Τι είναι αυτό που κάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των θεατών μιας «βαριάς», τετράωρης θεατρικής παράστασης, να παραμένουν στις θέσεις τους μετά το τέλος της και να κρέμονται απ’ τα χείλη ενός ηλικιωμένου κυρίου, την ώρα που αυτός μιλά για το λεπτό διαχωρισμό μεταξύ ακροαματικού λόγου και λόγου που προορίζεται για ανάγνωση;
Κυριακή 23 Μαρτίου.Βρισκόμαστε στο Θέατρο «Χώρα», στην Κυψέλη. Με εντελώς νευρικές κινήσεις και μια ανυπομονησία στα μάτια, φορώντας ένα μπλε ελεκτρίκ πουλόβερ, ο Στάθης Λιβαθινός ακούει το παρατεταμένο χειροκρότημα της αίθουσας. Έχει παρακολουθήσει κι ο ίδιος την παράσταση. Γνωρίζοντας όμως καλύτερα απ’ τον καθένα τους χρόνους της, ένα λεπτό πριν το τέλος βρίσκεται έξω στο φουαγιέ και σκηνοθετεί ήδη την επόμενη σκηνή: τη συζήτηση που θα ακολουθήσει. «Η Ιλιάδα αποτελεί τη δική μου Οδύσσεια» δήλωνε με νόημα προ καιρού στους δημοσιογράφους, αναφερόμενος στις 10μηνες πρόβες που έκανε σκηνοθετώντας το ομηρικό έπος. Μιλώντας για θυσίες, ο εκλεκτός προσκεκλημένος του σήμερα δεν είναι άλλος από τον Δημήτρη Μαρωνίτη, που αφιέρωσε εφτά ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του μεταφράζοντας το έργο (η Οδύσσεια του είχε πάρει 11).
Οι ηθοποιοί καταχειροκροτούνται και αποχωρούν. Μια καρέκλα τοποθετείται στο μέσον της σκηνής. Συγκινημένος κι αμήχανος, με ταλαιπωρημένη βραχνή φωνή που δυσκολεύεται να βγει και αργό ρυθμό ομιλίας, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης κάθεται εκεί και ξεδιπλώνει σκέψεις. Το κοινό είναι μυημένο φυσικά. Δεν ήρθε να δει αυτή την παράσταση για «να πάει και σε κανένα θέατρο». Είναι τέτοια δε η μαστοριά της μετάφρασης του Μαρωνίτη, όπως όλοι οι κριτικοί και οι γνώστες του αντικειμένου αναγνώρισαν, που οι στίχοι του Ομήρου δεν χάνουν ίχνος από τον έμμετρο χαρακτήρα και την αρχαία τους δύναμη. Κι ολ’ αυτά, όπως πολλάκις θα τονιστεί, σε ακροαματικό λόγο, λόγο δηλαδή που γράφτηκε για να ακουστεί και όχι για να διαβαστεί. Αν η παράσταση φαντάζει μακροσκελής, αξίζει να μάθει κανείς πως στις τέσσερεις ώρες διάρκειάς της (ελαφρώς μικρότερη σε σχέση με το περσινό ανέβασμα στο Φεστιβάλ Αθηνών) ακούγεται μόνο το 1/3 από τους συνολικά 15.000 στίχους της Ιλιάδας.
Άνθρωπος που φυλακίστηκε και βασανίστηκε επί Χούντας, που πέρασε πολλά για να φτάσει εδώ, στα 85 του χρόνια ο κ. Μαρωνίτης έχει πια τέτοια οικειότητα με τα ομηρικά έπη, που μιλάει γι’ αυτά σα να ‘ναι ερωτικές του κατακτήσεις απ’ τα παλιά. «Η Οδύσσεια είναι έργο αγαπησιάρικο» ξεκαθαρίζει. «Αντίθετα η Ιλιάδα είναι ακατάδεχτη, δεν δέχεται τα χάδια μας». Θυμίζει ότι το έργο σπάει όλες τις συμβάσεις ενός έπους και είναι το μοναδικό που τελειώνει χωρίς νικητές και νικημένους. Επιβραβεύει τους ηθοποιούς που απέδωσαν τους στίχους «χωρίς ίχνος υποκριτικής επίδειξης ή αυταρέσκειας» κι ύστερα, λίγο η τεράστια μόρφωση και λίγο η ηλικία, χάνεται σε φιλολογικού τύπου παρατηρήσεις που μάλλον αφορούν μονάχα τον κύριο με τα γυαλάκια τέρμα πίσω. Με χρόνια πανεπιστημιακής διδασκαλίας όμως στις βαριές του πλάτες, ο Μαρωνίτης έχει πλήρη επίγνωση του μέχρι που φτάνει το ακροατήριό του. «Βαριέστε» λέει. «Κάντε καμιά απλή ερώτηση…» – και το κοινό ξεσπάει σε γέλια.
Λίγο μετά τον λόγο παίρνει ο Λιβαθινός, του οποίου η σκηνοθεσία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Μαθαίνουμε πως τον Ιούλιο το έργο θα παιχτεί στο εξωτερικό, στη Μέριδα της Ισπανίας, σε θέατρο 6.000 θεατών για δύο βράδια. «Μακάρι!» φωνάζει ενθουσιωδώς μια κυρία μέσα απ’ το κοινό. «Στα ελληνικά θα παιχτεί;» ρωτάει η διπλανή της. «Βεβαίως, λέξη προς λέξη, όπως το ακούσατε» βεβαιώνει ο κ. Λιβαθινός και μια τρίτη κυρία στην άλλη άκρη ξεσπά σε δυνατό χειροκρότημα, μόνη της, παρασέρνοντας μόνο δυο-τρεις ακόμα αντί για όλη την αίθουσα όπως ίσως ήλπιζε. Θυμίζει λίγο μικρή πολιτική συγκέντρωση η συγκεκριμένη στιγμή – και το κόμπλεξ του Έλληνα που θέλει να βγει προς τα έξω πάση θυσία το μεγαλείο της Ιστορίας και του Ποιτισμού του σα σκούπα που θα σπρώξει στο φαράσι όλη τη σύγχρονη βρωμιά, είναι εδώ. Όμως ναι, αν είναι να δουν μια ελληνική παράσταση οι ξένοι, καλύτερα να είναι αυτή – δεν τίθεται θέμα.
Δυο ερωτήσεις ακόμα και η συζήτηση τελειώνει. Με ένα σάλτο, ο Λιβαθινός ανεβαίνει στη σκηνή, κουκουβίζει δίπλα στον Μαρωνίτη και τον χαϊδεύει αδελφικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η Ιλιάδα μπορεί να μη δέχεται χάδια, αλλά ο κ. Μαρωνίτης τα δέχεται, σαν αγνή επιβράβευση για το δικό του προσωπικό «έπος», κοιτάζοντας αμήχανα το πάτωμα. Κάποιοι από τους ηθοποιούς, που παρέμειναν στην αίθουσα να τον ακούσουν παρ’ ότι τυπικά είχαν σχολάσει, πλησιάζουν και του φορούν ένα αστυνομικό πηλίκιο της παράστασης, χαμηλά μέχρι το ύψος των ματιών, έτσι για πλάκα. Κι εκείνος, καθόλου σοβαροφανής, φίλος τους περισσότερο παρά «δάσκαλος», χαμογελάει στο φακό μιας ακόμα αναμνηστικής φωτογραφίας.
INFO
Η «Ιλιάδα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού θα παίζεται μέχρι τις 13/4 στο θέατρο «Χώρα» (Αμοργού 20, Κυψέλη).