Στον κινηματογράφο έχουμε δει την Αθήνα αρκετές φορές να λατρεύεται και να μισείται, να εξερευνάται, να υμνείται, να καταβαραθρώνεται. Το αθηναϊκό καλοκαίρι, απ’ την άλλη; Πως έχει απεικονιστεί στο σελιλόιντ; Τι έχει να πει στους «ταινιοφάγους» μια πόλη (με την ηλιοκαμμένη μοναξιά της) που τη θερινή περίοδο και ιδιαίτερα τον Αύγουστο αλλάζει άρδην; Άλλοι δημιουργοί την αντιλαμβάνονται σαν πλανεύτρα, άλλοι σαν καταθλιπτικό απομεινάρι της υπόλοιπης χρονιάς και κάποιοι σαν ένα παράδοξο ζεν μοναστήρι από μπετό. Με μια γρήγορη, όσο το δυνατόν περισσότερο πολυσυλλεκτική σκέψη, συλλέξαμε πέντε ταινίες (και μια που συνειρμικά θυμίζει μια…άλλη έκφανση του καλοκαιριού) που διαδραματίζονται εν μέσω καύσωνα, σε μια πόλη που το καλοκαίρι ναρκώνεται με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο.
Tungsten
Το καλοκαίρι στην Αθήνα δεν αποτελεί ειδική περίπτωση για όλους τους κατοίκους της. Παραμένει κακομούτσουνο, στριφνό, ασπρόμαυρο και ανώνυμο όπως και το περιεχόμενο του Tungsten. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε ρομάντζα, ούτε ποίηση, ούτε η προσμονή μιας άδειας για μπανάκια. Υπάρχει μόνο αγνή συνοφρύωση και αστική (με την τοπογραφική έννοια) ασχήμια υπό τους ήχους των Dirty Granny Tales. Το blackout δεν υφίσταται μόνο στα κτίρια, μα και στους ανθρώπους. Τα αεροπλάνα φεύγουν κάθε 5 δευτερόλεπτα, μα κάποια πράγματα δεν εγκαταλείπουν ποτέ το βρώμικο έδαφος, ούτε την εποχή της «ξεκούρασης».
Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου
Η Αθήνα παύει να είναι το κοσμικό σημείο με το θόρυβο και την ταχύτητα στους δρόμους της. Παραμένει μια πόλη ημιστοιχειωμένη, που δίνει την ευκαιρία στους λίγους εναπομείναντες σε αυτή την καλοκαιρινή ερημιά να πραγματοποιήσουν μια απομονωμένη ενδοσκόπηση. Η φωνή του ραδιοφωνικού παραγωγού στην έναρξη της ταινίας του Βούλγαρη προλογίζει με τον πλέον ιδανικό τρόπο: «Αλήθεια, για φανταστείτε. Είναι κιόλας Αύγουστος και μερικοί από σας είναι ακόμα εδώ, στην πόλη που φλέγεται. Δεν ξέρω, ίσως να ‘μαστε τυχεροί εμείς οι λίγοι, που κατορθώσαμε να μη φύγουμε.».
Αυτή η Νύχτα Μένει
Δεν διαδραματίζεται εξολοκλήρου κατά τη διάρκεια του θέρους, μα το ¼ της απεικονίζει το καλοκαίρι μιας Αθήνας που κάποιοι από εμάς τη ζήσαμε στο πίσω κάθισμα των γονεϊκών αμαξιών. Ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του ’90 μέσα στο οποίο τα πρόσωπα βρίσκονται στο ψυχολογικό peak τους, έχουν ελπίδες και όνειρα και τα πάντα φαντάζουν όμορφα. Το ίδιο και η πόλη, με τη μεθυστική της ομορφιά, που μεταμορφώνεται με τις εποχές και τα τέκνα της. Μια μπανιέρα στην ταράτσα ενός κτιρίου έχει την πόλη για αγνάντι. Και ο ήλιος τη φλέγει με ζωντάνια πριν έρθει το θλιμμένο πρωτοβρόχι του Σεπτέμβρη.
Τσίου
Το καλτ δημιούργημα του θεούλη Μάκη Παπαδημητράτου παρουσιάζει το κλείνον άστυ όπως πολλοί το έχουν ακούσει μα λίγοι το έχουν δει με τα μάτια τους: άδειο. Αντί να πιάσει όμως το δράμα και το αγκομαχητό, αντίθετα κάνει την πρωτεύουσα να φαίνεται παρακμιακά διασκεδαστική σε σημείο που ίσως κανείς δε θα μπορούσε να τη φανταστεί. Τη γεμίζει με άπειρες ατάκες, κατεστραμμένους χαρακτήρες και υμνεί με camp τρόπο τι σημαίνει να μένεις πίσω μέσα στη ζέστη και την εγκατάλειψη. Και να μπορείς να γελάσεις με αυτό.
Φτηνά Τσιγάρα
Ένα πραγματικό μνημείο του σύγχρονου ελληνικού ρομαντισμού. Ο Χαραλαμπίδης, γνήσιος εραστής της (καλοκαιρινής) μεγαλούπολης παραδίδει αξέχαστες σεκάνς γεμάτες όνειρα που ευχόμαστε να ζήσουμε. Ζέστη, ιδιορρυθμία, η νυχτερινή Ακαδημίας άδεια, το γωνιακό pet shop στη γωνία της Αθηνάς με τη Σοφοκλέους, ένα τυφλό και μουγκό ξημέρωμα στο Λυκαβηττό υπό τους ήχους του «Λευκό μου Γιασεμί». Η Αθήνα πιο όμορφη και ρομαντική από ποτέ, όπως θέλουμε να την ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά. Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία στην καρδιά του καλοκαιριού.
Bonus: Σπιρτόκουτο
Το ‘χουμε πάθει όλοι. Ανοιχτά παράθυρα λόγω ζέστης και να σου οι εκκωφαντικοί καυγάδες των γειτόνων που μέχρι πρότινος αγνοούσαμε. Καύσωνας έξω, καύσωνας και μέσα. Το αιρκοντίσιον δε φτιάχνει, ούτε και οι σχέσεις των Αθηναίων κατοίκων. Καίγεται ο τόπος, καίγονται και αυτές. Η Αθήνα δεν είναι μόνο η πόλη, μα και οι κάτοικοί της. Και οι συγκεκριμένοι κάτοικοι δείχνουν την άλλη πλευρά του αθηναϊκού καλοκαιριού. Την τσιτωμένη και εύφλεκτη που τίποτα δε μπορεί να την ομορφύνει. Γιατί υπάρχει πάντα και αυτή η πλευρά της, που όσο και να απομακρυνθείς από το κέντρο, ξέρεις πως συνεχίζει να υφίσταται. Ο μακρόκοσμος δια μέσω του μικροκόσμου.