Η αλήθεια είναι ότι αυτό το καλοκαίρι δεν είναι καθόλου εύκολο να συγκεντρωθούμε για να παρακολουθήσουμε κάποιες από τις λιγοστές παραστάσεις που μπορούμε και θέλουμε να δούμε. Κάτι η προσμονή να βρεθούμε στη θέση του θεατή, κάτι οι συναντήσεις με ανθρώπους που έχουμε καιρό να δούμε, χρειάζεται κάπως περισσότερη διαδικασία μέχρι να «μπούμε» στη διαδικασία της κάθε παράστασης.
Ο «Οιδίπους» του Σοφοκλή αλλά και του Παζολίνι και του Δημήτρη Καραντζά ήταν στις πρώτες καλοκαιρινές θεάσεις. Και ήταν τέτοια η προσμονή που δεν περίμενα έναν κοντινότερο σε μένα σταθμό της περιοδείας του. Βρέθηκα στο Βεάκειο του Πειραιά, χώρος που δημιουργεί έναν πρόσθετο λόγο… ξεμυαλίσματος -με όλο τον Σαρωνικό μπροστά σου!
Παρ’ όλα αυτά, στο καθήκον. Παρατηρώντας το σκηνικό πρώτα, που για πρώτη φορά επιμελήθηκε ο Δημήτρης Καραντζάς. Στο βάθος της σκηνής του Βεάκειου μια μεταλλική κρεμάστρα δαπέδου, από την οποία κρέμονται μικρότερες κρεμάστρες μ’ ένα άσπρο μπλουζάκι πάνω της η καθεμιά τοποθετημένο ανάποδα. Μόλις ξεκίνησε η παράσταση αυτές οι μικρές κρεμάστρες, που είχαν μια βάση, τοποθετήθηκαν διάσπαρτα σε όλη την επιφάνεια της σκηνής. Κατ’ αρχήν σκηνικό έξυπνο και λειτουργικό και ερμηνεύεται κατά το δοκούν: τα θύματα του λοιμού που εξαντλεί τη Θήβα, ο χορός-πολίτες που παρακολουθούν τα κεντρικά πρόσωπα της τραγωδίας… Και στη σκηνή εμφανίζονται τρεις φιγούρες, άφυλες εκ πρώτης όψεως, με ίδια ακριβώς κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη): ο Μιχάλης Σαράντης (Οιδίπους), η Μαρία Κεχαγιόγλου (Ιοκάστη, Τειρεσιας), ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Κρέων, χορός, αφηγητής).
Κι αρχίζουμε να παρακολουθούμε τον πασίγνωστο μύθο του Οιδίποδα μ’ έναν άλλο τρόπο. Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν επιμένει τόσο στο στόρι, αλλά στην αναζήτηση αυτού που συμβαίνει: «Κάλεσε τον Τειρεσία αν θες να μάθεις την αλήθεια» λέει ο χορός-Αβαρικιώτης κάποια στιγμή και ανάβει ένας προβολέας. Και ο προβολέας ανάβει πολλές φορές στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά. Και καθώς η πλοκή προσεγγίζει την τρομερή αλήθεια, φωτίζει όλο και πιο αδυσώπητα τα πρόσωπα. Αυτό ήταν το ένα εύρημα του Δημήτρη Καραντζά. Το άλλο, το πιο καθοριστικό της παράστασης, ήταν το μπλέξιμο του Οιδίποδα του Σοφοκλή με τον Οιδίποδα του Παζολίνι (διασκευή Θεοδώρα Καπράλου), επιχειρώντας να δώσει ψυχαναλυτική ανάγνωση σ’ αυτή την παμπάλαια, τρομερή και συναρπαστική ιστορία. Τις αφηγηματικές γέφυρες με το κείμενο του Παζολίνι κάνει ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, πανταχού παρών, σε κάθε σπιθαμή της σκηνής. Το τρίτο εύρημα, ήταν τα μικρόφωνα που άλλαζαν τον ήχο της φωνής των ηρώων, τον έκαναν πιο εσωτερικό, πιο βαθύ, πιο υποβλητικό, σαν φωνή συνείδησης… Η μουσική του Γιώργου Πούλιου υπογραμμίζει την αίσθηση.
«Τι του είναι η γυναίκα του;» – «Μια ντροπή διεγερτική». Και η σκηνή της αποκάλυψης, η σκηνή που η Ιοκάστη και ο Οιδίπους συνειδητοποιούν και παραδέχονται την φρικτή αλήθεια είναι πράγματι σκηνή ανθολογίας. Χωρίς ίχνος μουσικής συνοδείας. Γυμνή, απόλυτη, μόνο με τον ήχο του δέους…
Ο Δημήτρης Καραντζάς μετά τη «Μήδεια» με τρία πρόσωπα, αναζητεί, ξανά, με τον «Οιδίοποδα» κι άλλα στρώματα στην αρχαία τραγωδία. Εχοντας πάλι στη διάθεσή του τρεις σπουδαίους ηθοποιούς. Ο Μιχάλης Σαράντης, ο Οιδίπους, «που δεν ανήκει στον κανόνα της ανθρώπινης ζωής» αλλάζει μπροστά στα μάτια μας έκφραση και διάθεση υπό το βάρος των εξελίξεων. Λίγο παραπάνω εξωστρεφής σε κάποια σημεία. Τη Μαρία Κεχαγιόγλου τη βρίσκω κάθε φορά και πιο ώριμη, πιο πλήρη. Εξαιρετική. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης έκανε θαυμάσια τη δύσκολη δουλειά.
Παρ’ όλα αυτά ομολογώ ότι δεν με κράτησε σε όλη τη διάρκειά της η παράσταση. Σε σημεία μόνο. Να ταίριαζε καλύτερα σε κλειστό χώρο; Να μην κούμπωσε η διασκευή και η «συνομιλία» Σοφοκλή-Παζολίνι; Να συγκρούστηκαν οι δύο γραφές και οι δύο προσεγγίσεις; Το ένιωσα περισσότερο ως πείραμα, που είχε πολλή δουλειά και πολύ καλά «υλικά», αλλά όχι ως ολοκληρωμένη πρόταση. Που είχε πολλές αναζητήσεις, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι έφτασαν σε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Και είμαι σίγουρη ότι θα ήθελα να ξαναδώ την παράσταση σε κλειστό χώρο (όπως είχα δει και τη «Μήδεια» και ήταν αναμφίβολα διαφορετική αίσθηση).