Το Facebook λανσαρίστηκε το 2004. Σε μια εντελώς άγουρη συνθήκη κοινωνικής δικτύωσης που δέσποζαν το, άγνωστο στην Ελλάδα, Friendster και φυσικά το MySpace – εκεί που ακούσαμε πρώτη φορά τους Arctic Monkeys, εκεί που ξαφνικά βρίσκαμε όλους τους φίλους που γενικά και αόριστα ξέραμε ότι είναι σε μπάντες… επιτέλους ακούγαμε και τη μουσική τους. Τα πρώτα άρθρα που περιέγραφαν το «νέο φαινόμενο» εμφανίστηκαν στα μέρη μας προς το 2007, την ίδια χρονιά που μάλλον έφτιαξαν προφίλ οι early adopters (τότε τους λέγαμε hipsters), ως το τέλος του 2008 μπορούμε να πούμε πώς ακόμα και σε μια μικρή περιφερειακή αγορά όπως η Ελλάδα τα social media είχαν μπει πια στο λεξιλόγιο και τις συνήθειες της καθημερινότητας.
Έχει μια αθωότητα αυτή η αναδρομή. Είναι κι αρκετά άβολη, αφού δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από να βλέπεις τον εαυτό σου να μπουσουλάει στην αρένα των σόσιαλ: τα κινητά μας ήταν χειρότερα, οι φωτογραφίες μας στην τύχη, συμπεριφερόμασταν εκεί μέσα περίπου όπως συμπεριφέρονται τώρα οι γονείς μας σε μια σπάνια αντιστροφή της κανονικής ροής των πραγμάτων. Μια δεκαετία και κάτι μετά, τώρα που τα σόσιαλ μίντια δεν είναι «καινοτομία» ή «καινούρια συνήθεια», αλλά ένα «παράλληλο σύμπαν» κάθε κουβέντα γι’ αυτά καταλήγει σε κάτι σαν το Baby Hitler δίλημμα της εποχής μας («Αν μπορούσατε να ταξιδέψετε πίσω στο χρόνο θα σκοτώνατε τον Αδόλφο Χίτλερ ως μωρό;», ήταν το ερώτημα που έθεσε το New York Times magazine στους αναγνώστες του τον Οκτώβριο του 2015. Φυσικά, έγινε τεράστιο viral και πεδίο σύντομης, όπως όλα τα virals, φιλοσοφικής αντιπαράθεσης μεταξύ δεκάδων άρθρων γνώμης σε όλο τον κόσμο).
Κάνοντας την αναγωγή στην κοινωνική δικτύωση δε χρειάζεται να σκοτώσουμε κανέναν, ούτε σκοπός είναι να αποτρέψουμε κάποιον Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δίλημμα όμως είναι πολύ ιντριγκαδόρικο, το έχουμε σκεφτεί όλοι σιωπηλά. Αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε πίσω σε εκείνα τα «χρόνια της αθωότητας», έχοντας όμως την γνώση της εξέλιξης τους ή συνειδητοποιώντας εξαρχής την πραγματική τους φύση, θα ξαναμπαίναμε στα σόσιαλ μίντια; Κι αν ναι, πόσο βαθιά; Κι αν όχι, είμαστε σίγουροι ότι θα μπορούσαμε να αντέξουμε το FOMO (Fear Of Missing Out, να ένα συναίσθημα που το 2008 δεν είχαμε κλείσει σε 4 λέξεις);
Το The Social Dilemma, το ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες και ήδη τρεντάρει ως #2 στο ελληνικό Netflix δεν απαντά σε αυτό. Γιατί, προφανώς, ο σκηνοθέτης του, Ρικ Ορλόβσκι, πιστεύει ότι δεν έχει νόημα να δίνουμε απαντήσεις σε υποθετικά ερωτήματα. Άλλωστε, τα σόσιαλ μίντια είναι μια πραγματικότητα. Οι περισσότεροι ζούμε (κι) εκεί μέσα. Το να ηθικολογούμε για την κατάργησή τους είναι σαν να εξετάζουμε το ενδεχόμενο επιστροφής στη ζωή πριν την τηλεόραση, τον προσωπικό υπολογιστή ή τα κινητά, έξυπνα και χαζά. Το να τα αντιμετωπίζουμε με τη μέγιστη κριτική διάθεση απαιτώντας να μπουν προσωπικοί αλλά και θεσμικοί φραγμοί στη χρήση και τη λειτουργία τους, αντίστοιχα, είναι το premise του ντοκιμαντέρ. Βασικοί του πρωταγωνιστές είναι εκείνοι που δημιούργησαν το «τέρας» (coders, designers, πάσης φύσεως tech γκουρού/venture καπιταλιστές) πρόσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους τεχνολογικούς γίγαντες της εποχής μας, όμως στην πορεία αποφάσισαν ότι δεν μπορούν άλλο να τους υπηρετούν (Facebook, Google, You Tube, Twitter, Instagram, Pinterest είναι μερικοί μόνο από τους εργοδότες στις «καρτες» του φιλμ).
Κεντρικό ρόλο, ας πούμε, παίζει ο Τριστάν Χάρις: πρακτική στην Apple/απόφοιτος του Στάνφορντ/δημιουργός του Apture, ενός startup πάνω στη διαδικτυακή αναζήτηση που τελικά εξαγοράστηκε από την Google κι εκείνος κατέληξε να δουλεύει πάνω στο Google Inbox. Σήμερα είναι «ό,τι κοντινότερο έχει η Silicon Valley σε συνείδηση», ο Πρόεδρος του Κέντρου Ανθρώπινης Τεχνολογίας (Centre of Humane Technology), ενός οργανισμού που προσπαθεί να βάλει όρια και να επιβάλλει τον «ηθικό σχεδιασμό». Θα τα καταφέρει; Η αποστολή του φαίνεται μάλλον δονκιχωτική, όταν δεν αντιμετωπίζεται καν το υπεράκτιο αφορολόγητο της Google ή του Facebook. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δε χρειάζεται να προσπαθήσει, με την ελπίδα ότι αυτό που θα μείνει θα είναι πιο συνειδητοποιημένοι χρήστες. «Υπάρχουν μόνο δύο βιομηχανίες που αποκαλούν τους πελάτες τους “χρήστες”, τα παράνομα ναρκωτικά και το λογισμικό», το συμπέρασμα του Έντουαρντ Ταφτ περνάει κάποια στιγμή ειρωνικά από την οθόνη μας.
Ο Ορλόβσκι διαχειρίζεται τις ομιλούσες κεφαλές του αποκλειστικά ως «συμμάχους». Οι πρωταγωνιστές του, φορώντας διαφορετικές εκδοχες από λυπημένες φατσούλες, εκστομίζουν μερικά «έφυγα λόγω ηθικών προβληματισμών»/«αυτά τα πράγματα τα απελευθερώνεις κι αποκτούν τη δική τους ζωή» /«δεν περιμέναμε αυτό που θα συμβεί» και καταλήγουν στο σαφές: Το Facebook ήταν υπέροχο στην αρχή όταν σου έδινε τη δυνατότητα να ξανσυνδεθείς με παλιούς συμμαθητές και να δεις που είναι σήμερα το κορίτσι ή το αγόρι σου από την τρίτη γυμνασίου ή, πολύ περισσότερο, είναι ακόμα υπέροχο όταν λειτουργεί ως κόμβος συνεννοήσης δωρητών οργάνων, εργαλείο συνάντησης χαμένων οικογενειών ή αδιαμεσολάβητης πληροφόρησης (σκεφτείτε π.χ. τι θα ξέραμε για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου αν είχαμε μείνει στα κανάλια). Όμως οι ίδιοι άνθρωποι που στην αρχή αισθάνονταν ότι συμμετείχαν σε μια κοσμογονία, γρήγορα πήραν θέσεις όπως «υπεύθυνος για την στρατηγική δημιουργίας εσόδων». Έπρεπε να είναι εκείνοι που θα φέρουν τα λεφτά. Έπρεπε να γίνουν εκείνοι που θα ενισχύσουν τον εθισμό. Αλήθεια είναι ότι δε μαθαίνουμε και πολλά για το τι σκέφτονταν όσο κινήθηκαν εν γνώση τους στην γκρίζα ζώνη (λύνοντας παράλληλα το πρόβλημα της ζωής τους) πριν αναβαπτιστούν σε good guys, όπως ο Τιμ Κένταλ που σήμερα μας πουλάει το app Moment – μια εφαρμογή που βοηθάει να αποτοξινωθούμε από τις οθόνες μας.
Η σημαντικότερη κριτική που ασκείται ήδη στο The Social Dilemma είναι ότι «δε μας λέει τίποτα καινούριο». Κι όμως η βασική αρχή της διαφήμισης που αποτελεί το μπετό πάνω στο οποίο θεμελιώθηκαν τα σόσιαλ μίντια, το περίφημο «αν δεν πληρώνεις για το προϊόν, είσαι το προϊόν» μπορεί να μοιάζει προφανής αλλά καθόλου μα καθόλου δεν είναι. Πόσο μάλλον «και στον τελευταίο χρήστη του Facebook» που καθημερινά ιδρώνει τη φανέλα στα σόσιαλ, είτε τερματίζοντας το Candy Crush είτε συμμετέχοντας σε ανώφελους καβγάδες. Είναι δείγμα ολέθριας αλαζονείας όσων έχουν τεχνολογικές δεξιότητες να υποτιμούν τον εκτεταμένο τεχνολογικό (και ειδικότερα σοσιαλμιντιακό) αναλφαβητισμό που δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των «ψεκασμένων». Κάθε φορά που σκάει ένα #10yrschallenge ή κάθε φορά που κάνουμε το κουίζ για να δούμε «ποια βρετανική μπάντα των 80s είμαστε», διευρύνουμε απλόχερα την παλέτα των δεδομένων που έχει στη διάθεσή του ο θείος Μαρκ Ζάκεμπεργκ. Κι αυτό γιατί είναι κακό; Μια διαδικτυακή ζωή άλλωστε την έχουμε. «Δεν πωλούνται τα δεδομένα μας, απλά προβλέπουν τις πράξεις μας», ακούγεται κάποια στιγμή στο φιλμ. Κάτι που μας φέρνει στην πιο σημαντική διάστασή του.
Ο Τζέιρον Λανίερ, με τα πελώρια dreadlocks και την λούτρινη φάτσα του, κλέβει εύκολα την παράσταση στο Social Dilemma. Συγγραφέας, συνθέτης, πρωτοπόρος στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας, όχι αναμάρτητος -αν υιοθετήσουμε τη λογική του ντοκιμαντέρ- μιας κι εργάζεται στην Microsoft Research. «Η σταδιακή κι ανεπαίσθητη αλλαγή στη συμπεριφορά και την αντίληψη ανθρώπων είναι το προϊόν. Το μοναδικό προϊόν. Αφού μόνο απ’ αυτό μπορούν να βγάλουν λεφτά. Αλλάζοντας τι κάνεις, πώς σκέφτεσαι, ποιος είσαι» είναι η ατάκα που αξίζει περισσότερο να κοιμηθούμε μαζί της. Γιατί όλα αυτά έχουν συμβεί.
Τα σόσιαλ μίντια άλλαξαν την επικοινωνία, την οικονομία, την ενημέρωση, την ιδιωτικότητα, την κοινωνία. Άλλαξαν το πως κάνουμε διακοπές, το πώς διασκεδάζουμε, το πώς φλερτάρουμε, το πώς κουτσομπολεύουμε. Εκτόξευσαν την ανασφάλεια, ρευστοποίησαν την ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση, παίζοντας ένα πολύ περίεργο παιχνίδι με την αυτογνωσία. Κατέστησαν τα πάντα εφήμερα, έκαναν την επικαιρότητα video game, σταδιακά χαλαρώνοντας το κριτήριο για το τι είναι σημαντικό και τι όχι. Μέχρι που και η αλήθεια έγινε ένα κόνσεπτ που πια έχει ξεπεραστεί από την εποχή μας. Στην αρχή «μας έδωσαν 15 λεπτά δημοσιότητας», στη συνέχεια «μας έκαναν διάσημους σε 15 ανθρώπους», τελικά «μας διαβεβαίωσαν ότι μπορούμε να ερμηνεύουμε τον κόσμο με βάση τις 15 στενότερες επαφές μας». Κυρίως, επέβαλλαν ολοκληρωτικά την “either/or” καταναλωτική λογική της απόφασης «θα το αγοράσω ή δε θα το αγοράσω». Ίσως εκεί πρέπει να ψάξουμε την αφετηρία της πόλωσης που είναι πια ο κανόνας σε οτιδήποτε και οπουδήποτε.
Δεν είναι κάποιο λουδίτικο ξέσπασμα όλο αυτό, αν και το παραδέχομαι ότι μοιάζει. Είναι μια απόπειρα περιγραφής μιας σταδιακής μετεξέλιξης, μάλλον αναμενόμενης – εμείς άλλωστε γράφουμε τώρα το social media manual που θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές (ή γράφεται πάνω μας, αν προτιμάτε). Ούτε είναι το The Social Dilemma ένα τεχνοφοβικό ντοκιμαντέρ, αν και φλερτάρει να κατηγορηθεί ως τέτοιο λόγω του δραματοποιημένου κομματιού του – μια «ταινία» που εξελίσσεται παράλληλα με το doc και μπροστά της οι ελληνικές βιντεοκασέτες των 80s μοιάζουν πολυεπίπεδα αριστουργήματα. Μην ξεχνάμε ασφαλώς ότι το παρακολουθούμε σε μια πλατφόρμα που κινείται απολύτως αλγοριθμικά και χειραγωγεί το συλλογικό κριτήριο ως το «μοντέρνο βίντεο κλαμπ». Απλά δε γίνεται «50 σχεδιαστές, κατά βάση λευκοί άνδρες ηλικίας 20-35 ετών, να επηρεάζουν τη συμπεριφορά 2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων». Πρέπει να είμαστε καλύτεροι απ’ αυτό…