Δέκα χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα, οι BRMC έκαναν ένα εκκωφαντικό (σχεδόν) sold out, και μάλιστα μετά από τριήμερο, εν μέσω βροχών και άλλων τέτοιων ωραίων που όλοι ξέρουμε πόσο επηρεάζουν την ελληνική συναυλιακή πραγματικότητα. Αν δεν είναι αυτό περίεργο, τότε τι είναι;
Όπως ολίγον τι περίεργη ήταν και η επιλογή του χώρου. Το Acro, που τρεις μέρες νωρίτερα λεγόταν Gazi Music Hall, είναι (για να το πούμε απλά) πίστα. Δεν πηγαίνω, δεν ξέρω πως είναι μια “κανονική μέρα”, ωστόσο όταν εκεί παίζει ένα rock ‘n’ roll συγκρότημα, ο ήχος οφείλει να είναι τέτοιος που θα σου επιτρέπει να το ζήσεις “για τα καλά”. Στους BRMC δεν ήταν κακός ο ήχος. Αλλά δεν ήταν καλός από την αρχή.
Οι τύποι με τα μαύρα βγήκαν στις 22.40 και μας έκαναν να καταλάβουμε πως για την επόμενη μιάμιση ώρα θα έπαιζαν γερή μπάλα. Με τα καλά τους και τα στραβά τους. Αρχή με “Let The Day Begin” με τα καταιγιστικά τύμπανα και τις κιθάρες τσίτα στο reverb. Το κομμάτι αυτό ανοίγει εθιμοτυπικά πλέον τις συναυλίες των BRMC. Γραμμένο από το πατέρα του Been όταν έπαιζε με τους Call, δίκαια πέρασε στην επόμενη γενιά ίσως και σαν φόρο τιμής από τον μικρό στη μνήμη του μεγάλου που πέθανε κατά τη διάρκεια ενός live τoυ γκρουπ στο Βέλγιο το 2010, όταν ήταν μηχανικός ήχου στη μπάντα.
Στο πρώτο δεκάλεπτο, όμως, όλα ακούγονταν χαμηλά. Αν καθόσουν προς τα πίσω, εκεί που είναι οι σκάλες καλύτερα θα τους άκουγες από το στερεοφωνικό του σπιτιού σου. Δοκιμάσαμε και τον εξώστη. Εκεί, στο μεσαίο διάζωμα ο ήχος ήταν κάπως καλύτερος. Μπορούσε κάποιος να καταλάβει live.
Οι BRMC δεν ξέρω αν έχουν πλέον μεγάλες φιλοδοξίες, γιατί εδώ που τα λέμε ψιλοέχασαν το τρένο της it μπάντας που είχαν καβαλήσει δικαίως πριν από αρκετά χρόνια. Πάντως πορεύονται ακριβώς γουστάρουν και στους εφτά δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής. Τα πρώτα 6-7 τραγούδια, ειδικά μέχρι το “Berlin” ήταν σαν παλιοροκάδικη συναυλία (για καλό το λέω αυτό), ο κόσμος από κάτω διασκέδαζε και χόρευε σαν τρελός. Το γούσταρε πραγματικά το live και συμμετείχε. Μετά, στο επόμενο σαραντάλεπτο ήταν σαν να πάτησαν φρένο αφού τα τραγούδια τους ήταν μια σκάλα πιο κάτω από τα προηγούμενα σε ένταση και δυναμισμό. Δεν έλειψαν τα κιθαριστικά σόλο, οι παραμορφώσεις και ο χορός κάτω από τη σκηνή απλά φαινόταν σα να κάνει η συναυλία “κοιλιά”. Ή μπορεί να φάνηκε σε μένα έτσι λόγω θέσης. Δεν βαρέθηκα αλλά το περίμενα κάπως αλλιώς, κι ευτυχώς που ήρθε το φινάλε με τα πασίγνωστα από τον πρώτο δίσκο (“Red Eyes and Tears”, “Spread Your Love” και το highlight της βραδιάς “Whatever Happened To My Rock ‘N’ Roll”) για να μας απογειώσουν και να δείξουν πως γίνονται τα σωστά r’n’r live.
Όχι, δε γκρινιάζω. Οι BRMC είναι μια από τις πιο ενθουσιώδεις μπάντες που κυκλοφορούν εκεί έξω. Κι αν δεν ήταν τέλειo το live, αν δεν ήταν αυτό που θα σου αλλάξει τη ζωή, τουλάχιστον δεν ήταν αυτό που θα σου τη χαλάσει. Καταλαβαινόμαστε, πιστεύω.
Τη συναυλία άνοιξαν οι Noise Figures. Δεν είχαν κανένα άγχος αν και έπαιζαν μπροστά σε σχεδόν 3000 άτομα και μαγκιά τους. Έπαιξαν αυτό το garage rock που ξέρουν καλά και μας θύμισαν ότι το ντεμπούτο τους είναι ένας δίσκος που δε χορταίνουμε ν’ ακούμε.
ΥΓ. Γιατί τόση ουρά στα αγορασμένα εισιτήρια μέσω ίντερνετ; Λογικά εκεί δε θα έπρεπε τα πράγματα να είναι πιο άνετα;