Στης ηδονής το σπίτι όταν μπήκα,
δεν έμεινα στην αίθουσαν όπου γιορτάζουν
με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
που το ’χουν για ντροπή και να τες ονομάσουν.
Μα όχι ντροπή για μένα — γιατί τότε
τι ποιητής και τι τεχνίτης θα ’μουν;
Καλύτερα ν’ ασκήτευα. Θα ’ταν πιο σύμφωνο,
πολύ πιο σύμφωνο με την ποίησί μου·
παρά μες στην κοινότοπην αίθουσα να χαρώ.