Ήτανε τότες που ηπολεμούσαμε όλοι να πείσουμε τους Σιφνιούς πως αν θένε τουρισμό ποιότητας πρέπει να βοηθήσουνε στη διατήρηση του «τοπικού χρώματος και των παραδοσιακών εθίμων μας».
― Ίντα θα πει αυτοδά; μ’ είχε ρωτήσει καχύποπτα η κεράτσα μου.
― Θα πει, να κρατήσουμε τη Σίφνο όπως ήτανε παλιά… Όμορφη, κάτασπρη, φιλόξενη… Μόνο έτσι θα ‘χουμε τουρισμό ποιότητας που θα μας φέρει και λεφτά…
Η κεράτσα μ’ ήκουε προσεκτικά… Είχα φτάσει λίγες ώρες πριν στις Καμάρες για ένα ταξίδι τριών-τεσσάρων ημερών στη Σίφνο, αρχή του Μάη ήτανε, τα σπαρτόπουλα είχαν ανθίσει και μοσχομύριτζαν, τα χωράφια ένα στρωμένο χαλί με παπαρούνες και κρινάκια, αυτοσδά είναι ο Παράδεισος κι άσ’ τους να λένε.
― Καέ γιάντα δε μου τηλεφώνησες να κατέβω να σε πάρω απ’ τις Καμάρες; με μάλωσε η κεράτσα.
― Γιάντα να σε βάλω σε κόπο;
― Θα σου ‘στελνα τ’ Από να σ’ ανεβάσει με τη γαδάρα του.
― Αφού έχει ταξί, γιάντα ν’ ανέβω με γάδαρο;
― Δεν είναι κι ο γάδαρος τοπικό χρώμα;
― Ναι, δε λέω, βιάστηκα να συμφωνήσω.
Από κείνη την ώρα ήρχισε κι η μεγάλη μου περιπέτεια. Η κεράτσα μου μ’ έβαλε κάτω κι ηρχίνησε να μου διηγηθεί όλα τα νέα του νησιού. Ποιος παντρεύτηκε, ποιος πέθανε, ποια γκαστρώθηκε, ποια γέννησε και για ποιον ήρχε το ανεμόπτερο να τονε πάει στο νοσοκομείο στην Αθήνα… Ύστερα ήπιασε τα κουτσομπογιά, ποιον είδανε να βγαίνει αξημέρωτα από το σπίτι της ζωντοχήρας, φορούσε λέει ένα μαύρο πράμα σα ράσο, δεν ήτανε παπάς ούτε διάκος, μπορεί να ‘χε ντυθεί ετσαδά για να μην τον γνωρίσει κανείς μα, πάλι, πού διάτανε ήβρηκε τα γένια και τα κόλλησε; Ύστερα ήπιασε στο στόμα της τις Πρόεδροι· έπα στη Σίφνο, είπε, ετσαδά και πετάξεις πέτρα στα κουτουρού ή κάτθα θα κτυπήσεις ή Πρόεδρο. Όλοι Προέδροι ηγινήκανε, βλέπεις…
Είχα αρχίσει να νυστ΄ζω, ηπεινούσα κιόλας και δεν ημαντινιέριτζα να φάω τα ροβίθια που ήξερα πως είχε βάλει στο φούρνο και στο τέλος της το ‘πα…
― Δε βάζεις καλύτερα να φάμε…
― Πεινάς, χαρώ σε;
― Και πεινώ και διψώ και νυστάζω.
― Έγνοια σου. Σ’ ένα μπατερημών θα στρώσω.
Κι ησηκώθηκε ν’ ανάψει τη λάμπα του πετρελαίου. Παραξενεύτηκα…
― Χαλασμένο είναι το ηλεκτρικό; τη ρώτησα…
― Όχι… Μα όσο καιρό θα κάτσεις στη Σίφνο δε θα τ’ ανάβγουμε… Θα βολευγούμαστε με τις λάμπες…
― Γιάντα; ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
― Γι’ αυτοδά το «τοπικό χρώμα»… Για να θυμηθείς τα παγιά… Ε θες;
― Ε θέλω τίοτα, στραβομουτσούνιασα… Φέρε μου μόνο ένα ποτήρι κρύο νερό από το ψυγείο…
― Από το σταμνί, με διόρθωσε η κεράτσα μου…
― Δε δουλεύγει το ψυγείο που σου ‘στειλα;
― Γιάντα να μη δουλεύγει; Μόνο που το ‘βγαλα από την πρίζα. Σκέφτηκα πως εν πάει ηλεκτρικό ψυγείο και τοπικό χρώμα. Εν είχαμε ψυγεία οι παλιοί… Είχαμε;…
Μου ‘ρχε να τηνε σκοτώσω, μα δε μίλησα…
― Άνοιξε την τηλεόραση ν’ ακούσουμε κανα νέο…
― Πάει, μωρέ, τηλεόραση και τοπικό χρώμα; με μάλωσε η γριά… Ίντα να τα κάνεις τα νέα;… Θα σου πω τα «σιφνέκα» να ξεραθυμήσεις.
Είχα γίνει παπόρι… Ήξερα πως με δουλεύγει μα ίντα να πω;… Αύριο κιόλας σκέφτηκα θα γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Με δαιμόνιζε το ύφος της.
Είχε αρχίσει να φυσά ένας άσκημος νοτιάς κι ένιωθα την υγρασία να κολλά απάνω μου…
― Θαρρώ πως τον γύρισε σε «καμαριανό», της λέω κάποια στιγμή που την είδα να ρίχνει στους ώμους της το μποξεδάκι της.
― Άις τα, γιε μου… Εδά τελευταία με ρημάξανε οι ρεματισμοί μου. Αν δεν ανάψω αυτηδά την ηλεκτρική σόμπα μια-δυο ώρες να τραβήξει την υγρασία, δεν κλείνω μάτθι όλη νύχτα…
― Ε, γιάντα δεν την ανάβγεις κι απόψε;
― Μπα να κάμω, διαμαρτυρήθηκε. Όσο καιρό θα μείνεις επά σβηστή θα ‘ναι… Το πολύ-πολύ ν’ ανάψω κανα μαγκαλάκι να βολευτούμε… Ηλεκτρικές σόμπες και «τοπικό χρώμα» εν ταιριάτζουνε, μου ξανάπε χαμογελώντας με αφοπλιστική αφέλεια. Πήγα κάτι να πω, μα βλέποντας ζωγραφισμένο στη φάτσα της αυτό το ειρωνικό χαμόγελο που με δαιμόνιζε μετάνιωσα.
― Θαρρώ πως θα πάω να ξαπλώσω, κεράτσα… Ηνύσταξα, είπα και σηκώθηκα.
― Να πας, χαρώ σε… Να πας… Θα τζεστάνω τα ροβίθια, θα ψήσω καμιά ρέγγα με την εφημερίδα που ξέρω πως σ’ αρέσει, έχομε και τις χοιροβοσκοί που σου ‘φερε πεσκέσι ο φιγιότσος σου, μια νύχτα είναι, θα περάσει…
Σκώθηκα και πήγα στην κάμαρα να ξαπλώσω, δίνοντας τόπο στην οργή… Τα σεντόνια ήτανε υγρά και το στρώμα σκληρό, λες και το ‘χανε παραγεμίσει με πέτρες… Δε βάσταξα…
― Καέ… Ιντά ‘καμες το στρωματέξ που σου ‘στειλα;
― Πίσω στ’ αποθηκάκι το ‘βαλα… Ήβαλα καλύτθερα σανίδες, να θυμηθείς τα παγιά.
Σταμάτησα τη βλαστημιά π’ ανέβηκε στα χείλη μου… Ήκλεισα τα μάτια μου, μα πού να κοιμηθώ; Στριφογύριζα σαν τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, διψούσα κιόλας κι ησηκώθηκα κάποια στιγμή να μπω στην τουαλέτα. Τη βρήκα κλειστή με λουκέτο… Πήγα και σκούντησα τη γριά που ‘κανε την κοιμισμένη στην πολυθρόνα της.
― Η τουαλέτα είναι κλειστή…
― Το ξέρω, χαρώ σε.
― Άνοιξέ τηνε, που να με πάρει ο διάολος, άρχισα να ξεφωνίζω.
― Ηντράπηκα να σ’ αφήσω να ‘μπεις μέσα με τα πλακάκια και τα ντούσια και τις βρύσες… Άσε πια το μπάνιο με τα αλουμίνια και τις πολυτέλειές του… Πήα, λοιπόν, και ετοίμασα την κέλα στην άκρη του χωραφιού… Βολέψου εκειδά να θυμηθείς τα παιδιάστικά σου… Ήριξα και μια σταγιά ασβέστη στο λάκκο και ασβέστωσα τις πλάκες γύρω-γύρω να μπορείς να πηαίνεις τη νύχτα εύκολα… Παγιά, ωραία συστήματα… Το «αναγκαίο» πρέπει να ‘ναι όξω απ’ το σπίτι. Είχανε δίκιο οι παλαιοί.
― Άκου να σου πω,… ήτρεμα ολόκληρος από την τσαντίλα μου. Αν ηβάλθηκες να με τρελάνεις…
― Μη θυμώνεις, γιε μου… Εγώ τα ‘κανα αυταδά για να σε τιμήσω… Ηδιάβασα κι αυταδά που ήγραψες στην εφημερίδα για το «τοπικό χρώμα» κι ηντράπηκα πως ήμουνα από κείνες που χαλούνε τη Σίφνο… Δε θα το ξανακανω κι έγνοια σου… Με το φινακολίδι θα στέκομαι… Στη γούρνα θα πλένω τα πιάτα. Θα κλείσω το ψυγείο και θα κρεμάσω ένα φανάρι να μη μου χαλούνε τα φαγιά. Μια στάμνα θα ‘χω για δροσερό νερό. Μαγκάλι αντί για καλοριφέρια. Ξορκισμένες με τον απήγανο αυτεσδά οι καινούριες μόδες. Και τα στρωματέξ θα τα πετάξω στο νυχίτη…
Με κοίταξε κι ύστερα άρχισε να μου χαμογελά: ― Είσαι φχαριστημένος, Μανώ μου;…
― Αύριο το πρωί θα πάρω το παπόρι και θα γυρίσω στην Αθήνα… Εσύ μπορείς να λωλάνεις άνθρωπο… Δε σε αντέχω άλλο…
Με κοίταξε πολλή ώρα, χωρίς να μιλεί, κι ύστερα η φάτσα της γλύκανε κι άρχισε να μου χαμογελά.
― Για χατίρι σου το κάνω, χαρώ σε… Για να μη συγχύζεσαι που εμείς οι Σιφνιοί ηξεσηκώσαμε αυτεσδά τις μόδες… Αυτά είναι μόνο για σας τις Αθηναίοι… Εμείς εν έχουμε δικαιώματα… Θα ζούμε όπως τα βρήκαμε… Αυτοδά ε θέτε;… Να κρατούμε εμείς το τοπικό χρώμα, να ‘ναι μαθές ο κράχτης να τραβά τουρισμό. Να ‘ρχονται αυτοιδά οι μουσάτοι κι οι ξεβράκωτες να μας τραβούνε φωτογραφίες την ώρα που κάνουμε αρμοί με τα φινακολίδια; Τόσα χρόνια γιάντα μωρέ θαρρείτε πως το κάνουμε; Για να σας κάμουμε το κέφι;… Ώρα να σου ‘ρχει ορνέ… Ήσκασα εγώ για τον τουρισμό και το τοπικό χρώμα… Το μεράκι μας κάνουμε μωρέ… Είναι μεράκι της Σιφνιάς η ομορφιά. Την ψυχή της περετά… Και τα μάτια της… Όχι τον τουρισμό, κακό χρόνο να ‘χει κι ανάθεμά τονε που τον ήφερε… Θες να φύεις, φύε… Άμε όμως εδά να μου φέρεις ένα κλαδί φρύγανο, ν’ ανάψω φωτιά να πιούμε το καφεδάκι μας. Φέρε και το καλαμοκάνι γιατί εν μπορώ πια να φυσώ τα κάρβουνα.
― Γιατί να φυσάς; Δε δουλεύει το σούπεργκαζ;
― Σουπεργκάζ!! Ε ντρέπεσαι;… Πάει μωρέ σουπεργκάζ και τοπικό χρώμα!!
Δεν άντεξα άλλο… Ήφυα τρέχοντας να μην της μουντάρω…
Κι από πίσω άκουσα καθαρά το δυνατό, πειραχτικό της γέλιο να με λωλαίνει…
Δεν μπορώ άλλο… Θα τηνε σκοτώσω καμιά ώρα…
Μανόλης Κορρές, Η κεράτσα μου, Το Ροδακιό 1997.
O Μανόλης Κορρές (1922-1998), δόκιμος θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Σίφνο. Στην τοπική εφημερίδα Σιφναϊκά Νέα δημοσίευε συχνά ευθυμογραφήματα με ηρωίδα την κεράτσα του, δηλαδή τη θειά του το Κατέ ή Κατερινάκι και αυτά συνιστούν το περιεχόμενο του ξεκαρδιστικού βιβλίου.