Δεν υπάρχουν άχρηστες πληροφορίες. Ό,τι και να σας λένε. Δηλαδή, δεν υπάρχουν αδιάφορα ντοκιμαντέρ. Η streaming επανάσταση έχει οδηγήσει το είδος σε κάτι που μοιάζει με «χρυσή εποχή» του, μιας κι έχουν πολλαπλασιαστεί τα κανάλια για να διοχετεύσουν ακόμα και οι πιο niche δημιουργοί τη δουλειά τους. Ο κόσμος μας, παράλληλα, μοιάζει όλο και πιο πολύπλοκος (κι αν είναι τέτοια η περιόδος που ζούμε για να το πούμε αυτό), δημιουργώντας συνεχώς ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις. Η ραγδαία άνοδος του non-fiction στην εκδοτική παραγωγή και η ολό και μεγαλύτερη πληθώρα διαθέσιμων ντοκιμαντέρ το επιβεβαιώνουν.
Αν έχετε λοιπόν βρεθεί σε ένα μικρό σταυροδρόμι σχετικά με την επόμενη σειρά που θα στραγγίσει το binge watching σας (κάπως οξύμωρο δεν είναι ότι η καραντίνα τελικά δεν προσφέρεται για τέτοιο;), η στήλη έχει μερικές doc προτάσεις. Τώρα που τελειώσατε το Tiger King κι ενώ αναμένεται το λαϊκό προσκύνημα για το The Last Dance και τη ζωή του Μάικλ Τζόρνταν (19/4 στο ESPN, 20/4 διαθέσιμο στο Netflix)…
Το 2016, ο Άνταμ Κέρτις ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς ντοκιμαντερίστες από τα 80s κι έπειτα, επιχείρησε κάτι πολύ φιλόδοξο, σχεδόν αμετροεπές: Θεωρώντας ως έτος-μηδέν το 1975 και πόλεις-μηδέν τη Νέα Υόρκη (εκεί που τότε για πρώτη φορά εφαρμόστηκε στην πραξη η διοίκηση μιας πολιτείας από οικονομικούς παράγοντες) και τη Δαμασκό (όπου η στρατηγική του μπαμπά Ασάντ άλλαξε τα δεδομένα στις σχέσεις της Δύσης με τον αραβικό κόσμο), ύφανε ένα νήμα που (μοιάζει να) συμπεριλαμβάνει τα πάντα: τις διαδοχικές κρίσεις στη Μέση Ανατολή, την πτώση της «Σοβιετικής Αυτοκρατορίας», τους τεχνολογικούς ουτοπιστές που πίστεψαν ότι στο κυβερνοδιάστημα όλα θα ήταν αλλιώς, τους κυνικούς που τους προσγείωσαν και πάτησαν πόδι στον Παγκόσμιο Ιστό, τις θεωρίες συνωμοσίας που συντήρησαν οι μυστικές υπηρεσίες (απολαυστική η ιστορία με τον μύθο των UFOs στις ΗΠΑ), τον εκαστοτε Κακό που στόχευε το “War on Terror” (επίσης απολαυστικό το χρόνικό της σχέσης των Δυτικών με τον Μουαμάρ Γκαντάφι), το Prozac, τα σόσιαλ μίντια, την Τζέιν Φόντα, τον Ντόναλντ Τραμπ (το doc άλλωστε έκανε πρεμιέρα ένα μήνα πριν εκλεγεί).
Αν ένας βασικός κανόνας του καλού ντοκιμαντέρ είναι να μην προσπαθείς να μιλήσεις για όλα, αλλά να διαλέγεις τις σωστές γωνίες τους, ο Κέρτις τον καταστρατηγεί πλήρως και σε κάτι λιγότερο από τρεις ώρες καταφέρνει αυτό που τα ανοικονόμητα ντοκιμαντέρ του Netflix θα ήθελαν περισσότερες από 3 σεζόν. Να εξηγήσει πως φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση της μετα-πολιτικής, ενώ διηγείται παράλληλα την παγκόσμια ιστορία των τελευταών 40 χρόνων. Πιθανώς δεν αποφεύγει κάποιες υπεραπλουστεύσεις, πετυχαίνει με δεξιοτεχνικό τρόπο να μην ξεπερνά τη λεπτή γραμμή της συνωμοσιολογίας, με όπλα ένα υπνωτικό μοντάζ πλάνων από το αρχείο του BBC και το καταπραϋντικό του voice over, παραδίδει ένα πολύ απαιτητικό για τον θεατή ντοκιμαντέρ (θα πατήσετε πολλές φορές rewind, για να συγκρατήσετε τον όγκο πληροφορίας). Είναι απολύτως essential, όμως, όσο essential ήταν για να καταλάβουμε την κρίση του 2008 το Inside Job του Τσαρλς Φέργκιουσον.
Αν αναρωτιέστε για τον τίτλο, ανήκει στον ρώσο ανθρωπολόγο Αλεξέι Γιούρτσακ που επινόησε τον όρο «Υπερκανονικοποίηση» περιγράφοντας σε βιβλίο του για τις τελευταίες μέρες του κομμουνισμού στη Ρωσία. Τότε που λαός και αξιωματούχοι καταλάβαιναν ξεκάθαρα ότι το σύστημα έχει ρετάρει εντελώς, αλλά προσποιούνταν ότι δε συμβαίνει τίποτα. Εκεί δεν έσκασε ιός, αλλά αντιδραστήρας…
H ETA πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ως παρακλάδι μιας φοιτητικής οργάνωσης που αντιστεκόταν στη δικατορία του Φράνκο. Στην πορεία, ανέλαβε ένοπλη δράση κι από το 1968 μέχρι το 2010 σκοτώσε 829 ανθρώπους σε αναρίθμητες επιθέσεις – από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, όταν ακολούθησε την σκληρή στρατηγική της «κοινωνικοποίησης του πόνου», οι στόχοι της δεν ήταν μόνο αξιωματούχοι του ισπανικού κράτους αλλά κι απλοί πολίτες.
Ο βρετανός Τζάστιν Γουέμπστερ ξετυλίγει το κουβάρι των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στο μόνιμο αφοπλισμό της οργάνωσης που επισημοποιήθηκε το 2011 (η πλήρης διάλυσή της οριστικοποιήθηκε το 2018, ένα χρόνο αφότου είχε ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ). Το ντοκιμαντέρ βλέπεται ως ένα πολιτικό θρίλερ μυθοπλασίας, είναι τέτοιο το σασπένς παρότι ξέρεις την κατάληξη της ιστορίας. Ήταν τόσο λεπτές, άλλωστε, οι ισορροπίες των, αρχικά ανεπίσημων, διαπραγματεύσεων που ανατράπηκαν πολλές φορές από την καχυποψία και την αφερεγγυότητα όσων κάθονταν στο τραπέζι. Κεντρικές φιγούρες της αφήγησης, ένας σοσιαλιστής βουλευτής της τοπικής κυβέρνησης και ο ηγέτης του Batasuna, του πολιτικού βραχίωνα της οργάνωσης που εξιστορούν on camera πως, ρισκάροντας τις ζωές τους, έγιναν ο μοχλός που κίνησε την ιστορία.
Ένα από τα τελευταία volumes της σειράς 30 for 30 που άλλαξε μια για πάντα την έννοια του αθλητικού ντοκιμαντέρ καταπιάνεται με την πιο πληθωρική/εκκεντρική/εξωφρενική/you name it φιγούρα που πάτησε ποτέ στα γήπεδα του ΝΒΑ. Το θέμα με τον Ντένις Ρόντμαν είναι ότι το legacy του θα ήταν απλούστερο αν ήταν απλά ο τύπος που έβαφε τα μαλλιά του, φωτογραφιζόταν με νυφικά τσαλακώνοντας την straight εικόνα της λίγκας, τα φτιαχνε με την Madonna, παντρευόταν την Carmen Electra, πλήρωνε τα μισά του συμβόλαια σε πρόστιμα και είχε διαπιστωμένο πρόβλημα τουλάχιστον με το ποτό. Ο Ρόντμαν τα έκανε όλα αυτά, και πολλά περισσότερα, όμως ταυτόχρονα υπήρξε ίσως ο Καλύτερος Ριμπάουντερ στην ιστορία του αθλήματος, ο Καλύτερος Αμυντικός της δεκαετίας του ’90, κάποιος που κατά δήλωσή του όταν συνυπήρξαν στους Bulls «ήταν διασημότερος από τον Μάικλ Τζόρνταν».
Κι όμως, τελικά, όπως δείχνει αυτό το ντοκιμαντέρ η ιστορία του φωτίζει και τις δύο όψεις του αμερικάνικου ονείρου. Το παιδί που δε γνώρισε ποτε τον πατέρα του, ήθελε περισσότερο κι από λεφτά ή νίκες να του δίνουν σημασία, κάποτε – παρότι καταξιωμένος- έβαλε μια καραμπίνα στο στόμα του κι, από ένα σημείο και μετά, απλά αποφάσισε να μη δίνει δεκάρα. Μόνο ένας τέτοιος τύπος θα μπορούσε να προκαλέσει την ιστορική, απ’ όπου και να το δεις, συνάντηση Κιμ Γιονγκ Ουν – Ντόναλντ Τραμπ.
Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία κι έχουν γυριστεί ισάριθμα ντοκιμαντέρ για την έκρηξη του acid house στη Μεγάλη Βρετανία. Για τη γέννηση της σύγχρονης κουλτούρας της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, μέσα από τα κοινωνικά ερείπια του Θατσερισμού και την εμφάνιση του ecstasy. Τι είναι καινούριο στο doc του φημισμένου visual artist Τζέρεμι Ντέλλερ; Ο τρόπος αφήγησης.
Ο Ντέλλερ δεν έστησε κάτι κουρασμένους ravers μπροστά στην κάμερα να μιλάνε για τα tripια μεγαλεία της νιότης τους, αλλά παρουσίασε την ιστορία της εποχής μέσα από πλάνα αρχείου της τηλεόρασης των 80s σε σημερινούς μαθητές ηλικίας 16-18 ετών, αριστούχους στο μάθημα της πολιτικής επιστήμης. Κι έχει πραγματικό ενδιαφέρον να βλέπει κανείς τις αντιδράσεις τους στο έξαλλο παρελθόν των σημερινών boomers που θα μπορούσαν να είναι οι γονείς τους. Πέραν του ευρήματος, βέβαια, το Everybody in the Place είναι και μια μαρτυρία για τις σεισμικές κοινωνικές αλλαγές της εποχής. Όπως και μια παρέλαση κουρεμάτων, ντυσιμάτων και στιγμιοτύπων από κλαμπ που όλοι έχουμε δει να ντύνουν κάποιο ρεπορτάζ του Αργύρη Ντινόπουλου για το δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1…
Κι όμως την ίδια εποχή, τέλη 80s – αρχές 90s, στην κεντρική Ευρώπη εκατοντάδες νέοι άνθρωποι έμπαιναν σε ένα αυτοκίνητο σε κάποια πόλη της Ολλανδίας, της Γερμανίας ή στις Βρυξέλλες, κοιμόντουσαν εναλλάξ αλλάζοντας βάρδιες στο τιμόνι, έκαναν ντους στα γρήγορα σε βενζινάδικα, κι όλα αυτά με προορισμό κλαμπ που είχαν ονόματα όπως Boccaccio, Balmoral, Extreme κι At the Villa, στις εθνικές οδούς της περιοχής της Φλάνδρας – έξω από πόλεις όπως η Γάνδη, το Λόκερεν και η Αμβέρσα. Ήταν η περίοδος που άκμασε το λέγόμενο New Beat, κάνοντας το Βέλγιο χώρα-κλειδί στην εξάπλωση της ηλεκτρονικής σκηνής.
Το φιλμ του Ζοζέφ Ντεβίλ δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή μιας, συχνά παρεξηγημένης ως αδιάφορης, χώρας. Μιλάει, ίσως αρκετά, για την βέλγικη παράδοση των ντισκοτέκ κι εκεί που κάνει τη διαφορά είναι στο ότι δεν εστιάζει π.χ. σε μέλη συγκροτημάτων όπως οι Front 242 (που έρχονται αυτόματα στο μυαλό ως «ο ήχος του Βελγίου»), αλλά σε όλους αυτούς τους DJs/promoters/ιδιοκτήτες κλαμπ-labels που έστησαν μια σκηνή από το πουθενά, έπιασαν για λίγο την καλή και μετά (όταν πια για κάθε Age of Love υπήρχαν και οι 2 Unlimited) επέστρεψαν στην σχετική αφάνεια. Με την εξαίρεση του σεβάσμιου γέροντα (πια) Ρενάατ Βαντεπαπελιέρ που έστησε την θρυλική R&S Records…
Απέφυγα στις παραπάνω επιλογές τις docu series, αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω το Hip Hop Evolution που πριν λίγο καιρό έκανε διαθέσιμη την τέταρτή του σεζόν στο Netflix. Ομολογώ ότι το σνόμπαρα στην αρχή, θεωρώντας ότι θα πει ξανά μια χιλιοειπωμένη ιστορία, αυτήν της γέννησης του «CNN των μαύρων» όπως χαρακτήρισε κάποτε το είδος ο Chuck D των Public Enemy. Καμία σχέση. Η καναδέζικη σειρά είναι ότι πιο πληρές έχει γίνει πάνω στην rap κουλτούρα, ξεκινώντας από τα crews των 70s (τα επεισόδια που δείχνουν τι προηγήθηκε του “Rappers Delight” και του “The Message” είναι εντελώς συναρπαστικά) και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Η δε επιλογή των δημιουργών να διηγηθούν την ιστορία περισσότερο τοπικά απ’ ότι χρονικά, εμβαθύνοντας στις local σκηνές και των δύο ακτών κάνει το σόου να λειτουργεί και ως ταξιδιωτικό ημερολόγιο. Επίσης, κι εντελώς, essential.