Η Κιάρα Γκουίντι θέλει να μάθει στα παιδιά να φοβούνται

Μπορεί με τους ήχους που παράγει μια φωνή στο θέατρο ο θεατής, ακόμα και έχοντας κλειστά τα μάτια, να βλέπει χρώματα, μορφές και αντικείμενα; Είναι κάτι που πιστεύει ακράδαντα η Κιάρα Γκουίντι, η γνωστή Iταλίδα σκηνοθέτιδα, ηθοποιός και ερευνήτρια,  που μαζί με τον Ρομέο Καστελούτσι και την  αδελφή του Κλαούντια Καστελούτσι συνιδρύουν, το 1981, την Societas Raffaelo Sanziο. Δίνοντας έμφαση σε ένα θέατρο σωματικό, όπου κυριαρχεί το εικαστικό στοιχείο, οι παραστάσεις τους αμέσως προκάλεσαν μια μικρή επανάσταση στη διεθνή σκηνή. Ειδικά όμως η Γκουίντι, που αυτές τις μέρες βρίσκεται στην Αθήνα για την πραγματοποίηση του διήμερου εργαστηρίου “Μεταξύ παιδικής ηλικίας και ανθρώπινης φωνής. Αχ, καημένε μου ηθοποιέ!” ( θέατρο Πόρτα),  ένα εργαστήρι- δώρο στην Ελλάδα, για το οποίο δεν δέχεται αμοιβή, η ανθρώπινη φωνή υπήρξε ένα αστείρευτο πεδίο έμπνευσης και έρευνας. Πρέπει να τονιστεί ωστόσο ότι δεν μελέτησε μόνο μέχρι εξαντλήσεως τη δύναμη και τα όρια τού ήχου που παράγει η φωνή. Ερεύνησε και το θέατρο για το παιδί, δημιουργώντας παραστάσεις ορόσημα. Πάντοτε η παιδικότητα υπήρχε στο κέντρο των αναζητήσεων της Societas Raffaelo Sanziο. «Για μένα είναι  ζωτικό να παίξω μπροστά σε ένα παιδί για να εκθέσω ατόφια την ανάγκη μου να κάνω θέατρο. Γιατί να το κάνω; Γιατί να το ανεβάσω στη σκηνή; Γιατί να φορέσω ένα κοστούμι; Τα μάτια των παιδιών είναι σαν τη φωτιά: με καίνε και με απογυμνώνουν», αποκαλύπτει στην Popaganda.

Η έρευνά σας για τη φωνή ξεκίνησε από κάποιο ερώτημα; Ναι: Γιατί η φωνή του ηθοποιού δεν διέπεται από την ίδια φυσική ενσυναίσθηση με αυτήν που χαρακτηρίζει το σώμα ενός χορευτή;

Σε ποιο συμπέρασμα εντέλει οδηγηθήκατε; Για μένα η φωνή είναι ένα κινούμενο σώμα που, πριν ακόμη προφέρει τις λέξεις, λειτουργεί και ενεργεί μέσα από ήχους, φθόγγους, τονικά ύψη και ένταση. Η φωνή ηχεί καθεαυτής. Η φωνή «μιλάει» και εκφέρει «γλώσσα». Με τον ήχο της ανοίγει ένα κενό στην αφήγηση, υπογραμμίζει, μεταμορφώνει τη λέξη και ταυτόχρονα μεταμορφώνεται και η ίδια από εκείνη. Φωνή και λέξη συνδιαμορφώνουν από κοινού την ταυτότητά τους.

Ενας ηθοποιός τι πρέπει να γνωρίζει πρωτίστως για τη φωνή του; Είναι θεμελιώδες για έναν ηθοποιό να γνωρίζει την ίδια του τη φωνή, πριν ακόμη μάθει τα λόγια που θα εκφωνήσει. Ζητώ από τη φωνή να είναι αυθόρμητη, απαραίτητη και αποτελεσματική. Δεν με ενδιαφέρει η έρευνα για τον ήχο της φωνής ως αυτοσκοπός. Όμως, χάρη στις κινήσεις που επιτελεί, άλλοτε ψηλά, άλλοτε βαθιά, άλλοτε υπόκωφα, ψιθυριστά, γρήγορα ή αργά, η φωνή παράγει ενέργεια. Το κείμενο ανοίγει, δημιουργεί ένα κενό εντός του οποίου μπορούμε να κατέλθουμε. Για χρόνια αναζητώ στη φωνή το στοιχείο που αψηφά το νόημα. Ωστόσο, μόνο μέσα από αυτό ίσως κατορθώσω να κατακτήσω μία  δραματική πρακτική, η οποία να αμφισβητεί τη συμβατική τεχνική του θεάτρου.

 Η έρευνα σάς οδήγησε και σε μία νέα σύλληψη για τη φωνή στις παράστασεις για παιδιά; Είναι σαφές ότι ο όρος φωνή δεν περικλείει μόνο τον εκπορευόμενο από το σώμα μου ήχο. Ενυπάρχει στη φωνή μία δυνητική παρουσία. Κάθε αντικείμενο έχει μια φωνή. Στο σημείο αυτό αισθάνομαι ιδιαίτερη εγγύτητα με τα παιδιά και την ανιμιστική  θεώρησή τους πάνω στην  πραγματικότητα. Όταν τα πόδια μου βαδίζουν πάνω στη σκηνή και τα σανίδια τρίζουν, το τρίξιμο αυτό είναι επίσης μία φωνή πολύ κοντά στη δική μου. Πρέπει να συντονιστούμε. Για να παίξω καλά χρειάζομαι ακόμα και τις φωνές που κρύβονται γύρω μου. Πρέπει να τις ακούσω για να δημιουργήσω τον χώρο που θα μού επιτρέψει να παίξω.

Ποια είναι, ή ποια θα έπρεπε να είναι τα κύρια συστατικά μιας παράστασης που απευθύνεται σε παιδιά; Δεν έχω κανένα a priori κανόνα, βάσει του οποίου θα κτίσω μια παράσταση και, ίσως, προτιμώ τη φάση του σχεδιασμού και της δημιουργικής διαδικασίας σε σχέση με την τελική και οριστική παράσταση. Ενοράσεις, απόπειρες, αμφιβολίες… είναι η βάση της έρευνάς μου και, στο τέλος, τα παιδιά έρχονται για να υπονομεύσουν την όλη σύνθεση. Δεν δημιουργώ παραστάσεις για να ψυχαγωγήσω τα παιδιά.

Δηλαδή; Τα παιδιά θα πρέπει να τα ξεχάσουμε. Πρέπει να τα ξεχάσουμε, για να τα ανακαλύψουμε στη συνέχεια. Το θέατρο έχει ανάγκη την παιδική ηλικία. Έχει ανάγκη την ικανότητά του να ρωτάει πριν ακόμη κατακτήσει τη γλώσσα και να θέτει το χάος των ερωτημάτων σε κίνηση. Ναι, αυτό το χρειάζομαι! Είναι για μένα ζωτικό να παίξω μπροστά σε ένα παιδί για να εκθέσω ατόφια την ανάγκη μου να κάνω θέατρο. Γιατί να το κάνω; Γιατί να το ανεβάσω στη σκηνή; Γιατί να φορέσω ένα κοστούμι; Τα μάτια των παιδιών είναι σαν τη φωτιά: με καίνε και με απογυμνώνουν.

 Ποια είναι τα κύρια λάθη τα οποία συνήθως επαναλαμβάνονται στις παδικές παραστάσεις; Δεν πιστεύω ότι το παιδί έχει ανάγκη την τέχνη, δεν τη ζητάει. Δε λέει: «Μαμά θέλω τέχνη, μου τη δίνεις;». Η φυσική ανάγκη των παιδιών, όσον αφορά την έκφραση, είναι να παίζουν και να μιλάνε. Έτσι η τέχνη είναι κυρίως ο τρόπος που έχουν οι ενήλικοι για να τους παράσχουν τη δυνατότητα να δουν έναν άλλο κόσμο, μια άλλη πιθανή οπτική του κόσμου. Πιστεύω ότι το θέατρο έχει ανάγκη τα παιδιά, γιατί μέσω αυτών μπορούμε να βουτήξουμε στο κενό εκείνο που δημιουργεί η φαντασία του παιχνιδιού, δοκιμάζοντας τη «γλώσσα». Τα παιδιά είναι για εμάς ένα μυστήριο. Εμείς δεν είμαστε αυτά. Δεν μπορούμε πια να είμαστε. Δεν μπορούμε να τα γεμίσουμε με εμάς. Μπορούμε να τα προσκαλέσουμε σε ένα κατάλληλα παρασκευασμένο σημείο και εκεί, όπως στο σπίτι της μάγισσας, να τα ακούσουμε και να κλέψουμε λίγα από τα μυστικά τους. Λίγη από τη φλόγα τους!

Γιατί αποφασίσατε να εστιάσετε στους παιδικούς φόβους; Ποια είναι η τεχνική διασύνδεσής τους με τα γνωστά παραμύθια ή τους μύθους (Χάνσελ και Γκρέτελ, Μύθοι του Αισώπου, Αθλοι του Ηρακλή) που επεξεγάζεστε και ανεβάζετε; Ξαναγράφετε η ίδια τα παραμύθια αυτά από την αρχή; Οι φόβοι των παιδιών είναι, στην πραγματικότητα, οι φόβοι του ανθρώπου από την απαρχή του κόσμου: ο φόβος του θανάτου, της εγκατάλειψης, της πείνας… Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειάζομαι την τέχνη του παραμυθιού. Αντιμέτωπα με τον φόβο, τα παιδιά προσέρχονται συνήθως  συνοδευόμενα και καθοδηγούμενα από κάποιον ενήλικο. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι ο φόβος των ενηλίκων εμποδίζει το παιδί να κάνει αυτό το πρωταρχικό ταξίδι, το τόσο απαραίτητο για να αντιμετωπίσει τη ζωή και το πεπρωμένο. Πολύ συχνά στις παραστάσεις για τα παιδιά η ενήλικη παρέμβαση αντισταθμίζει τους φόβους, προσδίδοντάς τους τη μορφή εκφραστικών στερεοτύπων, που πάντα σπρώχνουν όπισθεν ολοταχώς στον κόσμο των ενηλίκων. Εγώ, απεναντίας, έχω εμπιστοσύνη στην κουλτούρα των παιδιών και στη φυσική ποιητική τους φαντασία που με επανασυνδέει με τη ζωή.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αυτήν την περίοδο; Δεν είναι κάτι ασύνδετο απ’την απόφασή σας να προσφέρετε δωρεάν το διήμερο εργαστήρι σας. Είναι ένα πολύ σύνθετο ζήτημα που μού προκαλεί βαθύ προβληματισμό. Δεν μπορώ να προσεγγίσω επαρκώς την πολυπλοκότητα του ζητήματος μέσα σε μία απάντηση. Νομίζω, ωστόσο, ότι κάθε αισθητική πράξη, όταν είναι γνήσια και αναγκαία, δύναται να δημιουργήσει μια πολιτική και ηθική σκέψη. Για παράδειγμα, το θέατρο για παιδιά έχει το ίδιο σοβαρή ευθύνη. Τα παιδιά δεν διαθέτουν πνεύμα ικανό να πατάξει την πολιτιστική παρακμή. Μπορούν όμως πολύ εύκολα να απορροφήσουν κάθε σκέψη και ιδέα. Τα παιδιά αποτελούν τα πρώτα θύματα της γλώσσας της διαφήμισης. Και η πρώτιστη αποστολή της διαφήμισης είναι να διεγείρει τις επιθυμίες και τους φόβους των ενηλίκων. Η φωνή μας στο θέατρο, μπορεί να θεριέψει και να μετατραπεί στη βροντερή φωνή του Μπαμπούλα που θα υψωθεί και θα τραντάξει συθέμελα τον κόσμο. Όμως παρατηρούμε ότι ακόμη και ο Μπαμπούλας, με τη μεσολάβηση των μέσων, γλυκαίνει και μαλακώνει και μαζί του εξουδετερώνεται και η δύναμη της δικής μας φωνής. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τρόπος με τον οποίον τοποθετώ στη σκηνή το παραμύθι, και το αχνό φωτάκι που ο ήρωας του παραμυθιού φέρνει στην πόρτα του σπιτιού της φρικτής μάγισσας, με κάνουν να επαναπροσδιορίζω τη δική μου συμμετοχή ως πολίτη του τόπου και της εποχής μου.

Info:Η Κιάρα Γουίντι πραγματοποίησε εχτές διάλεξη και συζήτηση στο Θέατρο Πόρτα, με την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Θωμά Μοσχόπουλο και συντονίστρια την Δηώ Καγγελάρη. Σήμερα και αύριο πραγματοποιεί εργαστήρι  με θέμα  “Μεταξύ παιδικής ηλικίας και ανθρώπινης φωνής. Αχ, καημένε μου ηθοποιέ!” (θέατρο Πόρτα ).
Παράλληλα με το θέατρο έχει εργαστεί στο μουσικό θέατρο και στη διδασκαλία των παιδιών. Από το 1995 μέχρι το 1998 διηύθυνε τη βραβευμένη Πειραματική Σχολή του Θεάτρου. Τα τελευταία χρόνια έχει συνεργαστεί στενά με μουσικούς όπως ο Scott Gibbons, ο Blixa Bargeld, ο ΑlexanderBalanescu και ο TEHO Teardo.
Η Κιάρα Γκουίντι βρίσκεται στην Ελλάδα προσκεκλημένη από το ερευνητικό πρόγραμμα ARCH -Αρχειακή Ερευνα και Πολιτιστική Κληρονομιά.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη