«Θα σου στείλω ένα βιντεάκι που θα σου αλλάξει την Παρασκευή σου. Μη σου πω και το Σαββατοκύριακο» μου είπε ένας φίλος. «Τι είναι;» ρώτησα. «Οι Future Islands στον Letterman». «Ε και τι κάνουν;». «Θα δεις» μου λέει. «Θα δεις, είναι αυταπόδειχτο!».
Είδα λοιπόν.
Ο Samuel T. Herring των Future Islands δεν είναι όμορφος: Συμβατικό μαλλί με τάση για φαλάκρα, δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, μαύρο t-shirt μέσα από το παντελόνι, μάτια Αλέξης Κούγιας χωρίς την κακία. Έχει όμως μια απίστευτη φωνή, κάτι μεταξύ Τom Jones και μπλακμεταλά. Και κυρίως, έχει μια απίστευτη σκηνική παρουσία που δεν σ’ αφήνει σε ησυχία, σχεδόν αστεία, μάλλον καλά μελετημένη, σίγουρα αυθεντική. Είναι απ’ τους λίγους frontmen εκεί έξω που δεν θυμίζει κανέναν άλλο. Βλέποντας ξανά και ξανά το βίντεο, που προβλήθηκε στην αμερικανική τηλεόραση πριν από ένα μήνα περίπου, σε κάποια φάση συνειδητοποίησα ότι πέρα από μια κλεφτή ματιά στον μπασίστα δεν είχα δει καν τους άλλους μουσικούς. Για τριάμισι λεπτά, υπήρχε μόνο αυτός κι εγώ.
Παρ’ ότι πολλές φορές συμπίπτουν, μεγάλος καλλιτέχνης και μεγάλος περφόρμερ είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Lennon – από τους πιο αδιάφορους περφόρμερ στην ιστορία του ροκ και από τους πιο σημαντικούς στην εξέλιξή του. Καλός περφόρμερ είναι αυτός που σου τραβάει την προσοχή. Από το σεξουαλικό κούνημα των γοφών του Elvis μέχρι την άρρυθμη κινησιολογία του Dylan, που δεν κάνει τίποτα κι όμως δεν μπορείς να σταματήσεις να τον κοιτάς, ο περφόρμερ πρέπει να σε πείθει, μ’ ένα βλέμμα έστω, πως είναι κάτι διαφορετικό από ‘σένα. Ξέρει κάτι που δεν ξέρεις.
Ελάχιστοι νέοι τραγουδιστές έχουν αυτό το στοιχείο. Επικρατεί ένας συντηρητισμός, ένα «ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε φίλε», ένα «μη γίνουμε ρεζίλι». Για κάποιο λόγο, πολλοί φαίνονται να θεωρούν πως πρέπει να είσαι ο Iggy Pop για να χοροπηδάς πάνω-κάτω σα βλάκας – κι αν είσαι μετριότητα καλύτερα να κοιτάς τα παπούτσια σου. Πώς πήρε τ’ όνομά του το είδος shoegaze;
Παίζοντας σε μικρόούς χώρους, με το κοινό να αποτελείται κατά κανόνα από φίλους και γνωστούς που δήθεν ξέρουν ποιος είσαι και άρα δεν μπορείς να τους παραμυθιάσεις, στην Ελλάδα γίνονται ακόμα πιο αισθητά όλ’ αυτά. Εδώ πια όλοι σήμερα είναι σε μια shoegaze κατάσταση… Το οργασμικό σφίξιμο ματιών/βγάλσιμο γλώσσας του The Boy σ’ ένα πιανιστικό ντελίριο, τα απανωτά stage-diving και η χριστιανική αύρα του Π.Ε. Δημητριάδη, οι εκρήξεις του Prins Obi αν τον πετύχεις σε καλή μέρα, είναι από τα λίγα παρεξηγήσιμα επί σκηνής θαύματα των οποίων μπορείς να γίνεις μάρτυρας σε νέους έλληνες καλλιτέχνες. Γιατί στους παλιούς, τα θαύματα δεν σπανίζουν: Κοίτα το πονηρό βλέμμα που διατηρεί ο Κηλαηδόνης στα γεράματα. Παρατήρησε τη νευρικότητα του Σαββόπουλου, το αέναο πέρα-δώθε των άσπρων μαλλιών του Αγγελάκα, τις φωτιές που πετάει ο Μάλαμας, το κολάν του Πανούση, το “couldn’t care less” του Πουλικάκου. Όλοι τους είναι λίγο τρελοί, λίγο αστείοι, λίγο «περιπτώσεις».
Οι Future Islands τώρα, δεν είναι κανένα πραγματικά σπουδαίο συγκρότημα, δε βγάζουν δισκάρες, ούτε και γεμίζουν αρένες ή στάδια. Στο Six D.Ο.G.S. είχαν παίξει πρόπερσι, όπως τόσοι και τόσοι δικοί μας. Έχουν όμως έναν σπουδαίο φρόντμαν που, διατηρώντας απόλυτη σοβαρότητα, γίνεται ρεζίλι για να επικοινωνήσει. Στα τέσσερα λεπτά μιας τηλεοπτικής εμφάνισης, ένα απλά συμπαθητικό τραγούδι με κλισεδιάρικους στίχους και τεμπέλικη μελωδία (πλην άψογο ήχο), μετατρέπεται πάνω του σε αριστούργημα, για ‘μένα κάτι σαν αποκάλυψη. Κάποιοι θα πουν πως είναι ψιλοκαραγκιοζάκος, πως υπερβάλει στο συναίσθημα. Ας υπερβάλει. Σε επόμενη εκπομπή, ο Letterman κορόιδευε το χορευτικό του. Ας κορόιδευε.
«Οι άνθρωποι αλλάζουν/ αλλά κάποιοι δεν αλλάζουν ποτέ» τραγουδάει στο εν λόγω κομμάτι. Νομίζω πως το αν θα αλλάξεις ή όχι, εξαρτάται πρώτον από το αν το θες ο ίδιος και δεύτερον από το πόσο πειστικά τρελός θα είναι αυτός που θα βρεθεί μπροστά σου. Εκεί χρειάζεσαι έναν καλό περφόρμερ.