Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Δεν ξέρω αν έχω μάθει κάτι για τον εαυτό μου, μέσα από τη δουλειά. Πολύ αμφιβάλλω».

Έχει γεννηθεί μέσα στο θέατρο, έχει μεγαλώσει στην Επίδαυρο, στα καμαρίνια, στις σκηνές και τις πλατείες. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξη της κι ας έχει φτάσει στο σημείο να πει «Αυτή είναι η τελευταία μου σκηνοθεσία και τέλος». Είναι παιδί της παρόρμησης αλλά και της σκέψης,  της αντίφασης και του πάθους κι ενώ από τη μια σκέφτεται να τα βροντήξει όλα ταυτοχρόνως διαβάζει τουλάχιστον ένα τετράωρο την ημέρα αναζητώντας το επόμενο έργο. 

Ο δικός μου ρόλος στον Αμύντα είναι πολύ συγκεκριμένος. Δεν κάνω καμία καλλιτεχνική προσθήκη, η δουλειά μου είναι να ζωντανέψω ξανά τους ηθοποιούς κι όλο αυτό το τόσο φρέσκο πράγμα που ήταν η παράσταση του πατέρα μου. Όποιος τη δει θα αναγνωρίσει αμέσως το στίγμα του.

Στον Αμύντα φέρω πολύ μεγάλη ευθύνη γιατί πρέπει να μείνω σε αυτό, που εγώ νομίζω, ότι ήταν το όραμα του πατέρα μου όταν τον ανέβαζε. Στην Άλκηστη είναι διαφορετικά, ήταν η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά στην Επίδαυρο και στην επόμενες παραστάσεις η ευθύνη ήταν να κρατήσω το ίδιο επίπεδο δουλεύοντας συνεχώς την παράσταση.

Η εβδομάδα της Επιδαύρου ήταν πολύ φορτισμένη συναισθηματικά, σαν αυτές τις περιόδους που λες «ωχ, πώς πέρασε και δεν θυμάμαι τίποτα;». Υπήρχε πολύ άγχος, αϋπνία, νηστεία. Όλα ήταν στα κόκκινα. Βρισκόμουν σε μια μόνιμη υπερδιέγερση που υπήρχε ήδη τους προηγούμενους μήνες αλλά κορυφώθηκε τις ημέρες της Επιδαύρου.


Όταν αντικρίζω το θέατρο της Επιδαύρου είναι σα να κοιτάζω τους γονείς μου στα μάτια. Μετά το πρώτο μεγάλο συναισθηματικό σοκ, μετά από αυτό το πρώτο «τίναγμα» μπήκε μπροστά η λογική και το πάθος της οργάνωσης της παράστασης μας. Είχα, εννοείται, φλας μπακ αναμνήσεων. Κάθε μονοπάτι, κάθε βράχος, κάθε πεύκο και το Ξενία είναι συνδεδεμένο με εικόνες των γονιών μου αλλά και με άλλους ηθοποιούς. Κάνοντας βόλτα εκεί είναι σα να κάνω μια βόλτα στο παρελθόν. Τώρα που προστέθηκε και μια δική μου καλλιτεχνική ανάμνηση και όχι της οικογένειας μου μπήκε και ψηφίδα της δικής μου ιστορίας, που φυσικά πατάει σε ένα ψηφιδωτό που προϋπήρχε.

Δεν λειτουργώ ποτέ με ανάθεση έργου αλλά μπορεί να δεχθώ μια ανάθεση χώρου όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Εκεί έπρεπε να διαλέξω έργο για τη συγκεκριμένη σκηνή και έτσι κάναμε τον Φάουστ.

«Μου έχει συμβεί λίγο πριν ανέβει παράσταση να σκεφτώ ότι το έχω πάρει όλο λάθος. Φρίκαρα. Το αντιμετώπισα όμως προσπαθώντας να κάνω τις απαραίτητες επεμβάσεις για να απαλύνω όσα με ενοχλούσαν».

Εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και τους συνειρμούς μου. Είμαι άνθρωπος των συνειρμών και δεν με τρομάζει αυτό, το έχω συνηθίσει. Μπορεί ορισμένες φορές να είναι κουραστικό γιατί κάνει συνέχεια κύκλους το μυαλό, δεν σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι, δημιουργεί ένα πλέγμα εικόνων, συλλογισμών και συμπερασμάτων που ορισμένες φορές μπορεί να είναι λανθασμένα. Το ένστικτο βέβαια δεν είναι αλάθητο.

Τον τελευταίο καιρό έχω αρκετά έργα που σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή θα τα κάνω παράσταση. Βρίσκονται είτε στο πίσω μέρος του μυαλού μου είτε ανάκατα πάνω στο γραφείο μου, στο κομοδίνο μου ή ακόμη και στον καναπέ. Αρχικά δε θέλω να τα μοιράζομαι, θέλω να τα κρατάω για μένα. Αν γίνει κάτι πιο συγκεκριμένο τότε θα το συζητήσω με τους πιο κοντινούς μου συνεργάτες. Συνήθως αυτό γίνεται αφού έχω πάρει την απόφασή μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν ψάχνω για έργο πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα. Αυτή την περίοδο που τρέχω με τον Αμύντα και την Άλκηστη, αφιερώνω λιγότερο χρόνο, περίπου ένα 4ωρο την ημέρα. Μόλις τελειώσω με αυτά θα έχω τη δυνατότητα να αφοσιωθώ στο διάβασμα καθώς η επόμενη παράσταση μου είναι το Ζ του Βασίλη Βασιλικού στην Εθνική Λυρική Σκηνή τον Μάρτιο. Γράφτηκε μια όπερα από τον συνθέτη Μηνά Μπορμπουδάκη, που ζει εδώ και χρόνια στο Μόναχο ενώ το πολύ ενδιαφέρον λιμπρέτο γράφτηκε από τον συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Με ενδιαφέρει η όπερα, είναι η δεύτερη που θα κάνω.

Όταν δεν έχω πρόβες μπορώ να χειρίζομαι τον χρόνο μου καλύτερα, γίνομαι λίγο πιο άνθρωπος. Δεν μπορώ να χαλαρώσω για πολύ μεγάλο διάστημα, ακόμη και όταν πηγαίνω διακοπές, πάντα παίρνω μαζί μου διάβασμα, δουλειά. Έχω το άγχος του χρόνου, έχω ένα ζιζάνιο που μου λέει διαρκώς «Τώρα κάτι άλλο θα έπρεπε να κάνεις και όχι να κάθεσαι». Κάθομαι μεν αλλά με το δεξί χέρι ψάχνω ένα βιβλίο. Άλλωστε όταν κάθομαι σπίτι μου και διαβάζω χωρίς πίεση, δεν το θεωρώ κούραση. Λίγο μήνες πριν ξεκινήσουν οι πρόβες και αφού αρχίσουν δεν υπάρχει τίποτε άλλο, μόνο αυτό. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι η ίδια η υπερδιέγερση από την αρχή της προετοιμασίας μιας παράστασης. Αν συνέβαινε αυτό θα κατέληγα με καρδιακή ανακοπή.

Μου έχει συμβεί λίγο πριν ανέβει παράσταση να σκεφτώ ότι το έχω πάρει όλο λάθος. Φρίκαρα. Το αντιμετώπισα όμως προσπαθώντας να κάνω τις απαραίτητες επεμβάσεις για να απαλύνω όσα με ενοχλούσαν. Δεν είμαι πάντα το ίδιο ικανοποιημένη όταν τελειώνω με μια δουλειά. Πρέπει να περάσουν κάποιοι μήνες, να πάρω μια απόσταση, να δω την παράσταση με άλλο μάτι ώστε να κάνω μια σωστή αποτίμηση.

«Έχω το άγχος του χρόνου, έχω ένα ζιζάνιο που μου λέει διαρκώς “Τώρα κάτι άλλο θα έπρεπε να κάνεις και όχι να κάθεσαι”. Κάθομαι μεν αλλά με το δεξί χέρι ψάχνω ένα βιβλίο».

Το κοινό του θεάτρου είναι πολύ μικρότερο από το κοινό του ποδοσφαίρου ή του Survivor. Αλλά είναι πιστό κι έχει δυναμική και φέρνει τους φίλους του, θα φέρει και τα παιδιά του, δημιουργείται έτσι μια κοινότητα με τα χρόνια. Όμως χωρίς στρατηγική δε γίνεται, κλείνουν τα θέατρα, οι βιβλιοθήκες, οι ηθοποιοί παίζουν τζάμπα ή βάζουν από την τσέπη τους. Το τοπίο φαίνεται ρομαντικό αλλά δεν είναι. Το να μην πληρώνονται οι άνθρωποι για την εργασία τους στο θέατρο δεν βοηθάει στο να πιέσουμε για την στήριξη τους, ούτε τους ιδιώτες ούτε την πολιτεία. Μας θεωρούν αλλοπαρμένους και αυτό μας κάνει κακό. Θα σηκωθεί ο τραπεζικός να πάει να δουλέψει εάν δεν πληρωθεί μόνο και μόνο επειδή του αρέσει να είναι ταμίας; Όχι.

Δεν ξέρω αν έχω μάθει κάτι για τον εαυτό μου, μέσα από τη δουλειά. Πολύ αμφιβάλλω. Ή τουλάχιστον όχι κάτι που θα μπορούσα να μοιραστώ δημοσίως. Στα 10 χρόνια που σκηνοθετώ έχω μάθει σε σχέση με το αντικείμενο κάτι πολύ σημαντικό: την κατά περίπτωση επαφή με τον ηθοποιό χωρίς να υποχωρώ σε αυτό που ζητάω, να δουλεύω με τον καθένα χωριστά προς την κατεύθυνση που υπηρετεί την παράσταση. Επίσης, έχω εξασκήσει πολύ το ένστικτό μου στην επιλογή καλών συνεργατών που σημαίνει συνεργατών καλοπροαίρετων και εργατικών. Έχω καταφέρει με τα χρόνια να φτιάχνω ένα ανσάμπλ που κουρδίζει καλά μεταξύ του και σε επίπεδο ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά και καλλιτεχνικής αισθητικής.

Έχω πει ήδη πέντε έξι φορές ότι αυτή είναι η τελευταία μου σκηνοθεσία και τέλος. Είμαι άνθρωπος της παρόρμησης και του πάθους, βέβαια σε άλλες πτυχές είμαι και της πολλής σκέψης. Στην καθημερινότητά μου σκέφτομαι γρήγορα και μερικές φορές μιλάω πιο γρήγορα από ό,τι σκέφτομαι.

Όμως χωρίς στρατηγική δε γίνεται, κλείνουν τα θέατρα, οι βιβλιοθήκες, οι ηθοποιοί παίζουν τζάμπα ή βάζουν από την τσέπη τους. Το τοπίο φαίνεται ρομαντικό αλλά δεν είναι»

Αμύντας του Γεωργίου Μόρμορη, σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, αναβίωση σκηνοθεσίας Κατερίνα Ευαγγελάτου. Τους ρόλους ερμηνεύουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Κουρλαμπάς, Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς, Γεράσιμος Σκαφίδας και ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης. Ηρώδειο, Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου, στις 21:00.
Άλκηστη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία και επεξεργασία μετάφρασης Κατερίνας Ευαγγελάτου. Διανομή: Διανομή: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος – Άδμητος, Δημήτρης Παπανικολάου – Ηρακλής, Κίττυ Παϊταζόγλου – Άλκηστη, Γιάννης Φέρτης – Φέρης, Κώστας Βασαρδάνης – Απόλλων, Σωτήρης Τσακομίδης – Θάνατος, Ερρίκος Μηλιάρης – Υπηρέτης, Κίττυ Παϊταζόγλου – Υπηρέτρια.  Από το Εθνικό Θέατρο. Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, 27, 28 , 29, 30 Σεπτεμβρίου.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου