Πριν λίγες μέρες, σε μία από τις αποθήκες της Πειραιώς 260, στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Ρομέο Καστελλούτσι, στην παράστασή του «Η νέα ζωή», μοιραζόταν φωναχτά τις σκέψεις του για την τέχνη που παράγεται, την τέχνη που διακινείται, την τέχνη που καταναλώνεται και το πού υπάρχει η αδιαμεσολάβητη μορφή της. Πριν κλείσει μια εβδομάδα πάλι στο Φεστιβάλ Αθηνών, με την τέχνη ως βασικό όχημα (μ’ ένα πορτρέτο ξεκινάει η παράσταση, μ’ ένα άλλο πορτρέτο τελειώνει), ο Ρομπέρ Λεπάζ αφηγήθηκε πολύ πιο σύνθετα, διαχρονικά και περίπλοκα ζητήματα στην παράστασή του «Kanata – Επεισόδιο 1ο – Η διαμάχη». Kanata σημαίνει χωριό στη γλώσσα των Ιροκουά (φυλή των αυτοχθόνων του Καναδά), και τελικά έδωσε το όνομα σε όλη τη χώρα.
Με τρόπο περίτεχνο, ύφανε την ιστορία των αυτοχθόνων της χώρας καταγωγής του, του Καναδά (την καταπίεση και την περιθωριοποίηση που υπέστησαν για πάρα πολλά χρόνια από όσους εποίκησαν και διοίκησαν τη χώρα), με τις ιστορίες όσων (χθες, σήμερα, αύριο) ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και μ’ εκείνες όσων επιδιώκουν ν’ ακούσουν τους «άλλους», τους διαφορετικούς.
Από πολλά μικρά επεισόδια-σκηνές αποτελείται η παράσταση του Λεπάζ που ξεκινάει από το εργαστήριο συντήρησης ενός μουσείου στο Βανκούβερ του Καναδά. Μέσα από τη μικρή ξενάγηση της συντηρήτριας έργων Τέχνης στον Γάλλο υπεύθυνο μουσείου που θέλει να διαλέξει έργα για μια έκθεση, μαθαίνουμε πώς αποτυπώθηκαν στη ζωγραφική βασικές στιγμές της ιστορίας αυτής της νέας σχετικά χώρας. Πώς έφτασαν οι έποικοι, πώς αντιμετώπισαν τους αυτόχθονες. Σ’ ένα πορτρέτο η μορφή μια γυναίκας με τη στολή των αυτοχθόνων: «η Ινδιάνα Τζοκόντα», λέει η συντηρήτρια. Στη σκηνή ζωντανεύουν κάποιες από αυτές τις στιγμές. Και μετά βλέπουμε ένα ζευγάρι Γάλλων καλλιτεχνών που φτάνει στο Βανκούβερ του Καναδά, την πλέον πολυπολιτισμική πόλη της μεγάλης αυτής χώρας, αναζητώντας το δρόμο του. Η γυναίκα είναι ζωγράφος, ο σύντροφός της ηθοποιός. Η ψυχρή Κινέζα ιδιοκτήτρια του σπιτιού που θα νοικιάσουν ενσαρκώνει την απορρόφηση κι όχι την ενσωμάτωση όσων κάποτε έφτασαν ως ξένοι σε μια χώρα και θέλησαν με κάθε τρόπο να γίνουν μέρος του αμερικανικού ονείρου, εγκαταλείποντας τα δικά τους χαρακτηριστικά. Η Γαλλίδα ζωγράφος ανακατεύεται με μια παρέα περιθωριακών τύπων (ναρκομανείς, πόρνες). Στην οδό Χέιστινγκς συναντά ανθρώπους-ερείπια, τους σύγχρονους υποτελείς είτε σε ουσίες είτε σε χαμερπείς εκμεταλλευτές. Η ζωγράφος πλησιάζει ένα από αυτά τα κορίτσια, την Τάνια. Θέλει να μάθει τη ζωή της, τον τρόπο που σκέφτεται. Την εμπιστεύεται, της ανοίγει το σπίτι της. Αρχίζει να ζωγραφίζει το πορτρέτο της από μνήμης. Η ζωγράφος, η Μιράντα, προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο ζωής των σύγχρονων αυτόχθονων, διατηρώντας όμως τις απόψεις της, την κουλτούρα της, τη στιγμή που ο σύντροφός της ο ηθοποιός είναι διατεθειμένος ν’ αλλάξει και τη γαλλική προφορά του προκειμένου να ενσωματωθεί.
Η Τάνια αντιδρά στην προσέγγιση. «Δεν είναι η πρώτη φορά που ειδικοί διηγούνται την ιστορία μας» λέει η Τάνια στη ζωγράφο, και την ίδια στιγμή ο Λεπάζ εντάσσει στην παράσταση και την πρόσφατη διαμάχη (που έγινε και υπότιτλος του πρώτου επεισοδίου) με τους αυτόχθονες καλλιτέχνες που αντέδρασαν, επειδή δεν χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση καλλιτέχνες από τις δικές τους κοινότητες, κατηγορώντας τον Λεπάζ για πολιτισμική ιδιοποίηση. «Οι πολιτισμοί δεν είναι απομονωμένοι, διασπείρονται από τη στιγμή της ανάδυσής τους. Οι ιστορίες των ομάδων, των ορδών, των φυλών, των λαών, των εθνών δεν μπορούν να κατοχυρωθούν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, γιατί ανήκουν όλες στη μεγάλη Ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτή η μεγάλη Ιστορία είναι το έδαφος της τέχνης» απαντά ο Ρομπέρτ Λεπάζ, στάση και άποψη που γίνεται ο πυρήνας της παράστασής του.
Η Τάνια δολοφονείται από έναν serial killer, μανιακό, που θεωρεί ότι «καθαρίζει την κοινωνία», έτσι όπως το θεωρούν όλοι οι εγκληματίες «ελευθερωτές» της ιστορίας. Και η Μιράντα θέλει να ζωγραφίσει τα πορτρέτα των 49 δολοφονημένων κοριτσιών, αλλά εκεί αρχίζουν οι αντιδράσεις από τις οικογένειές τους. Μια ξένη θα ζωγραφίζει τις αυτόχθονες; «Δεν με συγκινούν σαν αυτόχθονες, αλλά σαν ανθρώπινα όντα», αντιτάσσει. «Είναι οι ψυχές τους που θέλω να ζωγραφίσω» προσθέτει, αφού εκτός από την Τάνια δεν γνωρίζει κανένα άλλο πρόσωπο. Η αναφορά στη διαμάχη για την παράσταση είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η Μιράντα είναι ο Λεπάζ. Απογοητευμένη από την αντιμετώπιση επιδιώκει να μπει στον κόσμο των ναρκωτικών. Και είναι μία από τις συγκλονιστικές στιγμές της παράστασης, εκείνη η αντεστραμμένη βάρκα, εκείνο το αδιέξοδο ταξίδι, που μοιάζει μαγικό, αλλά είναι εφιαλτικό.
Ομως ο Ρομπέρ Λεπάζ δεν μένει στην επισήμανση. Δίνει διέξοδο, προτείνει τη συνάντηση των διαφορετικών κόσμων. Και η τέχνη γίνεται όχημα. Και η Μιράντα αρχίζει να ζωγραφίζει ένα φανταστικό τεράστιο μουσαμά, και όλα τα πρόσωπα της παράστασης ξανάρχονται στη σκηνή. Οι ζωντανοί, οι νεκροί, οι αυτόχθονες, οι Ευρωπαίοι, τα χαρακτηριστικά τους, οι γλώσσες τους. Η οδός Χέιστινγκς έγινε τέχνη. Η ζωή έγινε τέχνη. Και σαν να μου φάνηκε ότι το πορτρέτο της «Ινδιάνας Τζοκόντα» που είδαμε στην αρχή της παράστασης, έμοιαζε πολύ με το πορτρέτο της Τάνιας που ζωγράφισε η Μιράντα, ενώνοντας τα κομμάτια του παζλ στην ιστορία μιας χώρας.
Αυτό που έκανε ακριβώς στην παράστασή του ο Ρομπέρ Λεπάζ, συνταιριάζοντας θαυμαστά την κουλτούρα και τη σκηνική γλώσσα των ηθοποιών του Θεάτρου του Ηλιου με τον δικό του σκηνικό τρόπο. Που μοιάζει απλός, αλλά δεν είναι. Που αντλεί από την ιστορία και τις καθημερινές ιστορίες, και την ίδια στιγμή φωτίζει ιδεολογίες, αποκαλύπτει ιδεολογήματα, σκιαγραφεί νοσηρές κοινωνικές συμπεριφορές που έγιναν, στο μεταξύ, απαρατήρητες και μοιάζουν φυσιολογικές και ακίνδυνες. Κι όλα αυτά έγιναν με άψογες ερμηνείες, με σκηνογραφία που άλλαζε μαγικά από τη μια στιγμή στην άλλη, με ταπεινά σκηνικά αντικείμενα αλλά και την τεχνολογία παρούσα και γοητευτική.
Καθώς έβλεπα το «Kanata» του Ρομπέρ Λεπάζ θυμήθηκα τη «Σαϊγκόν» της Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν, που είδαμε στα τέλη Ιουνίου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και σκέφτηκα ότι στο δρόμο του Ρομπέρτ Λεπάζ περπατά κι εκείνη, πιο άγουρα ίσως ακόμα, αλλά αποφασιστικά. Στο θεατρικό δρόμο που φαίνεται ότι αφηγείται απλές ιστορίες, αλλά καταπιάνεται με τους ανθρώπους κι ό,τι τους διαμόρφωσε, είτε προσωπικές ιστορίες είτε μεγάλα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν τη διαδρομή τους, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις τους. Ναι, τέτοιο θέατρο θέλω να βλέπω.