Βγάζει το μαύρο περιβραχιόνιο από το μπράτσο και το περνάει στα μάτια του. Παίζει τυφλόμυγα. Τριγύρω του αυτές. Η Ελπίδα, η Τρέλα, η Μνήμη. Τα κοριτσάκια του. Αδηφάγες μέγαιρες που κατάπιναν τις σάρκες του. Ώσπου μεγάλωσαν, θάψαν τη γυναίκα του, και τους απόμεινε αυτός ο ίδιος η κληρονομιά, ένα αβοήθητο σκαρί να ξεπαστρέψουν. Τον κυνηγούν μεγάλο άνθρωπο.
Τις κυνηγά κι αυτός. Αυτός τις έθρεψε. Εκείνη τη καχεκτική, την Ελπίδα, αυτός τη κανάκευε «πού ειναι η Λεπίδα μου- πού είναι η Λεπίδα;» και την ταχτάριζε στα γόνατά του.
«Η Τρέλα η χοντρέλα μου», πείραζε την πιο όμορφη, την πιο μοιραία.
«Τρέλα θα λες την κόρη σου;» σταυροκοπιόταν μαυροφορεμένη πάντα η μάνα του. Αλλά πού να ακούσει.
Και τη μικρή, το πιο αρρωστιάρικο, Μνήμη την είπε. Πώς τη ξεμύξιζε, πώς την τάιζε, πώς της σκούπιζε τα ξερατά, ώσπου έγινε η πιο παχιά, η πιο νταρντάνα από όλες.
Πέφτει στο πάτωμα. Τώρα άρχισε να γυρίζει η Γη. Τόσα χρόνια δεν ήξερε. Μέχρι 30 χρονών με δανεικά παπούτσια. Τα δανεικά σε πάνε όπου θέλουν εκείνα. Με κλεμμένο σώβρακο. Σε κάνει λήσταρχο στο πήδημα. Μια φορά είχε βρει μια μαύρη μάντισσα, πουτάνα σε μπουρδέλο. «Ή θα τις φας ή θα σε φάνε», του είπε. Τη χαστούκισε. Πλήρωσε, έφτυσε στο χαλί της κι έφυγε.
Πιάνεται από το πόδι της μικρής να σηκωθεί. Του ρίχνει μια και τον γυρνάει μισό αιώνα πίσω. Φοράει μπριγιαντίνη στα μαλλιά και ρόδο στο πέτο. Κολόνια λεβάντα, μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, σκαρπίνι καλογυαλισμένο και βγαίνει σεργιάνι. Νεαρός, με καρφιτσωμένα όνειρα στη φανέλα. Από παιδί, όταν τον φάσκιωνε η μάνα του, και ως τώρα δε τα αποχωρίστηκε. Με τα καρφιτσωμένα, τα δανεικά και τα κλεμμένα έσμιξε, έκανε σπίτι, έκανε προκοπή.
Σέρνεται στα τέσσερα. Δυο χρονών μπόμπιρας μπουσουλάει στις στάχτες και βάφει μαύρες τις παλάμες και τα γόνατα. Βρίσκει δαχτυλήθρες και τις χώνει στο στόμα. Η μάνα τον κεντάει μη και μη και μη.
Η μεσαία τον γυρνάει ανάσκελα με μια κλωτσιά στα πλευρά. Τον πιάνει απ’ τα μαλλιά η μικρή και του τραβάει το κεφάλι πίσω. Και η μεγάλη, με ένα μαύρο μαντήλι ολομέταξο τον στραγγαλίζει αργά-αργά. Ο χρόνος μηδενίζεται.
Η ζωή του πέρασε ταινία από μπροστά από τα μάτια της τυφλόμυγας. Φιλμ νουάρ. Αν τις είχε φάει αυτός, τώρα θα τις έχεζε. Μια μαύρη κρεατόμυγα θα τον μακάριζε για το γεύμα.
Το βιβλίο «Ανκόρ» της Πέλας Σουλτάτου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.