If you smile at me you know I will understand
Cause that is something everybody everywhere does
In the same language
I can see by your coat my friend that you’re from the other side
There’s just one thing I got to know
Can you tell me please who won
(Wooden Ships/ Sung by Jefferson Airplane and Crosby, Stills and Nash)
Πέρασα ένα πρωινό του Aυγούστου στο San Francisco, στη Haight street και στην Asbury, εκείνους τους δύο δρόμους που χάραξαν ένα συμβόλαιο στο τέλος της δεκαετίας του΄60 ανάμεσα στην ελευθερία και τη μουσική, στο σταυροδρόμι των παιδιών των λουλουδιών που χορεύανε γυμνά στους δρόμους και διαμαρτύρονταν για το Βιετνάμ, προσπαθώντας να εντοπίσω την έπαυλη των Jefferson Airplane, το βικτοριανό λημέρι των Grateful Dead, το μυστικό δωμάτιο της Janis Joplin, το αγαπημένο καφέ του Jimi Hendrix, το στέκι των Ηell’s Angels. Στη μία γωνία Haight and Ashbury βρίσκεται σήμερα ένα μαγαζί παγωτών Ben and Jerry’s και στην άλλη ένα τεράστιο Gap Clothing. Το καφέ του Hendrix είναι ένα μαγαζί με σουβενίρ-flower power, όλα πλαστικά και με αντικλεπτικό κωδικό, στο σπίτι των Αirplane, είδα μέσα από τις μεταξωτές κουρτίνες πολλά φυτά εσωτερικού χώρου και υπηρετικό προσωπικό και στο θρυλικό κοινόβιο των Dead μία πινακίδα «Please restrain from taking photograhs», δύο ποδήλατα mountain κλειδωμένα στη βεράντα και σημάδια από…φενκσούι, με μια κλεφτή ματιά στο ανοιχτό παράθυρο. Μετά πήγα στο τεράστιο outlet της Αmoeba Records, ένα από τα λίγα παγκοσμίως δισκάδικα με σπάνια μουσική από τα τέλη του ΄60, και στην μύτη του Golden Gate Park, το πάρκο που εγκαταστάθηκε όλη αυτή η ουτοπία όπου θα ίσχυε η δύναμη των λουλουδιών… στο τέλος του μεγάλου αυτού δρόμου.
Οι φωτογραφίες που έβγαλα εκείνη την ημέρα ήταν στιγμιότυπα από τα εξής αξιοθέατα: 1) Σωματική έρευνα από την αστυνομία σε έναν άστεγο έξω από το Gap και σύλληψη γιατί δεν είχε τα χαρτιά του. 2) Ξυλοκόπημα από τους security ενός νεαρού έξω από το δισκάδικο γιατί είχε κλέψει ένα cdsingle που έκανε 99c. 3) Έρευνα, κατάσχεση και σύλληψη ενός νεαρού με μαλλιά ράστα από την περιπολία στο πάρκο, γιατί είχε μαζί του ένα στριφτό. 4) Παρατήρηση από την δημοτική αστυνομία και απομάκρυνση παρέας νεαρών σουηδών που παίζανε κιθάρα καθισμένοι στην άκρη του δρόμου. 5) Κατάσχεση και έλεγχος στοιχείων από την αστυνομία μεσήλικα που έπινε μία μπύρα της οποίας τη χαρτοσακούλα είχε πετάξει. Αυτά σε διάρκεια δύο ωρών.
I am with you in Rockland…
Η ιστορία της περιοχής Haight-Ashbury αρχίζει λίγο νωρίτερα, στην απέναντι πλευρά της πόλης του Σαν Φρανσίσκο, και περίπου μία δεκαετία νωρίτερα. Στη North Βeach, προορισμός του Jack Kerouac στο μυθιστόρημά του On the Road, δίπλα στη γέφυρα του Oakland – κέντρο εκκίνησης των Μαύρων Πανθήρων- και το εναλλακτικό Πανεπιστήμιο του Berkeley– θυμηθείτε το Strawberry Statement του 1969-, άρχισαν να καταφθάνουν οι «μυθικές» προσωπικότητες των Beatniks: Jack Kerouac, Allan Ginsberg, William Burroughs, Laurence Ferlingetti. Στην πόλη αρχίζει να δημιουργείται μία αίσθηση διαφορετικότητας, ένα είδος πνευματικού καταφύγιου, και, με το πάντα γλυκό της κλίμα , την αλμυρή θαλάσσια αύρα της να διασχίζει τα τεράστια πάρκα της, τη βικτοριανή της αισθητική και τους πανοραμικούς λόφους, λειτουργεί ως νέα εδέμ, ένας χαμένος παράδεισος μέσα στην αχανή και απροσδιόριστη αμερικάνικη ενδοχώρα. Στη Notrh Beach έρχονται νέοι από όλη τη χώρα, για να ακούσουν τζαζ και φολκ μουσική και να πιούνε εσπρέσο στα ιστορικά καφέ των Beats. Ανάμεσά τους, το 1963, και η Τεξανή Janis Joplin. Τη χρονιά αυτή πεθαίνει ο JFK. Ας πούμε ότι η ιστορία μας αρχίζει έτσι.
Can you pass the Acid Test?
Παράλληλα με τη μεγάλη προσέλευση του νεαρόκοσμου στο «Φρίσκο», όπως αποκαλούν την αγαπημένη τους πόλη οι beatniks, αναπτύσσεται μία έντονη φιλοσοφική αναζήτηση για την επίδραση των παραισθησιογόνων ουσιών στη συνείδηση του ανθρώπου. Κύριος στοχαστής ο Timothy Leary, καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Harvard, που, μετά την εμπειρία του το 1960 στο Μεξικό με «αλλιώτικες ουσίες για το μυαλό», υποστηρίζει ότι χάρη σε αυτές είχε την «βαθύτερη θρησκευτική εμπειρία της ζωής του». Ο Leary αποβάλλεται από το πανεπιστήμιο το 1963 και αρχίζει να ταξιδεύει στη χώρα με το σύνθημα «turn on, tune in and drop out». Tην ίδια εποχή ταξιδεύουν με ένα πολύχρωμο πουλμανάκι του 1939, το Magic Bus, με αναγραμμένο προορισμό «Further» οι Merry Pranksters, μία ομάδα ανθρώπων των «ελεύθερων απόψεων», με πολύχρωμα μεταχειρισμένα ρούχα, μακριά μαλλιά και αποστολή να «ψυχεδελίσουν» τον κόσμο, την εποχή που το LSD δεν ήταν ακόμα παράνομο. Εμπνευστής της ιστορίας ο beat συγγραφέας Ken Kessey και βασικός περφόρμερ και εμψυχωτής ο Νeil Cassady, μοντέλο του χαρακτήρα του Dean Moriaty στο On the Road και «ο πιο γρήγορος άνθρωπος στον κόσμο» για όσους τον γνωρίζανε. Βασική ατραξιόν στις συναθροίσεις τους η ερώτηση «Can you pass the Acid Test?», και σκοπός τους να παρασύρουν όλη τη χώρα σε ένα μαγικό μαγευτικό ταξίδι. Το 1965, ο βαρώνος του acid Owsley Stanley, ιδρύει εργοστάσιο LSD (εργαστηριακό παρασκεύασμα του 1938 για την καταπολέμηση της ημικρανίας και σε εφαρμοσμένη χρήση στα κέντρα περίθαλψης του Αμερικανικού Στρατού στο Βιετνάμ) και το διοχετεύει μαζικά στην αγορά. Είμαστε στο 1965, τη χρονιά που οργανώνεται το πρώτο ιδιωτικό Acid Test πάρτι, με τους Pranksters να διαλέγουν μουσική, ταινίες να προβάλλονται στους τοίχους, ψυχεδελικά φώτα να αναβοσβήνουν και φυσικά LSD. Η τιμή $1,5 per item. Μακάρι η ιστορία να παρέμενε εδώ!
Nobody Ever told me how to leave out in the Street.
Η διασταύρωση των δρόμων Haight και Ashbury, που δίνει το όνομα στην περιοχή, έχει σημασία κομβική. Η Haight αρχίζει από το κέντρο της πόλης και φτάνει ως το πάρκο Golden Gate που βρέχεται από τον Ατλαντικό, και η Ashbury, δρόμος με πανοραμική θέα καταλήγει στην άλλη πλευρά της θάλασσας της πόλης, μέσα στον κόλπο του San Francisco, και προς την πλευρά της θρυλικής North Beach. Μία διασταύρωση με σημεία φυγής , με καλό έλεγχο της πόλης, ένα παρατηρητήριο για αυτά που πρόκειται να γίνουν. Όμως ο λόγος που, κυρίως, κατοικήθηκε στις αρχές του ’60, ήταν γιατί με το suburbian nightmare να φουντώνει όσο ποτέ, η περιοχή, γεμάτη βικτοριανά σπίτια και φαντάσματα του παρελθόντος, ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένη άρα τόπος φτηνού ενοικίου και έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και τους φοιτητές της Βay Area. Το 1965 στη Haight αρχίζουν να δημιουργούνται και να κατοικοεδρεύουν κοινοβιακά τα συγκροτήματα που συνδέονται άμεσα με την υστεροφημία της περιοχής. Πρώτοι δημιουργούνται οι Charlatans (καμία σχέση με τους Άγγλους Charlatans της δεκαετίας του 90), φέρνοντας στη μόδα ένα λουκ post memorabilia, ντυμένοι με βικτοριανά «καουμπόικα» ρούχα και κάντρι απόηχους στη μουσική. Η αισθητική τους στο στυλ και τη μουσική θα επηρεάσει και τα υπόλοιπα συγκροτήματα της περιοχής και θα επικυρώσει την τοπική μόδα στους δρόμους της Haight, γεμάτους με μαγαζιά με μεταχειρισμένα ρούχα και αξεσουάρ και τόπια από φτηνά υφάσματα για όλες τις χρήσεις. Αναπτύσσεται ραγδαία ένα εκκεντρικό street fashion, ίσως για πρώτη φορά σε ένα επίπεδο ανακύκλωσης και μαζικής συμμετοχής λόγω του μηδενικού κόστους, όπου αποδεκτό είναι το πιο παράξενο και το πιο προσωπικό.
Ι want to be the person to tell you something you already knew.
Είναι παντού. Η μεγαλύτερη δύναμη συσπείρωσης και επαλήθευσης των οραμάτων, η τέχνη πιο κοντά στο υποσυνείδητο και στην υπερκόσμια φύση του ανθρώπου, η πιο ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, η πιο φυσική δραστηριότητα μιας ομάδας: Η μουσική. Το 1965 αρχίζουν να δημιουργούνται τα συγκροτήματα που θα κυριαρχήσουν απόλυτα στην έννοια της «ψυχεδελικής» ατμόσφαιρας της περιοχής και θα αλλάξουν για πάντα το ροκ και την πειραματική μουσική: Jefferson Airplane, Grateful Dead, Janis Joplin/Big Brother and the Holding Company, Quicksilver Messenger Service, Country Joe and the Fish, The Charlatans, Moby Grape, Great Society, Steve Miller Band, Creedence Clearwater Revival, It’s a Beautiful Day, Sons of Champlin, Santana, Hot Tuna, New Riders of the purple Sage, Cold Blood, Tower of Power, Sly and the Family Stone, The Jimi Hendrix Experience, The Doors. Στην ιστορία εμφανίζεται ένας άλλος γκουρού, ο απόλυτος μάνατζερ της ψυχεδέλειας , promoter καταρχήν του San Francisco Mime Troup, θιάσου που έπαιζε πολιτικοποιημένα σκετσάκια και αυτοσχεδιαστικά νούμερα σε αποθήκες, πλατείες και πάρκα εναντίον πάντα της εσωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α και του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Bill Graham. Και σε όσους δεν λέει κάτι το όνομα, μπορεί να διαβάσει το οπισθόφυλλο των live ηχογραφήσεων της εποχής. Σχεδόν σε όλους θα δει ως τόπο της συναυλίας το θέατρο Fillmore. O θρυλικός συναυλιακός χώρος (σήμερα οι ψυχεδελικές διαφημιστικές του αφίσες είναι ένα από τα πιο cult αντικείμενα και από τα πιο ακριβά στο SF) που πριν τον αναλάβει ο Graham ήταν ένα παλιοκαιρισμένο blues hall, επισημοποίησε και προέβαλε μαζικά, από το 1966 και μετά, την μουσική κίνηση της πόλης, μαζεύοντας συγκροτήματα από τις φοιτητικές εστίες, τα υπόγεια και από τα πάρκα και συντείνοντας στην ψυχεδελική παρουσίασή τους, με backwall γραφιστικές παραστάσεις, πολύχρωμα φώτα και έναν σύνθετο ηχητικό εξοπλισμό. Η μουσική της Βay Area γίνεται μόδα και εξαγώγιμο προϊόν στα Αμερικάνικα Στρατόπεδα του Βιετνάμ για ένα διαφορετικό «καλοκαίρι της αγάπης».
…be sure to wear some flowers in your head…
To 1967, o πληθυσμός της Haight–Ashbury, ανήλθε, από 15 χιλιάδες το 1965, σε 100 χιλιάδες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νέους που καταφτάνανε από όλες τις πολιτείες της Αμερικής – σιγά-σιγά και της Ευρώπης – για να παραστούν σε αυτή τη μεγαλειώδη γιορτή της απώλειας της συνείδησης. Οι περισσότεροι ζούσαν κοινοβιακά, άλλοι στα τριγύρω πάρκα και άλλοι στους δρόμους. Μέσα σε αυτήν την ελεύθερη και κοντά στη φύση ζωή εντάσσονται και δύο οργανώσεις με πολιτικοποιημένο- κοινωνικής πρόνοιας στόχο: οι Diggers, με όνομα παρμένο από μία αγγλική κοινότητα του 17ου αιώνα , υπηρέτησαν το σοσιαλιστικό όραμα, φροντίζοντας τη διατροφή εκατοντάδων ανθρώπων στα πάρκα. Για την προώθηση της πολιτικοποιημένης δράσης τους και την οικονομική τους ενίσχυση, έκαναν θεατρικά happenings στο δρόμο ονομάζοντάς τα «the death of money», με έναν από τους βασικούς performers τον σημερινό κινηματογραφικό αστέρα Peter Coyote. Παράλληλα ανοίγει το Free Store στη Haight, με δωρεάν προϊόντα για τους περαστικούς. Κοντά λειτουργεί και η Haight Free Clinic, δημιούργημα του γιατρού David Smith που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, με βασικό το ακτιβιστικό μοτίβο του απαράβατου ανθρώπινου δικαιώματος για ιατρική περίθαλψη. Το καλοκαίρι της αγάπης, είναι το καλοκαίρι της προσφοράς.
Human Be-in.
Το Καλοκαίρι της αγάπης. 1967. Golden Gate Park. H σύναξη των φυλών. Μία ελεύθερη συγκέντρωση στο πάρκο, μία συνένωση των ακτιβιστών του Berkeley -οπαδών του «Ελεύθερου Λόγου»- και των ειρηνιστών της Haight. 25 χιλιάδες άτομα ήρθαν να ακούσουν την ποίηση του Ginsberg, την «ψυχεδελική εμπειρία» του Leary και τα μουσικά συγκροτήματα. Οι Diggers μοιράζουν δωρεάν σάντουιτς. Οι Hell’s Angels – ενεργητικοί υπερασπιστές της ελεύθερης ζωής και ο φόβος και ο τρόμος στην Καλιφόρνια- γίνονται οι φύλακες άγγελοι της εκδήλωσης. Μία συγκέντρωση που συμπυκνώνει όλες τις προηγούμενες των Acid Tests και των Trip Festivals το νόημα του ελεύθερου έρωτα, της ελεύθερης σκέψης, της συνύπαρξης, της απώλειας του εγώ και της αναβάπτισης μέσα σε μία καινούργια κοσμική οικογένεια. All we are safe, give peace a chance.
Break on through to the other… sight.
Και, έτσι, στην ιστορία μας, φτάνουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή. Τα τουριστικά λεωφορεία της πόλης αρχίζουν να κάνουν στάση στη διασταύρωση της Haight and Ashbury, και να ξεναγούν τους τουρίστες με πρώτη στάση το 710 Asbury, την μεγάλη κοινοβιακή οικεία των Grateful Dead όπου όλοι ήταν κάποτε προσκαλεσμένοι. Οι χιλιάδες runaways, χωρίς λεφτά στην τσέπη πια, αρχίζουν «μικρά» παραπτώματα: shoplifting, κλοπές, παραβιάσεις, ξυλοδαρμούς, βιασμούς και ό,τι άλλο επιτρέπει μία… ελεύθερη ζωή. Και έτσι, ο μικρός αυτός δρόμος ο ξεχασμένος από τους ανθρώπους και ευλογημένος από τους Θεούς, γίνεται ένας ακόμα χαμένος παράδεισος. Η πόλη είναι μικρή για ένα τόσο τεράστιο κύμα αλλαγής, με τους Jefferson Airplane να σκαρφαλώνουν στο top 10 , τους Country Joe and the Fish να γίνονται μπροστάρηδες της αντιπολεμικής καμπάνιας για το Βιετνάμ, την Janis Joplin να εξελίσσεται στην ιέρεια ενός άλλου τρόπου ζωής και θανάτου. Η περίοδος αυτή έχει να μας διδάξει το πιο έξυπνο management της show business και το πρώτο τεράστιο μαζικό φεστιβάλ της ροκ κουλτούρας να σηματοδοτεί ένα καινούργιο προϊον, αλλά και έναν καινούργιο τρόπο κατευνασμού της ανήσυχής μας καρδιάς. Summer of love is ending, here comes Monterey Pop, Ιούνιος 1967.
What would happen in the morning when the world would get so crowded that you can’t look out the window in the morning?
Και ενώ το φεστιβάλ του Monterey, γίνεται 100 μίλια νότια του SF, και κάποιοι άλλοι σκέφτονται να τραβηχτούν από την πόλη και να ζήσουν σε μικρά κοινόβια, μέσα στη φύση και μακριά από τον πολιτισμό. Είναι Οκτώβριος του 1967 όταν οι Diggers διοργανώνουν μία τεράστια παρέλαση στη Haight, με τον τίτλο «the death of the hippie». Το κέντρο βάρους μετακινείται. Και το 1968 είναι το καλοκαίρι του μίσους. Δολοφονία του Μartin Louther King, αιματηρές συγκρούσεις στο Berkeley, αφανισμός των «Μαύρων Πανθήρων», σημεία μίας οργής των ανθρώπων σε όλο το δυτικό κόσμο. Οι Charlatans, πρώτοι διδάξαντες της σκηνής του SF διαλύονται, η Joplin πεθαίνει, ο Hendrix πεθαίνει, ο Jim πεθαίνει, o Manson δολοφονεί, το Βιετνάμ αφανίζει τις διεκδικήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, φτιάχνοντας μια γενιά αναπήρων που κυβερνάει τώρα τον πλανήτη. Και τότε οι Jefferson Airplane γίνονται super star, οι Qiuicksilver αρχίζουν να δημιουργούν το νέο ήχο του Αμερικάνικου ροκ και στην άλλη πλευρά της Αμερικής θεός είναι ο Eric Clapton. Νο more «White Rabbit», now it’s «Cocaine». Αν και εδώ δεν θα μιλήσουμε για το Woodstock, γιατί μέσα σε αυτή την ιστορία θα φανεί ως ένας μελαγχολικός απόηχος και θα αδικηθεί, θα το αναφέρουμε σαν γλυκόπικρη ανάμνηση και αρχή μιας άλλης ιστορίας.
I may be going to hell in a bucket, but at least I’m enjoying the ride.
Kαι έτσι σήμερα δεν έχουμε πολλά πια να πούμε. Αυτό που έμεινε είναι οι «χίπηδες», που τους απολαύσαμε εμείς οι Έλληνες μικροί στα έργα με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Έμεινε και η συλλογική ανάμνηση μίας περιόδου, πολύ κοντινής σε μας, όπου κάποιοι νόμισαν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Η φυγή από την πραγματικότητα μπορεί να γίνει συνειδητά. Μερικοί το κάναμε και τη δεκαετία του ’90, άλλοι στα γήπεδα έξω από το Λονδίνο, άλλοι στα Οινόφυτα. Αυτήν τη φορά δεν κράτησε πολύ γιατί είχαμε τη γνώση.
Δεν ξέρω καν αν αυτή η ιστορία έχει κάποιο ενδιαφέρον. Ίσως κάποια άλλη στιγμή, ξανά… Όταν ο κόσμος ξαναγίνει καλύτερος στα μέτρα της καρδιάς, όταν οι στίχοι αυτοί δεν θα ακούγονται τόσο, πια, παρωχημένοι:
Ηoly forgiveness! mercy! charity! faith! Holy! Ours!
bodies! suffering! magnanimity!
Holy the supernatural extra brilliant intelligent
kindness of the soul!
(Allan Ginsberg, The Howl- απόσπασμα, 1955)