Οι Αμερικανοί έχουν το On the Road του Κέρουακ. Εμείς έχουμε τα βιβλία του Κλέωνα Αρζόγλου.

Σίγουρα δεν είμαι ο πρώτος και φαντάζομαι ούτε ο τελευταίος που δυσκολεύεται να μιλήσει για τον Κλέωνα Αρζόγλου χωρίς να αναφερθεί σε όσα είχε γράψει για αυτόν ο Λένος Χρηστίδης, πίσω στο 2002: «Το Εγώ κι ο θείος Χάρις αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που έγινε καλύτερος μέσα από τα ταξίδια, όπως και ο συγγραφέας του, και το βασικό του προτέρημα είναι ότι πρόκειται για ένα τίμιο μυθιστόρημα, όπως και ο συγγραφέας του». Και λίγο πιο κάτω: «Η διαφορά έγκειται στον ήρωα. Αντί για την αναγνωρίσιμη φιγούρα του έλληνα βιοπαλαιστή παλικαριού-φουκαρά, που παλεύει διαμέσου των αιώνων να σταθεί στα πόδια του, σύμβολο της Ελλάδας που αντιστέκεται και επιμένει κτλ., εδώ έχουμε έναν ανοιχτόμυαλο πιτσιρικά εγκλωβισμένο στα παραλίγο συναρπαστικά – και τελικώς συνθλιμμένα κάτω από τη χουντική μπότα – ελληνικά 60s». Όπως κάνει και στα βιβλία του, ο Λένος φύλαξε το καλύτερο για λίγο πριν το τέλος: «Μαζί με τον Χρήστο ταξιδεύουμε και εμείς: Sgt Pepper’s, Alistair Crowley, Βιέννη, Στρασβούργο, Velvet Underground, Παρίσι, Miles Davis, Μάης ’68, Σαρτρ, Στοκχόλμη, ΠΑΚ, Frank Zappa, Κοπεγχάγη, Μόναχο, Βενετία, Τύνιδα, Sympathy for the Devil, Σικελία, Aldus Huxley, Κέρκυρα, Χανιά, Κωνσταντινούπολη, Magic Bus, Τεχεράνη, Everybody must get stoned, Χεράτ, Κανταχάρ, Καμπούλ, ονόματα φωτισμένα πλέον με άγριο κόκκινο φως που περνούν από μπροστά μας σαν μαγικές εικόνες που έρχονται από τα έγκατα του χρόνου·κερασάκι σχεδόν επιβεβλημένη Ινδία».

Τότε, πριν από 13 χρόνια, ήταν η εποχή που θα μπορούσα να διαβάσω ότιδήποτε θα πρότεινε ο Χρηστίδης, μόνο που ο Χρηστίδης δεν θα μπορούσε να προτείνει το «οτιδήποτε», σωστά; Πράγματι, το Εγώ κι ο Θείος Χάρις δεν έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχα διαβάσει μέχρι τότε, κάτι που φυσικά ξέρω ότι δεν ισχύει, αλλά από μόνη της η δημιουργία αυτής της ψευδαίσθησης μου ήταν αρκετή (ακόμη είναι).

Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι μέχρι σήμερα έχουν διαβάσει το Εγώ κι ο Θείος Χάρις, αν και σίγουρα θα είναι αρκετοί εφόσον απολαμβάνουν, βιβλίο και δημιουργός, ένα – με την καλή έννοια – καλτ στάτους. Όσοι, πάντως, έχει τύχει να γνωρίσω, μιλάνε για την αναγνωσή του με όρους οριακής, σχεδόν εξωσωματικής εμπειρίας. Όντας ένας από αυτούς, δε μπορώ παρά να νιώσω ότι η Ζωή στην Ινδία (εκδ. Γαβριηλίδης), το νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που συνεχίζει να γράφει με «σπασμένα τα φρένα» χωρίς όμως και πάλι να το «κάνει θέμα» (όπως διάφοροι, σύγχρονοι και νεότεροι του, που αναλώνονται σε ένα ατελέσφορο για τους ίδιους κυνήγι του beat ιδεώδους), πέρα από τους νέους αναγνώστες που θα φέρει στο «κλαμπ» (πιθανότατα όχι λίγους, μιας και το word of mouth στην περίπτωση του Αρζόγλου έχει δουλέψει υποδειγματικά εδώ και πολλά χρόνια) κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί και ως κλείσιμο του ματιού προς όλους εμάς που επιμένουμε να διηγούμαστε γλαφυρές ιστορίες για το ντεμπούτο του, για το που και με ποιους ήμασταν όταν το διαβάσαμε και για το ποιον πείσαμε αμέσως μετά να το κάνει, ώστε να συνεχιστεί αυτό το γοητευτικό «γαϊτανάκι συνενοχής», γύρω από την περιπετειώδη τσάρκα με το magic bus της ζωής αυτού του αμετανόητου πολίτη του κόσμου. Wanna go for a ride;

Πρώτα απ’ όλα, δεν είμαι αποκλειστικά και μόνο συγγραφέας. Ναι, εντάξει, μ’ αρέσει και αυτή μου η ιδιότητα, όμως προέχει να ζω τη ζωή μου. Στην Ινδία, όπου περνάω τον περισσότερο καιρό, δεν απομονώνομαι συνέχεια για να γράφω. Κάνω κι άλλα πράγματα, ασχολούμαι με τη μουσική, γράφω στίχους, ταξιδεύω χαζεύοντας. Κάποιες φορές αποτραβιέμαι σε πνευματικά κέντρα Άσραμ, αν και δεν είμαι καμιά θεούσα ή πιστός με την κλασική έννοια. Αλλά βρίσκομαι σε ένα τέτοιου είδους ψάξιμο. Παλιά είχα περισσότερη τρέλα με την πολιτική, τώρα όμως με ενδιαφέρει περισσότερο η ανθρώπινη συμπεριφορά, η αυτογνωσία και η ζωή του πνεύματος. 

Ήμουν μεγάλος όταν πήρα την απόφαση να γράψω ένα βιβλίο. Και παλιότερα έγραφα, περιστασιακά και άσκοπα. Στα 45 μου, όμως, όταν χώρισα με τη γυναίκα μου, ήμουν χάλια και δε μπορούσα να το ξεπεράσω. Ευτυχώς που συνάντησα στην Ινδία έναν Αμερικανό. «Γράφεις καθόλου;» με ρώτησε. Εγώ ψιλοέγραφα στιχάκια, ταξιδιωτικά ημερολόγια, τέτοια πράγματα. «Να γράψεις ένα μυθιστόρημα, αλλά να μην αφορά καθόλου τη γυναίκα σου», μου πρότεινε. Το είχε κάνει ο ίδιος για να ξορκίσει ένα δικό του πόνο. Τελικά είχε δίκιο. Δημιουργωντας ένα νέο κόσμο, μέσα σε κάποιους μήνες το είχα «σχεδόν ξεπεράσει». Έκτοτε το συνιστώ κι εγώ στους ανάλογους.

Το Εγώ κι ο Θείος Χάρις στριφογύριζε στο μυαλό μου τουλάχιστον 20 χρόνια πριν καθίσω να το δουλέψω. Κάποιος μου είχε διηγηθεί μια ιστορία στη Σουηδία και σκέφτηκα να γράψω ένα διήγημα. Έγραψα λοιπόν 7-8 σελίδες αλλά δεν το τέλειωσα ποτέ. Ώσπου το 96 ξεκίνησα να το γράφω σοβαρά, για να τελειώσω το 2000.

Γράφω πάρα πολύ αργά, τρεις σελίδες τη μέρα. Που τις ξαναγράφω. Ξανά και ξανά. Η Ζωή στην Ινδία μου πήρε έξι χρόνια. Πολύς κόσμος διαβάζοντας τα βιβλία μου νομίζει ότι έχω μεγάλη άνεση στο λόγο ή ότι έχω ζήσει όλα αυτά που γράφω και απλώς τα κατεβάζω στο χαρτί από εκεί που τα έχω φυλαγμένα. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι.

Οι μόνοι άνθρωποι που πραγματικά αποδέχονται το έργο μου στο σύνολό του, είναι αυτοί του rock ‘n’ roll. Άνθρωποι με σταθερές ιδεολογίες ή με πολύ συγκεκριμένη πίστη, αντιδρούν.

Είναι λιγάκι καλτ βιβλίο το Εγώ κι ο Θείος Χάρις. Το θέμα από μόνο του είναι που το προκάλεσε. Οι δεκαετίες του 60 και 70 θεωρούνται μυθικές. Στην Ελλάδα φυσικά ήταν ελάχιστοι όσοι έκαναν όλο αυτό το «διαρκές ταξίδι» που συνέβαινε έξω. Το βιβλίο, όμως, συνδύασε την ελληνική πραγματικότητα με την επαναστατικότητα που υπήρχε στον υπόλοιπο κόσμο, τους χίπηδες, τα ναρκωτικά, με αποκορύφωμα το μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, που στα 60s ήταν μυθικός προορισμός. Αυτόν τον μύθο εκμεταλλεύτηκα κι εγώ σε κάποιο βαθμό.

Οι περισσότεροι με ρωτάνε αν όλα αυτά που γράφω έχουν συμβεί πραγματικά. Τους αφήνω να νομίζουν ότι μπορεί και να είναι. Γιατί περισσότερα από τα μισά στηρίζονται σε γεγονότα και προσωπικά μου βιώματα. Απ’την άλλη, πάλι, δε μ’ αρέσουν και τα ψέματα. Το Εγώ κι ο Θείος Χάρις, λοιπόν, τουλάχιστον κατά το ήμισυ είναι αυτοβιογραφικό. Αλλά ξέρω γω, έχει νόημα να αποκαλύπτονται λεπτομέρειες που μπορεί να ξενερώσουν τον αναγνώστη; 

Αν και προηγήθηκε ο Αλήτης στη Χώρα των Θαυμάτων, η Ζωή στην Ινδία είναι κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια του Εγώ κι ο Θείος Χάρις, εφόσον ο «Χρήστος», ο ένας από τους δύο αφηγητές, ήταν ο κεντρικός ήρωας του πρώτου. Ήξερα από την αρχή ότι με το τρίτο μου βιβλίο θα επέστρεφα στην αρχή. Ας πούμε ότι ο Χρήστος είμαι «εγώ» ή έστω το alter ego μου. Ο Παύλος είναι κάποιοι φίλοι.

Μου έχει συμβεί αρκετές φορές να ενοχλούνται άνθρωποι που «φωτογραφίζω» στα βιβλία μου. Ο αδερφός μου, για παράδειγμα, που στο Εγώ κι ο Θείος Χάρις όχι απλώς τον φωτογραφίζω αλλά τον παρουσιάζω με το κανονικό του όνομα και τα πραγματικά χαρακτηριστικά του, κι επειδή γενικά μιλάω για οικογενειακά ζητήματα που είχαμε κρυφά, αντέδρασε αρχικά κάπως έντονα. Αλλά εντάξει, τι να κάνουμε; Δε μπορείς να παρουσιάζεις ένα χαρακτήρα μόνο από τη φωτεινή του πλευρά. Πρέπει να βάζεις και τη σκιά μέσα στο παιχνίδι, για να γίνεται πραγματικός.

Όπως έχω γράψει, εγώ τα βάζω με τους πάντες, δεν κρατάω πισινές. Οι μόνοι άνθρωποι που πραγματικά αποδέχονται το έργο μου στο σύνολό του, είναι αυτοί του rock ‘n’ roll. Άνθρωποι με σταθερές ιδεολογίες ή με πολύ συγκεκριμένη πίστη, αντιδρούν.

Ο πρώτος rock ‘n’ roll δίσκος που αγόρασα το 1961, χωρίς βέβαια να είναι ακριβώς rock ‘n’ roll, ήταν το Adam and Eve του Paul Anka. Αμέσως έπαθα κάτι. Το θυμάμαι πολύ έντονα. Έκτοτε γεννήθηκε ένα πάθος μέσα μου με τη ροκ, μέχρι και επαγγελματικά προσπάθησα να ασχοληθώ μερικές φορές. Έκανα, ξέρω γω, τον DJ. Άνοιξα κάποτε κι ένα κλαμπ στη Σκόπελο για 5 χρόνια, από το 79 μέχρι το 84. Καλά ήταν.

Στην Ινδία, από τη δεκαετία του 70 που πρωτοπήγα μέχρι σήμερα, έχω περάσει συνολικά 16 χρόνια. Κατά καιρούς έχω μείνει ακόμη και για 2 χρόνια σερί χωρίς να γυρίσω στην Ελλάδα. Είναι σαν δεύτερη πατρίδα μου.

Αυτά που βλέπω και αισθάνομαι γράφω. Παρόλο που αγαπώ την Ινδία, δεν μπορώ να μην είμαι επικριτικός απέναντι σε κάποια πράγματα. Τα τελευταια 40 χρονια έχει αλλάξει, κάποια μέρη έχουν χάσει το εξωτικό τους στοιχείο. Είναι όμως πάρα πολύ μεγάλος τόπος. Δε μπορείς να μιλάς ούτε για το μέσο Ινδό, ούτε για τη μέση κατάσταση στη χώρα. Υπάρχουν σημεία που νομίζεις ότι είσαι στο 800 μ.Χ. και άλλα πιο σύγχρονα από την Ελλάδα.

Το 1990 βρισκόμουν στο Μπαλί και διάβαζα ένα ημερολογιακό βιβλίο για την Ινδονησία. Γραμμένο το 1938 από έναν Εγγλέζο. Σε ένα σημείο γράφει «σήμερα συνάντησα τον γέρο-Τζον που μου είπε “τώρα πια το Μπαλί έχει τελειώσει, έπρεπε να ήσουν εδώ το 1912”». Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;

Δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Το Εγώ κι ο Θείος Χάρις, τουλάχιστον κατά το ήμισυ είναι αυτοβιογραφικό. Αλλά ξέρω γω, έχει νόημα να αποκαλύπτονται λεπτομέρειες που μπορεί να ξενερώσουν τον αναγνώστη;

Προφανώς δεν πρόκειται να δούμε ποτέ την Ινδίαμε τα μάτια του Μάρκο Πόλο. Εμείς οι παλιοί μπορεί να γκρινιάζουμε λίγο, αλλά οι νέοι που έρχονται και βλέπουν τα πράγματα με φρέσκο μάτι, εντυπωσιάζονται περίπου με τον ίδιο τρόπο που εντυπωσιαστήκαμε εμείς το 1972.

Μερικές φορές με πιάνει κάτι, μια όρεξη να αράξω κάπου, να βάλω τέλος σε αυτή τη νομαδική ζωή. Συνήθως μου συμβαίνει όταν με ενοχλεί το νεφρό μου, μιας κι έχω μεγάλωσει πια. Σκέφτομαι «τι κάνω τώρα εγώ με τον εαυτό μου; Γιατί δε βρίσκομαι με καμιά γυναίκα, παιδιά και οικογένεια;» Ύστερα όμως βλέπω τους φίλους μου που είναι έτσι και λέω «άσε, καλά είμαι». Μου περνάει ο πόνος στο νεφρό και συνεχίζω να ψάχνω «τι συμβαίνει».

Η κόρη μου έχει έρθει μια φορά στην Ινδία να με δει. Εξεπλάγη θετικά και αρνητικά. Ζει στη Σουηδία μιας και η μητέρα της είναι από εκεί. Ακόμη καλύτερη σχέση έχω με την εγγονή μου, που στα 21 της είναι ψιλοτρελή σαν εμένα. Τώρα κάνει το μεγάλο ταξίδι της ζωής της στην Αυστραλία. Μάλιστα πριν ξεκινήσει της έγραψα στο facebook – που το άνοιξα περισσότερο για να την «κατασκοπεύω» – «κοίτα να μην κάνεις πράγματα που δεν θα έκανα ούτε εγώ».

Φέτος μετά από πολλά χρόνια έτυχε να βρεθούμε όλη η παλιά φουρνιά, από όλες τις γωνιές του κόσμου. Ήταν πολύ όμορφα. Ξέρεις, εξηντάρηδες και βάλε, μεγάλοι άνθρωποι, που όμως ακόμη βλέπεις στα μάτια τους αυτό το spirit. Μια σπίθα που δε λέει να σβήσει. 

Το ήξερα ότι έτσι θα πάνε τα πράγματα στη ζωή μου. Από τότε που ήμουν 7 χρονών και έπεσαν στα χέρια μου τα πρώτα βιβλία, είχα μια τάση προς το Χάκλμπερι Φιν, το Χωρίς Οικογένεια του Έκτορος Μαλό και το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. Μου άρεσαν οι ιστορίες για παιδιά που χάθηκαν. Πως λέει ο Σαββόπουλος; «Τα πιο ωραία παραμύθια απ’ όσα μου έχεις διηγηθεί / αχ είναι εκείνα που μιλούσαν για παιδιά που έχουν χαθεί». Αυτό με συγκινούσε.

Έφυγα 17 ετών από τη Θεσσαλονίκη. Πηγαίνω μια στο τόσο και τις πρώτες μέρες μου αρέσει που βλέπω παλιούς γνωστούς, σκέφτομαι «εντάξει δεν είναι και τόσο άσχημα». Μετά την πρώτη εβδομάδα όμως με πιάνει μια μούχλα και θέλω να φύγω. Με την Αθήνα νιώθω κάπως παρόμοια.

Με το που έφυγα από την Ελλάδα ζούσα σε μια κατάσταση σαν το Midnight Cowboy. Όμως, χαιρόμουν τη φτώχεια μου. Ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Παρόλο που προέρχομαι από μία κανονική, αστική οικογένεια της Θεσσαλονίκης, χωρίς εξωφρενική καταπίεση. Περισσότερο με ζόριζε η όλη κατάσταση, όπως ήταν πριν τη δικτατορία. Μετά ήρθε η Χούντα, συνέβη κι ένα επεισόδιο που το περιγράφω στο Εγώ κι ο Θείος Χάρις, που με έδιωξαν άρον άρον από την Ελλάδα, οπότε δεν ήθελα με τίποτα να γυρίσω. Μου άρεσε ο κόσμος που έβλεπα εκεί έξω, υπήρχαν πολλοί σαν εμένα, φρικιά, οτοστοπατζήδες, πολιτικοποιημένοι χίπηδες, ό,τι θες.

Στην Ινδία η παρέα μου είναι απ’ ολο τον κόσμο. Σκανδιναβοί, Βραζιλιάνοι, Ιταλοί, Αμερικανοί, ένας πολύ καλός φίλος Ισπανός κι ένας Αργεντίνος, αρκετοί Ινδοί που την έχουν κοπανήσει από τα σπίτια τους, όπως και κάποιοι Έλληνες. Οι περισσότεροι είμαστε από 50 και πάνω. Άλλοι είναι τρελαμένοι με τα μεταφυσικά, άλλοι παλιοί αναρχικοί, άλλοι απλά τυχοδιώκτες, κάποιοι μουσικοί, κάποιοι συγγραφείς, άλλοι τεμπέληδες και χαβαλετζήδες της τράκας και του ψιλοντιλ. Κάθε καρυδιάς καρύδι.

Έχει τύχει να γνωρίσω νεαρούς που μου θυμίζουν τον εαυτό μου όπως ήμουν όταν πρωτοπήγα στην Ινδία. Θέλω να τους πιάσω από τ’ αυτί. Υπάρχει μια έκφραση που χρησιμοποιούμε εκεί: «I’ve seen your double, troubled». Σαν να λέμε έχω δει τον σωσία σου σε μεγάλο πρόβλημα. Αλλά εντάξει πάντα τους αντιμετωπίζω με συμπάθεια και με αγάπη, κι ας με εκνευρίζουν. 

Καμιά φορά που τυχαίνει να ξεφυλλίσω το Εγώ κι ο Θείος Χάρις βρίσκω πράγματα που θα άλλαζα. Στο συνολό του, όμως, με ικανοποιεί. Υπάρχουν, μάλιστα, στοιχεία που τώρα πια μου λείπουν γιατί δεν μπορώ πια να γράψω έτσι, να πιάσω αυτό το τέμπο. Με στενοχωρεί λίγο, αλλά τι να κάνεις.

Πάντα προτιμούσα τους εμπειρικούς συγγραφείς. Να αποκτάς εμπειρίες και να γράφεις γι’ αυτές. Συνιστώ, λοιπόν, σε όλους να ταξιδέψουν αν και έχω διαπιστώσει ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για ταξίδια.

Αν θες να γράψεις, πρέπει να ξεχάσεις τον λογοκριτή που κάθεται σαν γύπας στον ώμο σου και κρίνει. Μπορεί αυτός να είναι η μάνα, ο μεγάλος αδερφός ή κι ο παλιός συμμαθητής σου. Μόνος σου πρέπει να κρίνεις τον εαυτό σου, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.

Γράφω στη Ζωή στην Ινδία «μόνo τα τρομαχτικά, απρόσμενα και χαοτικά επεισόδια μας αποκαλύπτουν τα βαθύτερα νοήματα». Έτσι ήταν με το θάνατο της μάνας μου. Βρισκόμουν στην Ινδία κι ένας γέρος αστρολόγος, μου είπε «τι κάνεις εσύ εδώ, πεθαίνει η μάνα σου». Έστειλα λοιπόν ένα τηλεγράφημα στη Θεσσαλονίκη και μου απάντησαν «η μαμά πεθαίνει». Σάββατο έφτασα στη Θεσσαλονίκη. Πέθανε τη Δευτέρα.

Όχι ότι πολυπιστεύω στα θαύματα, απλά ίσως και να εξαρτώμαι από αυτά. 

Μια φορά πολεμούσα με τα κύματα μισή ώρα. Όταν τελικά πήρα την απόφαση ότι θα πνιγόμουν, εγκατέλειψα την προσπάθεια και απευθυνόμενος στο Θεό είπα «αν σωθώ, ακόμη κι αν δεν πιστεύω, δεν πρόκειται να σε αμφισβητήσω ποτέ ξανά». Σώθηκα. Αλήθεια. Ήταν σαν να άκουγα ουράνιες μελωδίες. Δε μίλησα με το Χριστό ή το Δία ή δεν ξέρω γω ποιον, αλλά έκτοτε πιστεύω ότι ίσως να υπάρχει κάτι πέρα από το φθαρτό μας σαρκίο. Κι αν δεν το πιστεύω απόλυτα, νιώθω ότι κάπου έδωσα  το λόγο μου. 

Πραγματικά, καμιά φορά αναρωτιέμαι, όλα αυτά σε μια ζωή έγιναν;


Η Ζωή στην Ινδία κυκλοφορεί από τις εκδ. Γαβριηλίδη, όπως και η ανανεωμένη έκδοση του Εγώ κι ο θείος Χάρις. Περισσότερες πληροφορίες για τα βιβλία του Κλέωνα Αρζόγλου, θα βρείτε εδώ

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).