόνα, χωρίς το αποτέλεσμα να ακούγεται ούτε στιγμή παράταιρο. Η συνταγή πέτυχε, ο ασθενής ζει και θα έχει και δεύτερη (και ελπίζουμε κι άλλες) σεζόν.
Συν ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο, με τον ινστρούκτορα και τις ιατρικές συμβουλές που έδωσε στους ηθοποιούς για να υπάρξει αληθοφάνεια στις εγχειρήσεις.