Είναι ψηλός, ογκώδης και επιβλητικός. Άφρο μαλλί, έντονο βλέμμα, πολύχρωμες κελεμπίες (ή αν θέλουμε να είμαστε σωστοί, ντασίκι), αλλά κι αθλητικά σνίκερς που «κλείνουν» το κάδρο. Λάθος, υπάρχει και κάτι άλλο βασικό που συμπληρώνει την εικόνα. Το σκήπτρο του, το χρυσό τενόρο σαξόφωνο που κρατά στα, γεμάτα εντυπωσιακά δαχτυλίδια, χέρια του.
Ευθύς εξαρχής, η εικόνα του Kamasi Washington, του πάλαι ποτέ session σαξοφωνίστα που πλέον ανεβάζει μέρα με τη μέρα το κοντέρ της δημοφιλίας του, αυτού του jazz μουσικού που πλέον φιγουράρει στις πιο απίθανες μουσικές γωνιές, από μόνη της προμηνύει κάτι ιδιαίτερο, μοιάζει σχεδόν σαν μια κρυπτογραφία: πέραν της επιβλητικής προσδοκίας που αποπνέει, αυτή λειτουργεί σαν ένας χάρτης με σημαίνοντα που βρίσκουν όλα τα σημαινόμενά τους στις ρίζες της αφροαμερικανικής κουλτούρας, τοποθετημένα με χειρουργική ακρίβεια, χωρίς καμία τυχαιότητα. Το σίγουρο είναι πως δεν βλέπουμε κάθε μέρα έναν τζαζίστα να χαίρει δημοφιλίας κι αποδοχής που ολοένα και προσομοιάζει με έναν ποπ/ροκ σταρ.
Ποιό είναι όμως αυτό το κοκαλάκι της νυχτερίδας που έκανε τον “epic” Kamasi να κερδίσει αυτό το δύσκολο στοίχημα, να φέρει την jazz στα αυτιά ενός πιο διαφορετικού, ίσως πιο ποπ, κοινού;
«Δεν τον καταλαβαίνω τον Kamasi Washington. Μου είναι αδύνατον να εξηγήσω το φαινόμενο, όσο κι αν έχω προσπαθήσει. Στην αρχή μάλιστα τον σνόμπαρα. Έλεγα ότι αν κάποιος θέλει να καταλάβει ποιο είναι το “σήμερα” της τζαζ, ας ακούσει Christian Scott, Esperanza Spalding ή GoGo Penguin, όχι κάποιον που αναπαράγει την spiritual jazz των ‘60s. Κι αν πάλι θέλει να ακούσει spiritual jazz, ας ακούσει τον Nat Birchall που το κάνει καλύτερα. Αλλά ο Birchall είναι ένας εξηντάρης σαξοφωνίστας από το Μάντσεστερ, κολλημένος με τον Coltrane, δεν είναι ένας τριανταπεντάρης από το Λος Άντζελες που δουλεύει με τον Kendrick Lamar και βγάζει ένα τριπλό concept jazz άλμπουμ που γίνεται ξαφνικά κτήμα ενός κοινού άσχετου με την τζαζ σαν να μην τρέχει τίποτε» ξεκινάει τον ειλικρινή συλλογισμό του ο Νίκος Φωτάκης (με μεγάλη θητεία στο Jazz & Τζαζ, τώρα γράφει από τους Αντίποδες στο australianjazz.net).
Ας ρίξουμε μια ματιά στην έως τώρα πορεία του Kamasi Washington. Γεννήθηκε το 1981 στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες, από μητέρα δασκάλα και πατέρα μουσικό (μάλιστα, η…ζωή έκανε κύκλους και πλέον ο Rickey Washington παίζει φλάουτο στις περιοδείες του γιου του), ο οποίος και τον εισήγαγε στον κόσμο της τζαζ, πιάνοντας για πρώτη φορά το σαξόφωνο στα 13 του χρόνια. Μεγάλωσε βέβαια σε γκέτο κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μοιράζει το χρόνο του στα ακουστικά και τα ηχεία του ανάμεσα σε τζαζ αυτοσχεδιασμούς και τις ρίμες της Δυτικής Ακτής.
Πριν από περίπου μία δεκαετία θήτευσε σε touring bands καλλιτεχνών όπως ο Snoop Dogg και η Lauryn Hill ενώ το όνομά του μπήκε σε δίσκους θρύλων όπως ο Quincy Jones και μουσικών όπως ο Flying Lotus και ο Ryan Adams. Το σημείο καμπής όμως ήρθε με τη συμμετοχή του στο magnum opus του Kendrick Lamar, To Pimp A Butterfly το 2015. Ένας hip hop δίσκος που από μόνος του ανέτρεξε στις ρίζες της μαύρης μουσικής, φέρνοντας στο προσκήνιο το φλερτ του hip hop με το τζαζ ηχόχρωμα, όπως ακριβώς είχαν κάνει υποδειγματικά στην αυγή των 90s οι A Tribe Called Quest.
Μάλλον σε αυτό ακριβώς το σημείο θα έπρεπε να κοντοσταθούμε, αν θέλουμε να εντοπίσουμε μία πιθανή ανάδειξη της τζαζ στα σύγχρονα λιμνάζοντα νερά της ποπ. Τουλάχιστον για τον Kamasi Washington αυτό ήταν το προπαρασκευαστικό στάδιο για την προσωπική του μουσική πρόταση που ήρθε και με τη βούλα λίγους μήνες μετά με το επίσημο ντεμπούτο του The Epic (είχαν προηγηθεί βέβαια τρεις ανεξάρτητες κυκλοφορίες του). Έναν δίσκο που είχε θεωρητικά όλους τους οιωνούς εναντίον του στο να καταφέρει να αγγίξει ακροατήρια που έως τότε ποδοπατιόντουσαν σε γεμάτα κάπνα κλειστά venues και ίδρωναν σε μεγάλα open air φεστιβάλ. Ένας δίσκος κυριολεκτικά επικών διαστάσεων που σχεδόν αγγίζει τις τρεις ώρες, γεμάτος με εγκεφαλικούς αυστοσχεδιασμούς μιας τζαζ κοσμικής και άχρονης, που φτάνει μέχρι τον Debussy και το “Clair de Lune”.
Ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό, το προαναφερθέν target group βρήκε σημεία αναφοράς; Μήπως γιατί αναγνώρισε θέματα που ξυπνάνε κάποια ασυνείδητα σημεία επαφής με ήχους που είναι απροσδιόριστα οικείοι, που βρίσκονται σε κάποιο σκονισμένο μπαούλο της μνήμης που δημιουργεί η τριβή των ανθρώπων με τη μουσική; Δημιουργήθηκε έτσι μία συνθήκη που βρίσκει τη λειτουργικότητά της και χτίζει ένα ποιοτικό άλλοθι. Αλλά φυσικά δεν θα αρκούσε μόνο αυτό…
«Το σημαντικό στην περίπτωση του Kamasi Washington είναι ότι η μουσική του διατρέχει ένα πολύ ευρύ φάσμα. Ξεκινάει από το bebop, περνάει μέσα από την avant garde και τη free jazz του Coltrane, διασχίζει το funk της δεκαετίας του ’70 και καταλήγει στο hip hop. Όλα αυτά τα διαφορετικά στυλ, που όμως έχουν άμεση συνάφεια μεταξύ τους, απαντούν στη μουσική του» σημειώνει ο Θανάσης Μήνας (Στο Κόκκινο 105.5) για να συμπληρώσει ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος (Kosmos 93.6): «Πέρα από την προσέγγισή του, ακούς από τον Pharoah Sanders και τον Sun Ra μέχρι τον James Brown και τη σημερινή γενιά. Μουσικά, κάνει αυτήν την συμπύκνωση κάτι που δεν είναι εύκολο και δεν το έχουν πετύχει πολλοί. Ο ίδιος το πετυχαίνει μέσα από την τζαζ».
Φυσικά ο συγκερασμός τέτοιων στοιχειών σε τζαζ καμβά δεν είναι κάτι νέο. Ας θυμηθούμε τον Miles Davis που το 1986 στο άλμπουμ Tutu άφησε την τρομπέτα του να αλωνίζει σε funk γκρούβες και σε electro pop πινελιές, σε πλήρη (συζητήσιμη βεβαίως) αρμονία με τη δεκαετία, κατασκευάζοντας μία άτυπη jazz pop. Αλλά και λίγο πριν το θάνατό του έδωσε τα χέρια με το hip hop στον δίσκο Doo-Bop που κυκλοφόρησε μετά θάνατον, το 1992 (άραγε ποιός ξέρει τι θα έκανε αν είχε ζήσει λίγο ακόμα;).
Αλλά για να μην πάμε τόσο μακριά, ο Θανάσης Μήνας θυμάται ένα αντίστοιχο γκελ, μικρότερης όμως εμβέλειας που είχαν καταφέρει οι Σουηδοί Esbjörn Svensson Trio σε ένα ευρύτερο κοινό μέσα στη δεκαετία του 2000, ενώ αν έρθουμε στο σήμερα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση των BadBadNotGood που όμως ψήνουν τις τζαζ καταβολές σε ένα πιο μπασταρδεμένο ηχητικά χαρμάνι. Όμως, ο Θανάσης Μήνας τονίζει πως «ο Kamasi Washington πέτυχε το crossover χωρίς να βάλει νερό στο κρασί του, με τη τζαζ του να παραμένει αυτοσχεδιαστική και για απαιτητικούς ακροατές».
Πέραν όλων αυτών, παρά τη λεκτική οικονομία της μουσικής του, ο Kamasi Washington καταφέρνει να αποτυπώσει ένα αφήγημα της φυλής του και των καιρών του – γίνεται η jazz φωνή του Black Lives Matter. Το αποδεικνύει το εναρκτήριο “Fists of Fury” του νέου του δίσκου Heaven and Earth (η αμέσως προηγούμενη κυκλοφορία του ήταν το ep Harmony of Difference, 2017). Πρόκειται για μια ρυθμική αργόσυρτη πομπή που κορυφώνεται σταδιακά και φωνάζει: “Our time as victims is over / We will no longer ask for justice / Instead we will take our retribution”, φέρνοντας στο μυαλό, σε αισθητική στοίχιση και πυγμή, ένα “Gimme Shelter” του σήμερα.
Αν το The Epic ήταν μία προσεκτικά υπολογισμένη jazz ελεγεία που φωτιζόταν υπό το ψυχρό φως του φεγγαριού (αποδώστε στο “Clair de Lune” την παραπάνω ποιητική αδεία), τότε το Heaven and Earth εμπλουτίζει τις αναφορές του Kamasi, αποκτά μία θέρμη κι εγγύτητα που αντανακλά στα δύο στοιχεία της φύσης που συναντάμε στον τίτλο. Βλέπει κανείς τη διαφορά, ακόμη κι αν δει τα δύο εξώφυλλα των δίσκων: η ασπρόμαυρη επιβλητικότητα του πρώτου απέναντι σε μία έγχρωμη παρουσίαση του Kamasi, ως άλλου Ιησού που περπατά στο νερό, του δεύτερου.
Για κάθε γήινο πρόβλημα που αποπειράται να εκφράσει στο Heaven and Earth, όπως στο “Fists of Fury” και το “Street Fighter Mas”, υπάρχει ένα στοιχείο υπερβατικό, όταν διαλέγει να ονομάσει ένα κομμάτι “The Psalmnist” ή όταν στο “Will You Sing” οι χορωδοί αποχαιρετούν τον ακροατή σαν χερουβείμ που θήτευσαν στη Blue Note. Όπως πολύ εύστοχα τονίζει ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος: «Η ίδια η μουσική του έχει κάτι που έλειπε από καιρό. Έχει ένα στοιχείο πνευματικότητας που παραπέμπει κατευθείαν στον Coltrane της δεκαετίας του ’60». Όμως η μουσική του Kamasi Washington ακόμα και στην ίδια τη δομή της χρησιμοποιεί πιο ποπ καλούπια. Στο Heaven and Earth υπάρχουν φωνητικά μέρη σε ρόλο ρεφραίν, funk grooves κατευθείαν προερχόμενα από την Εκκλησία του George Clinton. Η μουσική του Kamasi πάει πέρα από την jazz κι αποτελεί ηχητικά, αλλά και σε επίπεδο μηνύματος, μία γιορτή του μαύρου χρώματος.
Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι ποπ όροι του. Για αρχή, επιλέγει να κυκλοφορήσει τη μουσική του σε labels όπως η Brainfeeder του Flying Lotus στο ντεμπούτο του, ενώ το Heaven and Earth κυκλοφόρησε στην ετικέτα της βρετανικής Young Turks, δισκογραφικό σπίτι καλλιτεχνών όπως οι the xx και FKA Twigs. Και στη νέα του δουλειά έχει μάθει ακόμη καλύτερα τους ποπ μηχανισμούς: το “Fists of Fury” και πρώτο single του δίσκου είναι διασκευή στο θέμα της ομώνυμης ταινίας του Bruce Lee, ενώ στο πραγματικά ενδιαφέρον βίντεο κλιπ για τo κομμάτι “Street Fighter Mas” (σε σκηνοθεσία AG Rojas) ο Kamasi παρουσιάζεται σαν ένας συμμορίτης σαμουράι που αποτίει φόρο τιμής στο αγαπημένο του arcade video game των 90s, Street Fighter. Προσθέστε και το πολύ έξυπνο εμπορικό τρικ του να συμπεριλάβει στην LP συσκευασία του Heaven & Earth ένα κρυφό ep, το The Choice, στο οποίο μεταξύ άλλων θα ακούσει κανείς και μία διασκευή στο “Will You Love Me Tomorrow” που είπαν πρώτες οι Shirelles κι έκανε γνωστό η Carole King, με τη σύνθεση να φέρει (και) την υπογραφή της.
Όμως και ο τρόπος που χτίζει τις συνεργασίες του παραπέμπει στις hip hop «φαμίλιες». «Λειτουργεί με όρους σημερινούς. Μέσα από μία ομάδα μουσικών, μέσα από συνεργασίες, μέσα από κολεκτίβες, φτιάχνει μία κατάσταση κι έξω από τη μουσική» υπογραμμίζει ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος. Παράδειγμα είναι η σχέση του με τον Thundercat, βλέπουμε με συνέπεια τον έναν στις δουλειές του άλλου, όπως ακριβώς οι ράπερ της «ίδιας συνομοταξίας» καλούν για ένα verse στο κομμάτι τους ο ένας τον άλλο.
Ο Kamasi Washington ξέρει πολύ καλά πως να κρατά ακλόνητη τη μουσική του διάνοια και συγχρόνως να κάνει έξυπνη χρήση (κι όχι κατάχρηση) μιας στρατηγικής που τον έκανε εύκολα Pitchfork darling. Σίγουρα υπάρχει ένα κοινό που περιμένει το επόμενο hype για να τραφεί. Ο Kamasi το ικανοποιεί, αλλά δε χαίρει μόνο αυτής της εκτίμησης. Μπορεί να έχει την επιβλητικότητα και τη στιβαρότητα της όψης του και συγχρόνως να περπατά με τα αθλητικά του παπούτσια στο νερό. Κι αυτή η εικόνα συμπυκνώνει πολλά περισσότερα από μία εικαστική μεταφορά ενός εξωφύλλου. Μένει να δούμε τη διάρκειά του στο χρόνο, αν και ήδη μοιάζει να καταφέρνει να ξεκλειδώσει τον ποπ γρίφο μέσα από την τζαζ πνευματικότητα.
«Ίσως εκεί να βρίσκεται το μυστικό του Kamasi» λέει ο Νίκος Φωτάκης. «Στο πώς κατάφερε, προτού καλά καλά κλείσει τα 40, να επιβληθεί ως σοφός γέρων, ως πνευματικός ηγέτης της κάστας του, ως φορέας μιας μουσικής παράδοσης που περνάει από γενιά σε γενιά. Το καταλαβαίνεις όταν τον βλέπεις, όταν καλεί στην σκηνή τον πατέρα του να παίξουν μαζί, όταν συστήνει την μπάντα του, που αποτελείται από τους παιδικούς του φίλους, όταν μιλά για την γιαγιά του. Ο Kamasi εκπροσωπεί μία κοινωνική δομή που προϋπάρχει του μοντέρνου ανθρώπου και που την προτείνει ως απάντηση στην σκληρότητα της σημερινής κοινωνίας. Και η μουσική του είναι ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στην τζαζ του ‘70 και κάτι απόλυτα σημερινό – ή μάλλον είναι μια μουσική που φέρνει στο σήμερα την τζαζ του ‘70 με έναν απόλυτα φυσικό τρόπο, σε σημείο που να είναι περιττό να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που ακούς και απλώς να αφήνεσαι. Δεν το έχει καταφέρει κανείς άλλος αυτό, είναι μόνος του. Κι αυτό τον καθιστά φαινόμενο».
Δε βρίσκετε κι εσείς καταπληκτικό ότι τα συζητάμε όλα αυτά την εβδομάδα που κυκλοφόρησε το Χαμένο Άλμπουμ του John Coltrane;