Ο David Duchovny δεν είχε ποτέ αυτό που θα ‘λεγες χαρακτηριστική εικόνα χολιγουντιανού αστέρα. Η μουτσούνα του σού μένει στο μυαλό περισσότερο ως συλλογή αλλόκοτων χαρακτηριστικών, παρά ως σύνθεση θελκτικών στοιχείων. Η απέραντη πεδιάδα που έχει για μέτωπο, σε οδηγεί σε μια μελιτζανάτη μύτη, η στρογγυλάδα της οποίας τονίζεται ακόμη περισσότερο απ’ τις έντονες γωνίες του σαγονιού του και μόνο τα δυο κουταβίσια μάτια του, κρυμμένα ανάμεσα στα σχεδόν μονίμως νυσταγμένα του βλέφαρα, προσδίδουν στο πρόσωπό του μια κάποια γλυκύτητα, που προδίδει με τη σειρά της μια νότα ελκυστικότητας στη μορφή μιας κάποιας ψυχικής ζεστασιάς. Ίσως γι’ αυτό και να μην έγινε ποτέ μεγάλος χολιγουντιανός αστέρας. Έγινε, όμως, μια απ’ τις πιο ακλόνητες φιγούρες αναφοράς της ποπ κουλτούρας της γενιάς μας. Κι αφού το έκανε μια φορά, πήγε και το ‘κανε και δεύτερη.
Από ένα random διαφημιστικό της Lowenbrau, στον παλαβότερο απ’ τους παλαβούς ρόλους του Twin Peaks, της σειράς με την οποία ο David Lynch έφερε επανάσταση στην αμερικανική τιβί πριν ακόμα η αμερικανική τιβί καταλάβει ότι χρειαζόταν επανάσταση, κι από ‘κεί στο ρόλο του αφηγητή των Κόκκινων Παπουτσιών, μιας απ’ τις πολυτιμότερες προεφηβικές αναμνήσεις τη υγρής μας νιότης, ο Duchovny έστησε την καριέρα του με τρεις απλές κινήσεις. Κι έπειτα η άτυχη κινηματογραφική του απόπειρα στο Kalifornia, ήταν η μόνη στάση που έκανε στην πορεία του προς το παλμαρέ της αιωνιότητας, στον κεντρικό ρόλο μιας τηλεοπτικής σειράς που δεν του γέμιζε πολύ το μάτι στην αρχή, και δεν του φαινόταν ως τίποτα περισσότερο από άλλο ένα μεροκάματο μέχρι να βρεθεί το επόμενο.
Όταν πέρναγε την πρώτη του οντισιόν για το The X-Files, ο δημιουργός της σειράς τον πήρε για βλαμμένο. «Ήταν πολύ καλός, αλλά μιλούσε πάρα πολύ αργά, ήταν πολύ βραδύς ο τρόπος που έλεγε τις ατάκες», θυμόταν ο Chris Carter σε ένα making of. «Φαινόταν καλός, κι ο υπεύθυνος του casting είχε πολύ καλή άποψη γι’ αυτόν, αλλά επειδή μιλούσε τόσο αργά, σκέφτηκα ότι μπορεί να μην είναι και πολύ ξύπνιος. Θυμάμαι να του λέω κάτι του στιλ “θα θέλαμε να σε ξαναδούμε, αλλά μπορείς σε παρακαλώ να φανταστείς ότι είσαι πράκτορας του FBI για την επόμενη βδομάδα, μέχρι να ξανάρθεις;”. Και το θυμάμαι με μια αίσθηση ότι κάπως σαν να υποβίβαζα κάποιον ο οποίος θα αποδεικνυόταν πανέξυπνος κι ένας απ’ τους πιο διαβασμένους ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ».
Όχι τυχαία. Απόφοιτος του Princeton και του Yale με πτυχίο και μεταπτυχιακό στην αγγλική φιλολογία και με μια βραβευμένη ποιητική συλλογή πίσω του, ο Duchovny είχε ήδη βάλει μπρος το διδακτορικό του (με τίτλο Η Μαγεία και η Τεχνολογία στην Σύγχρονη Αμερικανική Μυθοπλασία και Ποίηση) πριν πάρει πιο καλλιτεχνικές στροφές. Όμως, λίγους μήνες μετά την πρώτη του γνωριμία με τον Carter, ο Duchovny είχε περίπου πάψει να υπάρχει -στη θέση του υπήρχε μόνο ο Fox Mulder. Τέτοια ήταν η ταύτισή του, με έναν ρόλο που θα έφτανε να του φέρνει πάνω από $200 χιλιάδες αμοιβή ανά επεισόδιο, και θα γέμιζε την υφήλιο με ορκισμένες Μολντερίτσες που θα έγραφαν άλλα, δικά τους ποιήματα, ωδές στον τρόπο που το κόκκινο speedo θα διέγραφε τις καμπύλες του πισινού του στο πέμπτο επεισόδιο της δεύτερης χρονιάς.
Ο David Duchovny δεν είχε ποτέ αυτό που θα ‘λεγες χαρακτηριστική εικόνα χολιγουντιανού αστέρα. Ίσως γι’ αυτό και να μην έγινε ποτέ μεγάλος χολιγουντιανός αστέρας. Έγινε, όμως, μια απ’ τις πιο ακλόνητες φιγούρες αναφοράς της ποπ κουλτούρας της γενιάς μας. Κι αφού το έκανε μια φορά, πήγε και το ‘κανε και δεύτερη.
Η φημολογούμενη σχέση του με την συμπρωταγωνίστριά του, την Gillian Anderson, είχε γίνει ένας απ’ τους πιο επίμονους αστικούς μύθους της ποπ κουλτούρας κι ακόμη κι αν δεν μοιραζόντουσαν το ίδιο κρεβάτι, μοιραζόντουσαν την ίδια απέχθεια για τις μιντιακές τους υποχρεώσεις. «Δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου την ιδέα ότι αν η δουλειά μου ήταν αρκετά καλή, δεν θα χρειαζόταν να ασχολούμαι με τον Τύπο. Και μόνο που κάνω αυτήν την συνέντευξη, με κάνει να αισθάνομαι ανασφάλεια. Είναι σαν να λέω ότι αν δεν βγάλω τα προσωπικά μου στο κλαρί, οι άνθρωποι εκεί έξω στην τηλεορασοχώρα δεν θα κάτσουν να δουν τη σειρά μου». Το ότι γύριζε 22 σαραντάλεπτα επεισόδια τη χρονιά, στο αενάως βροχερό Βανκούβερ, κι έπρεπε να αφιερώνει τα Σαββατοκύριακά του για να κάνει τα χατίρια των δημοσιογράφων, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα.
Στον έκτο χρόνο των The X-Files, ο Duchovny είχε κουραστεί περισσότερο κι απ’ όσο η σειρά είχε κουράσει τους μη στρατευμένους θεατές της. Διάφορες διαφορές με την παραγωγή θα έβαζαν την ταφόπλακα στη σχέση του με μια σειρά που έπνεε τα λοίσθια, και την οποία κατάφερε να εγκαταλείψει πρακτικά έναν χρόνο πριν το οριστικό της φινάλε. Έχοντας μαζέψει αρκετές χιλιάδες δολάρια για να του φτάσουν για μια υπόλοιπη ζωή, δεν φαινόταν να χρειάζεται να βιαστεί για την επόμενή του επιλογή. Κι αν εξαιρέσεις μερικές δευτερεύουσες κινηματογραφικές εμφανίσεις, για να μην ξεχάσουμε και πως είναι η μούρη του, η πενταετία που πέρασε στην αναμονή, φαίνεται πως ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για την δεύτερη μεγάλη του στιγμή.
Ενσαρκώνοντας το υγρό όνειρο κάθε εσωστρεφή, ευαίσθητου κι ανασφαλή γραφιά, ο David Duchovny έγινε ο Hank Moody. Ένας νιχιλιστής συγγραφέας που ζει τη ζωή του με έκλυτο σταρχιδισμό πιο ζηλευτό κι απ’ αυτόν του πιο σκληροπυρηνικού rock star. Με αφοπλιστική οξύνοια κι ανανεωτικό τσαμπουκά, ο κεντρικός χαρακτήρας του Californication κατέκτησε με επαίνους μια θέση στις πιο διεισδυτικές τηλεοπτικές περσόνες στην πρόσφατη ιστορία της μικρής οθόνης, την ώρα που ο αναπολογητικός του σοβινισμός συνδυασμένος με μια αίσθηση ρομαντισμού στα όρια τα φαντασιακού, προσέφερε έναν ω-τόσο-αναγκαίο επαναπροσδιορισμό του ανδρικού προτύπου, σ’ έναν κόσμο πηγμένο στον ισοπεδωτικό πολτό του μετροσεξουαλισμού.
Εφτά χρόνια μετά, η σειρά ετοιμάζεται για το φινάλε της, έχοντας ήδη μπει στην τελευταία της σαιζόν. Κι αν σε πιάνει μια μελαγχολία για το τι θα γένουμε χωρίς Hank Moody, τουλάχιστον μπορείς να ελπίζεις ότι αφού ο Duchovny το έκανε ήδη δυο φορές, όλο και κάτι αξέχαστο θα σκεφτεί να μας χαρίσει για μετά. Δεν είναι ότι υπάρχει και καμιά περίπτωση να μεγαλοπιαστεί, πια. Άλλωστε, μάλλον λίγα πράγματα έχει για χειρότερα απ’ το να τον αποκαλέσεις σταρ: «Ξέρεις τι ακούω όταν κάποιος σε λέει “σταρ”; Ακούω “φλώρε”. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή τα καλύτερα ατού στο να είσαι διάσημος, είναι πράγματα όπως το να πιάσεις εκείνη τη θέση στο αεροπλάνο, που σε κανονικές συνθήκες δεν θα σου έδιναν. Το ξέρω, σκέφτονται “δεν θα το άντεχε αν δεν του φέρναμε αυτά τα ειδικά σοκολατάκια του”, ή “δεν θα την έβγαζε καθαρή αν χρειαζόταν να ταξιδέψει στην οικονομική θέση”. Σίγουρα έχεις καλό σέρβις, αλλά στο τέλος σκέφτονται “φλώρος”». Ε και φλώρο τον Hank Moody δεν τον λες.