Αυτός ο τύπος από το Νιου Τζέρσεϊ ερωτεύτηκε τη Λένα Πλάτωνος στο YouTube και ξαναβγάζει τους δισκους της στο Σαν Φρανσίσκο. Τον λένε Josh Cheon.

Ο Josh Cheon έχει αργήσει λίγο στο ραντεβού που έχουμε δώσει, μέσω facebook, κι εγώ ανησυχώ μήπως έχει χαθεί σε κάποιο στένο του ιστορικού κέντρου. Έτσι κι αλλιώς, τα γραφεία της Popaganda είναι σχεδόν παράλληλα με τον δρόμο που αλλάζει τέσσερα ονόματα σε 500 μέτρα (Καραγεώργη Σερβίας–Περικλέους–Αθηναϊδος-Αγίας Ειρήνης), κάτι που λογικά μπορεί να οδήγήσει το Google Maps σε βραχυκύκλωμα. Από την άλλη, λίγο stalking τις τελευταίες 24 ώρες στα social media του αφεντικού της Dark Entries, μου έχει δείξει ότι έχει πλοηγηθεί χωρίς πρόβλημα στη μέρα και τη νύχτα της Αθήνας. Έχει προλάβει να ανεβάσει μια φωτογραφία του μαζί με τη Λένα Πλατώνος στο σαλόνι της και 1-2 ακόμα από ορισμένα bars που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι παρά την κρίση μπορείς να βρεις κάποια μέρη στην Αθήνα και να το ξημερώσεις ακόμα κι αν την επόμενη μέρα τα σχολεία είναι ανοιχτά. Ο Josh, ένας ήσυχος ευγενικός άντρας που βαδίζει στα 40 και τρέχει σχεδόν μόνος του εδώ και 8 χρόνια μια από τις πιο σημαντικές ετικέτες στο χώρο του ηλεκτρονικού underground –με ειδικότητα στις 80s επανεκδόσεις – έχει στριμώξει την Αθήνα στο ευρωπαϊκό DJ πρόγραμμά του. Για να γνωρίσει επιτέλους από κοντά αυτή την παράξενη νεράιδα που ερωτεύθηκε στο YouTube, για να μιλήσει στο ντοκιμαντέρ που ετοιμάζεται για εκείνη και με την ευκαιρία να κάτσει πίσω από κάποια αθηναϊκά decks και να διαλέξει μερικούς δίσκους.

Φτάνει με ανατολίτικη καθυστέρηση, μου διηγείται τις γαστρονομικές περιπέτειες της ημέρας του και παραγγέλνουμε καφέ. Τον οποίο πίνει κάπου μεταξύ λαιμαργίας κι ανακούφισης. «Ο καφές είναι που με κάνει τόσο Αμερικάνο κι εδώ έχετε πολύ καλό καφέ φίλτρου, πολύ καλύτερο από την υπόλοιπη Ευρώπη», παίρνω εγώ το κομπλιμέντο για λογαριασμό των ελλήνων baristi.


Η ζωή του Josh Cheon μοιάζει με το όνειρο κάθε εφήβου που χαλούσε μέχρι και την τελευταία δεκάρα από το χαρτζιλίκι του στα δισκάδικα, και όχι πολύ αργότερα κατάλαβε ότι δεν είχε ζωή εκτός μουσικής. «Ήμουν συλλέκτης βινυλίων από πολύ μικρή ηλικία στο Νιου Τζέρσεϊ. Και μάλιστα από τότε είχα μια αδυναμία, άκουγα darkwave και post punk – Joy Division, the Cure, Bauhaus κτλ. Δε βαφόμουν σαν τα goth kids, αλλά φορούσα αποκλειστικά μαύρα, σήκωνα τα μαλλιά μου όρθια όπως τα παιδιά αυτής της σκηνής, μπορεί να πείραζα και λίγο τα νύχια μου καμιά φορά. Κυρίως όμως με ενδιέφερε η μουσική πλευρά, δεν έδινα τόσο σημασία στο στυλ. Πάντα έψαχνα τα παράξενα b-sides ή τις σπάνιες bootleg live ηχογραφήσεις. Το digging με έθισε στο να αναζητώ το σπάνιο. 
Στο Πανεπιστήμιο σπούδαζα Φυσική, κατάλαβα όμως γρήγορα ότι ήθελα ένα άλλο περιβάλλον που να πρωταγωνιστεί η μουσική παρότι όλοι με αποθάρρυναν και μου έλεγαν ότι στο τέλος θα την απομυθοποιήσω. Κι έτσι δούλεψα για δισκογραφικές του Beggars Group όπως Beggars Banquet, 4AD, XL, το οποίο κάποια στιγμή ένωσε τις δυνάμεις του με την Matador, έκατσα λοιπόν λίγο κι εκει. Αλλά, στις αρχές των 00s πέρασα για ένα εξάμηνο κι από την DFA Records». Όχι κι άσχημα, έτσι;

Συγκεντρώνοντας γνώση από τη θητεία του σε όλα αυτά τα σημαντικά labels και μετακομίζοντας στο Σαν Φρανσίσκο, μια πόλη της οποίας η προοδευτική κληρονομιά και το ελευθεριακό περιβάλλον του ταίριαζε απόλυτα, ο Josh έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Έφτιαξε τη δική του εταιρεία, φυσικά του έδωσε το όνομα ενός από τα σπουδαιότερα κομμάτια των Bauhaus. Dark Entries, γεννημένη το 2009. «Το πρωταρχικό πλάνο μάλιστα ήταν να κάνω το reissue των Eleven Pond (σ.σ. μιας απόλυτα ξεχασμένης wave μπάντας από τη Νέα Υόρκη των mid 80s) και παράλληλα να βγάλω ένα νέο συγκρότημα. Και να το πηγαίνω εναλλάξ, Είναι όμως μάλλον δύσκολο να βρίσκεις τόσο καλή σύγχρονη μουσική. Νομίζω ότι τελικά στην αναλογία που διαμορφώθηκε οι νέες κυκλοφορίες καταλαμβάνουν το 20-25%.
Δε με πειράζει η ταμπέλα του reissue label. Ίσως, οι νέες μπάντες μου μερικές φορές να δυσανασχετούν επειδή επικράτησε αυτή η φήμη. Από την άλλη, δεν είναι και τόσο κακό να συνυπάρχεις στην ίδια εταιρεία με τον Patrick Cowley και τους Severed Heads». Η πρόωρα χαμένη ιδιοφυϊα της disco και οι θρυλικοί Αυστραλοί είναι ίσως τα πιο σπουδαία ονόματα του ρόστερ της Dark Entries που έχει συστήσει στους millennials κι άλλους απόκληρους των 80s όπως οι βέλγοι The Neon Judgement, οι avant garde ανδαλουσιανοί Diseño Corbusier και οι υπέροχοι, μα υποτιμημένοι, Sad Lovers and Giants από τη Μεγάλη Βρετανία.

O Josh, η Lena και το reissue από τις «Μάσκες Ηλίου»

Στο τέλος του 2015, το έγκυρο on line περιοδικό FACT που ειδικεύεται στην electronica και τα διάφορα παρακλάδια της έβγαλε τις καθιερωμένες λίστες με «τα καλύτερα της χρονιάς». Στη δεκάδα με τις επανεκδόσεις, το θρυλικό Γκάλοπ κατείχε υψηλη θέση. Μόνο που, ενδεικτικό το πόσο ανοίκεια τους ήταν η δημιουργός, οι καταχωρητές της λίστας είχαν κάνει το σεφερλικό typo “Lena Platanos”. Προσπαθώ, αδέξια είναι η αλήθεια, να το εξηγήσω στον Josh και μετά τον αφήνω να μου μιλήσει για εκείνη και για το πως την ανακάλυψε.

To typo του FACT στο «Γκάλοπ» παραμένει

«Ειδα τα βίντεο της Λένας Πλάτωνος στο YouTube, ήταν κάποια κλιπ που έκανε για την ελληνική τηλεόραση νομίζω το 1987. Δε θυμάμαι αν βρήκα το link μόνος μου ή κάποιος μου το έστειλε, όμως έτσι όπως την είδα να είναι ντυμένη και να χορεύει με τον δικό της τρόπο, έπαθα πλάκα. Άρχισα να μοιράζομαι τα βίντεο με φίλους. Είναι εντελώς άγνωστη στις ΗΠΑ κι όλο αυτό που περιγράφω συνέβη περίπου ένα χρόνο πριν βγει η συλλογή Into The Light που έκανε κάπως γνωστή –έστω σε έναν στενό κύκλο- την ελληνική obscure electronica. Επικοινώνησα αμέσως μαζί της, δουλέψαμε μια συμφωνία μιας και δεν υπήρχε πια δισκογραφική να ελέγχει τα δικαιώματα. Κάτι που για μένα είναι καλύτερο, γιατί όλα τα έσοδα πάνε σε εκείνη χωρίς ενδιάμεσους. Μας πήρε βέβαια 5 χρόνια, αλλά τα καταφεράμε να βγάλουμε στην αρχή το Γκάλοπ και τώρα τις Μάσκες Ηλίου. Το κοινό της Dark Entries την αγάπησε αμέσως. Είναι μια πολύ διαφορετική μουσική, ο παλμός της είναι εξωκοσμικός και την καθιστά εντελως αταξινόμητη». Του μιλάω για τη θέση της Πλάτωνος στο ελληνικό μουσικό στερέωμα, για την κάποτε μοναχική πρωτοπορία της σε ένα άδειο ηλεκτρονικό τερέν, αλλά και για τις εκλεκτικές της συγγένειες με το Χατζιδακικό σύμπαν. «Είναι αξιαγάπητη, όταν συναντηθήκαμε ήταν σαν να γνωριζόμαστε καιρό. Με έκανε να νιώσω άνετα, κρατούσαμε ο ένος το χέρι του άλλου, όση ώρα μιλούσαμε», ο Josh μελώνει όταν αναφέρεται στην πρώτη τους τετ α τετ συνάντηση που έχει συμβεί μόλις το προηγούμενο βράδυ. Και με πληροφορεί ότι ετοιμάζεται ένας δίσκος μόνο με γυναίκες remixers πάνω στα τραγούδια από τις Μάσκες, όταν του λέω πόσο δημοφιλή είναι στον κύκλο των Αθηναίων electroheads τα remixes που της έκαναν πέρυσι οι Red Axes.

Η Dark Entries είναι one man show, θυμίζοντας στιγμιότυπα από την έκρηξη της ανεξάρτητης δισκογραφίας στα τέλη των 70s. «Έχω μόνο έναν υπάλληλο, τον designer που σχεδιάζει τα εξώφυλλα και κάνει τα υπόλοιπα γραφιστικά. Όλα τα υπόλοιπα μόνος μου: γράφω δελτία τύπου, σφραγίζω τους δίσκους, διαπραγματεύομαι τις συμφωνίες διανομής, αποτελώ το τμήμα A&R, επιμελούμαι την ιστοσελίδα μας. Είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, δε με κουράζει.
Φυσικά, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Τσακώνεσαι με ξεροκέφαλους καλλιτέχνες, βλέπεις λάθη σε μια ολόκληρη κοπή βινυλίων και τρελαίνεσαι, καθυστερούν τα εργοστάσια και σε φορτώνουν με άγχος, πηγαίνοντας πίσω το πρόγραμμά σου. Το καταπολεμώ διατηρώντας σταθερούς συνεργάτες που εμπιστεύομαι. Έχω το ίδιο εργοστάσιο και τον ίδιο μηχανικό ήχου που κάνει το mastering από την πρώτη μέρα».


O Patrick Cowley, ένας πρόωρα χαμένος Άγιος του San FranDisco, που ξαναζεί μέσα από τις επανεκδόσεις της Dark Enties

Από το 2009, η Dark Entries συνιστά μια γέφυρα μεταξύ δύο κόσμων που παλιά έμοιαζαν τελείως απομακρυσμένοι, αλλά τελικά δεν είναι και τόσο: darkwave και disco. Συμφωνεί; «Το post punk είναι η μουσική με την οποία μεγάλωσα, στην εφηβεία μου μπήκα για τα καλά στη synthpop (τα άλμπουμ των Soft Cell, Dead or Alive κι Alphaville ήταν τα αγαπημένα μου) και μετακομίζοντας στο Σαν Φρανσίσκο στα early 20s μου, ήμουν έτοιμος για την disco. Με βοήθησε πολύ να κάνω το πέρασμα ο ήχος της DFA που έμοιαζε να βάζει disco μπασογραμμές (ή beats) στη μουσική των PiL Χαίρομαι να ακούω αυτό που είπες περί γέφυρας, γιατί είναι αλήθεια ότι η disco είχε παρεξηγηθεί και είχε μείνει λίγο στην άκρη ως ελαφριά”. Ειδικά στα 90s που κυριάρχησε το techno, ένα σαφώς πιο στρατιωτικό είδος. Νομίζω, όμως, ότι από τις αρχές των 00s συνέβη μια επιστροφή. Βοήθησε ασφαλώς η επιτυχία της DFA, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι συλλογές Disco Not Disco, είχαμε και μια μικρή αναγέννηση του italo γύρω στο 2003-04. Κι επιπλέον είναι οι συλλογές της Strut ή η New York Noise που έβγαλε η Soul Jazz. Όλα αυτά συνδιαμόρφωσαν το μοντέρνο πεδίο της χορευτικής μουσικής και σίγουρα χάρισαν μια επανεκτίμηση στην disco, πλαισιωμένη από τις πιο σκοτεινές ή obscure εκδοχές της.
Προσωπικά, σίγουρα η νεοϋρκέζικη σκηνή στη διαδοχή των 70s από τα 80s έχει μια ξεχωριστή θέση στη διαμόρφωση της αισθητικής μου και φυσικά στο ήθος της Dark Entries. Ετικέτες όπως η ZE Records αποτέλεσαν πρότυπά μου, συνδυασμένα με όλη τη μυθολογία του CBGBs και το μπλέξιμο των ήχων που εκπροσώπησαν οι Talking Heads και οι Blondie. Σήμερα προσπαθώ –κατά κάποιον τρόπο- να στήσω ένα 80s label με μπάντες που θα σκότωνα να είχα υπογράψει τότε».


Τον παρακολουθώ να διηγείται τις δύο προηγούμενες παραγράφους και είναι σαν να κοιτάζω στον καθρέφτη. Είναι πολλά (σχεδόν όλα) από τα διαδοχικά βήματα της δικής μου «μουσικής καριέρας». Φαντάζομαι και πολλών από σας. Ίσως εκεί οφείλει και τη δημοφιλία της η Dark Entries, στο ότι κατάφερε να ενώσει όλες αυτές τις τελείτσες σε ένα ηχητικό ψηφιδωτό που είναι για πολλούς από μας η προϊστορία, το παρόν αλλά και η προοπτική μας ως ακροατές.

Πριν εγκαταλείψουμε οριστικά τον ειρμό κι αφεθούμε στο ακατάσχετο name dropping συγκροτημάτων, τον ρωτάω αν υπάρχει κάποιος άλλος δίσκος από τα ελληνικά 80s που θα ήθελε να βγάλει. Βγάζει ένα χαρτάκι, ναι ένα χαρτάκι, από την τσέπη του.
«Ναι, φυσικά. Το A Body In A Snare των Magic de Spell. Αλήθεια, τους ξέρεις;»

Οι επανεκδόσεις του Γκάλοπ και του Μάσκες Ηλίου ειναι διαθέσιμες στο on-line store της Dark Entries
Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος