Ένα μέρος του παρόντος κειμένου αποτελεί, ως έναν βαθμό, προϊόν διαίσθησης και υποθέσεων βασισμένων σε συγκλίνουσες πληροφορίες, αντλημένες από τις κριτικές που ακολούθησαν την προβολή του The End of the Tour στο Sundance και τα άλλα φεστιβάλ στα οποία συνήθως περιοδεύει μια αξιόλογη ταινία του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου προτού διανεμηθεί και προβληθεί σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών – τουλάχιστον σε σχέση με τα μπλοκμπάστερ. Καθώς λοιπόν η επίσημη ημερομηνία προβολής της ταινίας στην Αμερική είναι η 31η Ιουλίου –δεν έχει οριστεί ακόμη η αντίστοιχη ημερομηνία προβολής της στην Ελλάδα– και καθώς τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές το πρώτο αποτέλεσμα που προσφέρει o λοβοτομημένος αλγόριθμος της σελίδας του kickasstorrents όταν πληκτρολογώ τις λέξεις the end of the tour είναι το torrent του βίντεο που συνοδεύεται με την επικολυρική περιγραφή «Sex Tourist Gets A Nude Massage With Happy Ending From An Asian», από τη στιγμή που το θέμα του άρθρου μου είναι σε γενικές γραμμές το Although οf Course You End Up Becoming Yourself, το βιβλίο του Ντέιβιντ Λίπσκι στο οποίο έχει βασιστεί η ταινία The End of the Tour του Τζέιμς Πόνσολντ, δεν έχω άλλη επιλογή πέρα από το να δεχτώ καλή τη πίστει ως αξιόπιστες τις κριτικές που έχουν δημοσιευτεί μέχρι στιγμής. Και είμαι υποχρεωμένος να ενσωματώσω στο κείμενό μου τα όποια διαθέσιμα στοιχεία για την ταινία –τις κριτικές, τις συνεντεύξεις των συντελεστών, το τρέιλερ που έχει δοθεί στη δημοσιότητα– διότι θα ήταν μάλλον άστοχο να περιγράψω το βιβλίο χωρίς να αναφερθώ σε αυτή, μιας και αναφύονται θέματα από τα χάσματα που (καθώς φαίνεται) χωρίζουν την ταινία από το βιβλίο, θέματα ποικίλα, ενδιαφέροντα, και που δεν περιορίζονται απλώς σε ζητήματα αισθητικών ή φιλοσοφικών στοχασμών πάνω στη μεταφορά ενός κειμένου στη μεγάλη οθόνη.
Στο σχεδόν κατανυκτικά συγκινητικό κλίμα των μηνών που ακολούθησαν την αυτοκτονία του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στο σπίτι του στο Κλερμόντ στις 12 Σεπτεμβρίου του 2008, τα κείμενα των Ντέιβιντ Λίπσκι και Ντ. Τ. Μαξ που δημοσιεύτηκαν στο Rolling Stone και το New Yorker αντίστοιχα, προσέφεραν στους συγκλονισμένους αναγνώστες κάθε άλλο παρά ανακουφιστικές απαντήσεις στα γεμάτα περιέργεια και στα εξωθημένα από παράπονο ερωτήματα που ανέκυψαν υπό την επήρεια του μεταθανάτιου σοκ για τον αδόκητο χαμό του αγαπημένου τους συγγραφέα. Τα άρθρα «The Lost Years and Last Days of David Foster Wallace» και «The Unfinished» των δυο συγγραφέων και δημοσιογράφων δεν ήταν συγκαλυμμένα απολογητικές ανασκοπήσεις της καριέρας του συγγραφέα όπως το κείμενο της Michiko Kakutani στους New York Times δυο μέρες μετά τον θάνατό του, όπου η συντηρητική κριτικός έμοιαζε να σκύβει στο φέρετρο του νεκρού συγγραφέα αποδίδοντας στο πρόσωπό του τα σέβη και τις τιμές που του ‘χε αρνηθεί όσο βρισκόταν εν ζωή, ούσα υπέρ το δέον αυστηρή ακόμη και με το Infinite Jest, ούτε θύμιζαν συγκινημένες αγιογραφίες από νεαρούς κριτικούς ή δημοσιογράφους με συγγραφικές φιλοδοξίες που είχαν αρχίσει ήδη να φαντασιώνονται τον εαυτό τους ως τον εκλεκτό κληρονόμο των πατενταρισμένων τεχνικών του DFW. Αντιθέτως, ήταν δυο διεισδυτικά και επαρκώς πληροφορημένα κείμενα που κατάφεραν να φωτίσουν τα αποπνικτικά αδιέξοδα στα οποία προσέκρουσε ο Γουάλας, πρώτα στα νεανικά του χρόνια και έπειτα στους τελευταίους μήνες της ζωής του όταν και αποφάσισε να διακόψει τη λήψη του Nardil, του ξεπερασμένου από την επιστήμη αντικαταθλιπτικού φαρμάκου που λάμβανε επί εικοσαετία, και το οποίο, πάντως, όπως αποδείχθηκε, ήταν αυτό που τον κρατούσε στη ζωή. Κατάφεραν επίσης να εγγράψουν το συνολικό έργο του στα πολιτισμικά περικείμενα της εποχής του, μιας εποχής που ελάχιστοι συγγραφείς κατανόησαν σε τέτοιο ιλιγγιώδες βάθος όπως ο Ντ. Φ. Γουάλας. Διόλου τυχαία, τόσο ο Λίπσκι όσο και ο Μαξ εξέδωσαν τα δυο πιο διαβασμένα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Γουάλας μέχρι σήμερα: ο πρώτος το Although of Course You End Up Becoming Yourself, για το οποίο θα μιλήσω εκτενέστερα παρακάτω, ο δεύτερος τη μοναδική μέχρι στιγμής βιογραφία του συγγραφέα με τίτλο Every Love Story is a Ghost Story: The Life of David Foster Wallace, ένα άνισο βιβλίο που ενώ στην αρχή ενθουσιάζει τον αναγνώστη με τη ζωηρόχρωμη και πολυεστιακή αφήγηση της ζωής και των έργων του συγγραφέα έως και τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του Infinite Jest, στο τέλος τον απογοητεύει με την ελλιπή και δημοσιογραφικά άνευρη αποτύπωση των ύστατων χρόνων.
Χρειάζεται κανείς πολλές σελίδες, τόμους ολόκληρους για να αναλύσει αξιοπρεπώς τις καινοτομίες που εισήγαγε ο Ντ. Φ. Γουάλας στη λογοτεχνία όπως αυτή γράφεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Ο Γουάλας πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, σε μια εποχή στην οποία η αμερικανική λογοτεχνία φαινόταν να είχε στερέψει από ιδέες, με τον βρώμικο ρεαλισμό των 70’ς-80’ς και τον Brat Pack μινιμαλισμό της ίδιας δεκαετίας να έχουν περιορίσει σημαντικά τα εργαλεία και, κυρίως, το μέγεθος του οράματος των νεαρών συγγραφέων που επιχειρούσαν τις πρώτες τους συγγραφικές απόπειρες. Η εποχή ήταν πιο περίπλοκη από ποτέ και η τηλεόραση είχε στεφθεί αυτοκράτειρα ενός κόσμου που όσες περισσότερες πληροφορίες παρήγαγε τόσες περισσότερες γέφυρες γκρέμιζε ταυτόχρονα ανάμεσα στο απτό και το τεχνητό, το αληθινό και το πλασματικό. Αυτό τον ολοένα διαστελλόμενο κόσμο που ξεχείλιζε ειρωνεία, ο Γουάλας, ήδη από το ντεμπούτο του The Broom of the System, επιχείρησε να τον αποδώσει στις πραγματικές του διαστάσεις, επαναφέροντας στο λογοτεχνικό προσκήνιο τις μαξιμαλιστικές τεχνικές των μεταμοντέρνων γιγάντων που εμφανίστηκαν στα 60’ς και 70’ς, των Πίντσον, ΝτεΛίλο, Κούβερ, Γκας, Μπαρθ και των μοντερνιστών τιτάνων που είχαν προηγηθεί, κατά κύριο λόγο των Τζόυς και Φώκνερ. Και όσο ο Γουάλας ωρίμαζε συγγραφικά και καλλιεργούσε υπομονετικά τον συναισθηματικά νοήμονα τόνο που ταίριαζε στις ιδιοφυείς του ιδέες, σε φιλοσοφικό-προγραμματικό επίπεδο ανανέωνε τα πορίσματα του υπαρξισμού στη λογοτεχνική εκδοχή του, προτάσσοντας την ειλικρίνεια αντί της αυτονομίας του εαυτού ως το πρωταρχικό ζητούμενο της υπαρξιακής αναζήτησης και συνάμα ως το αποτελεσματικότερο αντίδοτο για την επιδημία της ειρωνείας, του πολιτισμικού καρκίνου που άλωνε τα τελευταία υγιή προπύργια της ανθρώπινης εμπειρίας. Την ειλικρίνεια που προϋποθέτει την αλληλεπίδραση με τον Άλλον, την προσπάθεια υπέρβασης των εμποδίων που ορθώνει ο εαυτός· την ειλικρίνεια που χρησιμεύει ως χάρτης για την πλοήγηση στον παραπλανητικό και παραχαραγμένο από την τεχνολογία κόσμο μας. Και το γενναίο εγχείρημα του Γουάλας, που κορυφώθηκε στο χιλιοσέλιδο έπος του, Infinite Jest, πραγματώθηκε μέσα από μια υπέρ-αναλυτική, υπέρ-περιγραφική, εν τέλει ολοκληρωτική γλώσσα, που αποτύπωσε και τα αφανή προφανή θαύματα της καθημερινότητας αλλά και τους υπόκωφους κραδασμούς της πιο ταλαιπωρημένης και ευαίσθητης ψυχής. Μια γλώσσα που ταιριάζει όχι σε μυθοπλαστικές καρικατούρες που έχουν σμιλευτεί με αρχές και κανόνες άλλων δεκαετιών ή αιώνων, αλλά στους χαρακτήρες του σήμερα: τους υποτιμημένους ανθρώπους της διπλανής πόρτας που δεν στερούνται αυτοσυνείδησης, τους υπαλλήλους που μισοκοιμούνται εργαζόμενοι στα φωτισμένα γραφεία του τελευταίου ορόφου ενός κτιρίου που κατά το υπόλοιπο μέρος του έχει βυθιστεί στο σκοτάδι· τους ανθρώπους που έχουν επίγνωση των αδυναμιών και των ατελειών τους, των κριμάτων και των γελοιοτήτων τους· τους ανθρώπους που φαντάζουν παγιδευμένοι εσαεί σ’ έναν σπειροειδή κύκλο επίγνωσης πάνω στην επίγνωση των ίδιων τους των αντοχών και των κινδύνων του εαυτού τους.
Το όραμα του Γουάλας υπήρξε τόσο ριζοσπαστικό, τόσο εμπνευσμένο, ώστε να μην υπάρχει σήμερα ταλαντούχος Αμερικανός συγγραφέας κάτω των 40 ετών, από τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ έως τον Άνταμ Λέβιν και τον Τζόσουα Κοέν, που να μην έχει ασπαστεί, περισσότερο ή λιγότερο, τις προγραμματικές του αρχές. Και είναι το corpus του Γουάλας, σε συνδυασμό με την πληθωρική, κβαντική προσωπικότητα και το μυθιστορηματικό του τέλος, που ενέπνευσε τους συνομήλικους ομοτέχνους του, Τζόναθαν Φράνζεν και Τζέφρι Ευγενίδη, να φτάσουν στο σημείο να πλάσουν τους πρωταγωνιστές στα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά τους με μοντέλο τον αυτόχειρα συνάδελφό τους. Πράγματι, ο Λέοναρντ Μπάνκχεντ από το Σενάριο Γάμου του Ευγενίδη και ο Ρίτσαρντ Κατζ από την Ελευθερία του Φράνζεν, διαθέτουν πολλά στοιχεία από τον πραγματικό Ντ. Φ. Γουάλας –τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω: το κουσούρι να μασουλάει καπνό και να φτύνει τα υπολείμματα σε ένα τενεκεδάκι, την κατάθλιψη από την οποία έπασχε, τις υπερβολικά μεγάλες φιλοδοξίες του, τα γλωσσικά τικ και το εκρηκτικό χαρμάνι στωικής ψυχραιμίας και ασίγαστων νευρώσεων που κανοναρχούσε τον αντιφατικό του χαρακτήρα– τόσα ώστε ένας από τους πιο διακεκριμένους μελετητές του Γουάλας, ο Στίβεν Τζ. Μπερν, να μιλήσει στην αναθεωρημένη επανέκδοση του εξαιρετικού του βιβλίου David Foster Wallace’s Infinite Jest: A Reader’s Guide για ένα νέο λογοτεχνικό υποείδος που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, το επονομαζόμενο «post-Wallace novel» (στην κατηγορία αυτή ανήκει και το Generosity του Ρίτσαρντ Πάουερς όπως και άλλα βιβλία), το οποίο περιλαμβάνει χαρακτήρες πλασμένους από στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως ή εμμέσως στον DFW.
Τελευταία προσθήκη στο άτυπο υποείδος, ο Γουίλιαμ Χάμιλτον-Σουίνι, ο αεικίνητος καταραμένος ζωγράφος και πρώην τραγουδιστής ενός θρυλικού πανκ συγκροτήματος ο οποίος φέρει το ψευδώνυμο Billy Three-Sticks, στο City on Fire του Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ, όχι άλλο ένα «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα», αλλά ένα Πραγματικά Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα χωρίς εισαγωγικά, που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο στην Αμερική και του οποίου το advance copy είχα την τύχη να διαβάσω αρκετό καιρό πριν. Μπορεί σ’ αυτό το βιβλίο ο Γουίλιαμ να μην θυμίζει φυσιογνωμικά τον Γουάλας, μπορεί να μην πάσχει από κατάθλιψη και να μην φοράει μπαντάνα, ωστόσο η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά (ο Γουάλας υπήρξε χρήστης για κάποια χρόνια) και, κυρίως, η ασίγαστη πίστη του στην ευλογημένη κατάρα που είναι η άνευ όρων αφοσίωση στον υπέρτατο καλλιτεχνικό σκοπό, υπαινίσσονται σταδιακά μια μακρινή σύνδεση με τον Γουάλας, η οποία θα φανεί πιο καθαρά στο 26σέλιδο πανκ-ροκ fanzine (ένα από τα ιντερλούδια του βιβλίου), το οποίο εκδίδει η Σαμ, από τις κεντρικές ηρωίδες στο μυθιστόρημα του Χάλμπεργκ.
Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι η επιλογή του Ντέιβιντ Λίπσκι να ακολουθήσει για λογαριασμό του Rolling Stone τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στο τελευταίο σκέλος της περιοδείας του για την προώθηση του Infinite Jest, υπήρξε κάθε άλλο παρά τυχαία. Η κυκλοφορία του IJ προκάλεσε απανωτούς σεισμούς στα λογοτεχνικά κέντρα και απόκεντρα της Αμερικής, ο κοινός παρονομαστής των αρχικών κριτικών που γράφτηκαν για το βιβλίο, ανεξάρτητα από το αν ήταν εγκωμιαστικές ή εξέφραζαν επιφυλάξεις, ήταν το δέος για το βεληνεκές του επιτεύγματος του Γουάλας, ενώ επίσης στις ουρές για μια υπογραφή στις κατά τόπους παρουσιάσεις του βιβλίου στοιχίζονταν celebrities σαν τον Ίθαν Χωκ, τον Ντέιβιντ Ντουκόβνι και την Ελίζαμπεθ Βούρτζελ του Prozac Nation (με την οποία εικάζεται ότι ο Γουάλας ανέπτυξε ειδύλλιο για ένα φεγγάρι). Ο Γουάλας υπήρξε ίσως ο πιο περιζήτητος αμερικανός συγγραφέας για το 1996. Και ο Λίπσκι άδραξε την ευκαιρία που παρουσιάστηκε μπροστά του, μολονότι στο τέλος το θέμα που θα προέκυπτε από την πενθήμερη περιπλάνησή τους στις μεσοδυτικές πολιτείες δεν δημοσιεύτηκε ποτέ από το Rolling Stone, άγνωστο για ποιο λόγο.
Το Although of Course You End Up Becoming Yourself είναι στην ουσία το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο μιας ασυνήθιστα εκτεταμένης συνέντευξης. Για τον αναγνώστη που δεν έχει διαβάσει κάποιο έργο του Γουάλας ή που κάπου, κάποτε, έπεσε πάνω σε κάποιο από τα δημοσιογραφικά του κείμενα αποκομίζοντας έτσι μια γενική και αόριστη ιδέα για τον τρόπο σκέψης και το στιλ γραφής του, η εν λόγω συνέντευξη μπορεί ίσως να λειτουργήσει ως εισαγωγή στη βιοθεωρία του, μια βαθύτερη γνωριμία με τις ιδέες του Γουάλας για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, την επιστήμη και την τεχνολογία, την ποπ κουλτούρα και την καθημερινή εμπειρία. Για τον πιστό αναγνώστη του Γουάλας το βιβλίο του Λίπσκι είναι ένα ντοκουμέντο που παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, αντιδρά, επιταχύνει σπινιάροντας από την υπερφόρτωση ένα μυαλό που βρίσκεται μονίμως σε υπερδιέγερση. Σχόλια και παρατηρήσεις για τα φαινόμενα και τα επιφαινόμενα της ζωής, προσωπικές προτιμήσεις και μακροχρόνιες απέχθειες, αναφορές στην οικογένεια και επώδυνες ή νοσταλγικές αναμνήσεις από τα φοιτητικά χρόνια, δοκίμια του μισού λεπτού για τη συμβολή της αβαν-γκάρντ στη μοντέρνα λογοτεχνία και συντομευμένα μανιφέστα για τις παγίδες που κρύβει και τις πλάνες που στήνει η τηλεόραση στον ανυποψίαστο θεατή, ευσεβείς πόθοι και μεγάλοι φόβοι για την αποδοχή του IJ από τους ειδικούς και τον απλό κόσμο. Κρυστάλλινοι συλλογισμοί και σπέρματα πρωτότυπων ιδεών, ενορατικές προτάσεις αλλά και λογικά ατοπήματα, ιδέες και σκέψεις γύρω από σχεδόν κάθε τομέα του επιστητού, διακόπτονται και συνεχίζονται μετά από σελίδες, καθώς παρά τις συνεχείς παρεκβάσεις του Γουάλας, ο Λίπσκι δεν χάνει τον ειρμό και ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το έχει αφήσει ο συνομιλητής του για να εκμαιεύσει την απάντηση που θα αποδειχθεί απλώς το ερέθισμα για μια μετάβαση σε ένα καινούργιο θέμα συζήτησης. Οι κουβέντες λαμβάνουν χώρα σε καφετέριες, εστιατόρια, αυτοκίνητα, αεροπλάνα και αεροδρόμια, καθώς επίσης και στο σπίτι του Γουάλας στο Ιλινόι, ενώ οι Τζιβς και Ντρόουν, οι λατρεμένοι σκύλοι του, κάνουν τον τόπο άνω κάτω ή αναστατώνουν τη γειτονιά με τα γαβγίσματά τους. Οι διάλογοι ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον συνεντευξιαζόμενο συνοδεύονται από σύντομα σχόλια εν είδει σκηνικών οδηγιών από τον Λίπσκι. Διαβάζουμε σύντομες περιγραφές των χώρων που επισκέφτηκαν και των ήχων που αιχμαλώτισε το κασετοφωνάκι· διαβάζουμε επίσης τις διαγνώσεις του Λίπσκι ενόσω προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις στρατηγικές που ο Γουάλας μετέρχεται για να υψώσει τις άμυνές του κάθε φορά που διαισθάνεται ότι η ειλικρίνειά του έχει ξεπεράσει τα θεσπισμένα από τον ίδιο επιτρεπτά όρια ή αντιλαμβάνεται ότι ο Λίπσκι έχει κατανοήσει ότι το τρικ ή η γκριμάτσα ή ο τόνος της φωνής του έχουν προδώσει τη διάθεσή του να γίνει πιο αγαπητός στον συνομιλητή του.
Για τον πιστό αναγνώστη του Γουάλας το βιβλίο του Λίπσκι είναι ένα ντοκουμέντο που παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, αντιδρά, επιταχύνει σπινιάροντας από την υπερφόρτωση ένα μυαλό που βρίσκεται μονίμως σε υπερδιέγερση.
Διχασμένος ανάμεσα στην αναζήτηση του ιδεατού προτύπου του αυθεντικού εαυτού και την ανάγκη να προβάλλει στον Άλλο την πιο ελκυστική, την πιο επιθυμητή περσόνα του, ο Γουάλας μοιράζεται με τους μυθιστορηματικούς του ήρωες το άλγος που προκύπτει όταν η ενσυνείδητη προβολή της κατασκευασμένης περσόνας μποϊκοτάρεται από τις υποσυνείδητες παρορμήσεις και τις αμφιβολίες της διαίσθησης. Υπήρξε το ίδιο επιθετικά υποψιασμένος απέναντι στον Λίπσκι όπως είναι απέναντι στον Ντέιβιντ Λέτερμαν η Έντιλιν, η ηρωίδα στο διήγημα «Η εμφάνισή μου», από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Κορίτσι με παράξενα μαλλιά, η οποία μετά την επεισοδιακή της εμφάνιση στο σόου του Λέτερμαν αισθάνθηκε «πως ήταν θλιβερή υπόθεση να μην μπορεί ούτε ο ίδιος μου ο σύζυγος να πει αν ήμουν ο εαυτός μου ή όχι. (ΚΜΠΜ, σ. 252). Ο ίδιος ο Γουάλας αισθανόταν τόσο αγχωμένος για την εξωτερική του εμφάνιση ώστε έμοιαζε ικανός να την αντικαταστήσει με μια ψεύτικη εικόνα ή να καλύψει το πρόσωπό του με μια μάσκα, όπως οι ήρωες που αλληλεπιδρούν με κλήσεις μέσω του «βιντεοφώνου» στο Infinite Jest. Και η αγωνία του να παρουσιάσει στον Λίπσκι τον καλύτερο δυνατό εαυτό του τον συνδέει με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά alter ego του, τον Νιλ, ήρωα-αφηγητή του διηγήματος «Παλιό καλό νέον» από τη συλλογή διηγημάτων Αμερικανική λήθη: «Όλη μου τη ζωή ήμουν μια απάτη. Δεν υπερβάλλω. Σε γενικές γραμμές, το μόνο που έκανα πάντοτε ήταν να προσπαθώ να προβάλλω μια συγκεκριμένη εντύπωση για μένα σε άλλους ανθρώπους. Κυρίως να είμαι αρεστός ή να με θαυμάζουν. Πιθανόν να είναι λίγο πιο σύνθετο από αυτό. Αλλά η κεντρική ιδέα ήταν να είμαι αρεστός και να με αγαπούν». (ΑΛ, σ. 190)
Υπάρχουν τριών ειδών ταινίες με πρωταγωνιστές συγγραφείς. Ταινίες σαν τη «Σύλβια» ή την «Άιρις», με επίκεντρο την κατάθλιψη της Σίλβια Πλαθ και τον εκφυλισμό της μνήμης της Άιρις Μέρντοχ εξαιτίας της νόσου του Αλτσχάιμερ, αντίστοιχα, όπου οι σκηνοθέτες έχουν ακολουθήσει κατά γράμμα, με ακαδημαϊκή συνέπεια, τα αναγνωρίσιμα βιογραφικά στοιχεία των δυο κορυφαίων συγγραφέων. Ή ταινίες όπως το Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ ή το Wonder Boys όπου οι ήρωες έχουν βασιστεί πολύ χαλαρά σε πραγματικούς συγγραφείς, τόσο χαλαρά ώστε να έχουν αυτονομηθεί αρκετά από τα αρχικά τους πρότυπα· ο τραχύς, ερημίτης Φόρεστερ είναι μια λάιτ εκδοχή του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, και ο Γκρέιντι Τριπ στο Wonder Boys είναι το ραγισμένο είδωλο του καθηγητή που είχε στο πανεπιστήμιο ο Μάικλ Σέιμπον, στο ομότιτλο βιβλίο του οποίου βασίστηκε το φιλμ, ενός καθηγητή που πράγματι δούλευε το δεύτερο βιβλίο του επί δεκαετίες έχοντας τερματίσει τα κοντέρ της συγγραφικής αμετροέπειας με ένα χειρόγραφο-έργο-εν-προόδω που είχε ξεπεράσει τις 2.000 σελίδες και δεν τελείωνε ποτέ. Και υπάρχουν και έργα σαν τα άγνωστα ακόμη και στο σινεφίλ κοινό, Starting Out in the Evening (με έναν καταπληκτικό Φρανκ Λανγκέλα στον ρόλο ενός λησμονημένου υπερήλικα συγγραφέα της γενιάς του Σολ Μπέλοου) και Reprise (φρέσκια, νευρώδης νορβηγική ταινία για τα πάθη και τις διαψεύσεις δυο φιλόδοξων νεαρών φίλων καθώς εκδίδουν τα πρώτα τους βιβλία), όπου μπορεί οι ήρωες-συγγραφείς να μην έχουν πλαστεί με βάση κάποιο πραγματικό μοντέλο, ωστόσο οι χαρακτήρες τους είναι λαξευμένοι με τέτοια λεπτομέρεια ώστε ο θεατής αναγκάζεται να αναρωτηθεί εάν αφορούν όντως αληθινούς συγγραφείς που ενδεχομένως αγνοεί. Σύμφωνα με τις ώς τώρα περιγραφές που έχουν προκύψει από τις αρχικές κριτικές για το The End of the Tour, τις οποίες, όπως ανέφερα και στον πρόλογό μου, είμαι υποχρεωμένος να επικαλεστώ και να δεχτώ ως αξιόπιστες (άλλωστε όλες προέρχονται από έγκυρα αγγλόφωνα μέσα), η ταινία μοιάζει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία, συγκροτώντας μια αυτόνομη κατηγορία, ωστόσο δεν θα με εκπλήξει καθόλου αν εμφορείται από το πνεύμα αντισυμβατικού αυθορμητισμού και τον αέρα ελευθερίας που συναντάμε στην τρίτη.
Ο κινηματογραφικός Γουάλας είναι και δεν είναι ο πραγματικός Γουάλας, καθώς ναι μεν το σενάριο της ταινίας που υπογράφει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ για το «Δείπνο με φίλους», σεναριογράφος και πρωτίστως θεατρικός συγγραφέας Ντόναλντ Μάργκιουλις, έχει αντλήσει τους διαλόγους από το βιβλίο του Ντέιβιντ Λίπσκι, ωστόσο ακριβώς επειδή η ταινία περιγράφεται από τους κριτικούς ως ένα συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο road trip ανάμεσα σε δυο συγγραφείς που ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους, δηλαδή ως μια ταινία με ήπιες αλλά τυπικές δραματικές κορυφώσεις και χαρακτήρες που εντάσσονται σε οικείους κινηματογραφικούς κανόνες, ο Γουάλας της μεγάλης οθόνης μοιάζει όχι μόνο να έχει αρκετές αποκλίσεις από τον 34χρονο συγγραφέα της εποχής του Infinite Jest αλλά κατά τα φαινόμενα παρουσιάζεται και ως το είδος του πολιτισμικού ειδώλου που ο ίδιος απεχθανόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, το είδος του συγγραφέα που δοξάζεται για τους λάθος λόγους, το είδος του καλλιτέχνη που δεν ήθελε να γίνει ποτέ. Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το Estate του και οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από αυτό, η χήρα του Karen Green, η αδερφή του Amy, να παρέμειναν κατηγορηματικά αντίθετοι απέναντι στο ενδεχόμενο προβολής μιας τέτοιας ταινίας. Είναι πολλά τα σημεία του Although of Course You End Up Becoming Yourself στα οποία ο Γουάλας δηλώνει ρητά ότι το μόνο που επιδιώκει είναι να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και οι άνθρωποι γύρω του να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και όχι ο συγγραφέας ενός ασύλληπτα ιδιοφυούς έργου όπως το Infinite Jest, διότι ο ίδιος έτσι έβλεπε τον εαυτό του, επειδή αυτή την εικόνα επιθυμούσε να προβάλλει στους συνομιλητές του, διότι αυτή ήταν η εικόνα που προέκρινε ως την πιο αυθεντική για τον ίδιο. «Η κανονικότητά μου είναι από τα πιο πολύτιμα στοιχεία που διαθέτω. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή μου ως συγγραφέα» (AOCYEUBY, p. 42). Εφόσον ο Γουάλας ήταν ζωντανός δεν θα είχε επιτρέψει σε κανέναν σκηνοθέτη, όσο ικανός και ταιριαστός με το θέμα του κι αν είναι ο Τζέιμς Πόνσολντ του αξιόλογου, όσο πρέπει λοξού και όσο πρέπει ταπεινού The Spectacular Now, να γυρίσει μια ταινία με θέμα τον ίδιο, πόσο μάλλον να επιτρέψει η ταινία αυτή να βασιστεί στο ανεπεξέργαστο κείμενο μιας συνέντευξης που απλώνεται σε περισσότερες από 300 σελίδες ενός βιβλίου, ένα κείμενο χωρίς κανένα δραματουργικό υπόβαθρο πέρα από κάποιες νύξεις για τον λανθάνοντα ανταγωνισμό ανάμεσα στους δυο συγγραφείς και τη φυσιολογική δυσφορία που μπορεί να αισθανθεί κανείς όταν ταξιδεύει για πρώτη φορά επί πέντε μέρες μαζί με έναν άγνωστο. Ένα κείμενο θραυσματικό, χαοτικό, αποσπασματικό, στο οποίο μονάχα ο Λίπσκι προσπαθεί να βάλει τάξη με τα διάφορα σχόλιά του ώστε να δώσει κάποιο προσανατολισμό στην όλη συνέντευξη, ένα κείμενο ανοιχτής υφής που επιτρέπει στον σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη να πάρουν τις δραματουργικές ελευθερίες που χρειάζονται προκειμένου να μετατρέψουν τον πνιγμένο στις αμφιβολίες και τους κυκλοτερείς συλλογισμούς του Γουάλας σε έναν σαγηνευτικά προβληματικό χαρακτήρα ευρείας κατανάλωσης για τα αστικά και επαρχιακά μούλτιπλεξ. Το είδος του ανεξίτηλου αντί-ήρωα απέναντι στη δελεαστική εικονοποιία του οποίου αντιστάθηκε σθεναρά ο Γουάλας, με μεγάλο προσωπικό κόστος, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Πριν από λίγες μέρες, ο Τόνι ΜακΜάον (ένας φοβερός Αυστραλός που γνώρισα πέρυσι σ’ ένα συνέδριο στο Παρίσι και ο οποίος μπορεί να μιλήσει με την ίδια άνεση για τα underground σχήματα του post-punk των 80’ς και τη μεταμοντέρνα αμερικανική λογοτεχνία), έγραψε στο The Howling Fantods, το ημιεπίσημο σάιτ για τον Γουάλας που διατηρεί ο Ελληνοαυστραλός Νικ Μανιάτης, πως όσοι παρακολούθησαν την προβολή του The End of the Tour στον κινηματογράφο της γειτονιάς του Γουάλας, στο περιθώριο του ετήσιου αμερικανικού συνεδρίου για τον συγγραφέα στο Ιλινόι, δήλωσαν ενθουσιασμένοι με την ταινία – ούτε ένας δεν βρέθηκε να μην τη λατρέψει. Οι περισσότεροι από αυτούς, αν όχι όλοι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι πιστοί αναγνώστες του Γουάλας, είχαν εκφράσει πολλές ενστάσεις στο άκουσμα κιόλας της είδησης που ανακοίνωνε την επικείμενη μεταφορά του βιβλίου του Λίπσκι στη μεγάλη οθόνη. Όσες ενστάσεις όμως κι αν έχει κανείς για το φιλμ ως ιδέα –και εγώ, παρά τις ενθουσιώδεις κριτικές έως τώρα, εξακολουθώ να έχω πολλές– όσο σημαντικό κι αν είναι το ηθικό ζήτημα που υπάρχει γύρω από το όλο κόνσεπτ, η ομόφωνα επαινεμένη ερμηνεία του Τζέισον Σίγκελ στον ρόλο του Γουάλας και ο διαφαινόμενος μετρημένος χειρισμός του υλικού από τους Πόνσολντ και Μάργκιουλις, ίσως να έχουν επιτύχει πράγματι ένα μικρό θαύμα, ίσως να έχουν προβάλλει έναν Γουάλας που όσο εγκλωβισμένος υπήρξε ανάμεσα στην ανάγκη του να είναι αρεστός και να αποφεύγει τη δημοσιότητα χωρίς όμως να διακινδυνεύει να χάσει την αποδοχή του κοινού, άλλο τόσο επιφυλακτικός υπήρξε απέναντι σε οποιονδήποτε κατάφερε έστω για μια στιγμή να γνωρίσει πτυχές του βαθύτερου εαυτού του. Ίσως η ταινία να μας βοηθήσει πραγματικά να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα το μέγεθος του διχασμού του, το εύρος των αντιφάσεών του, και ξεφεύγοντας από τα κινηματογραφικά κλισέ, να μας φέρει πιο κοντά σε έναν συγγραφέα που μορφάζει, διστάζει, δεν είναι ποτέ σίγουρος για όσα λέει, έχοντας εκ των προτέρων υπολογίσει το κόστος όλων εκείνων που είναι αναγκασμένος να αποκαλύψει και έχοντας αναλάβει ήδη τη βαριά ευθύνη να συνεχίσει να ζει κουβαλώντας όλα εκείνα που πρέπει να παραμείνουν για πάντα κρυφά. Ενός συγγραφέα που κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησε να είναι ειλικρινής· ενός συγγραφέα που επιθύμησε όσο ελάχιστοι να είναι απλώς ο εαυτός του.