«Δεν έχει σημασία αν κάποιες πληροφορίες επαναλαμβάνονται. Θέλω να πω, η επανάληψη είναι καλή, ας μην το ξεχνάμε αυτό. O Burroughs επαναλαμβάνει χωρία συχνά στα κείμενά του και νομίζω πως και ο Andy χρησιμοποιούσε την επανάληψη, δεν το έκανε;». Αυτή είναι μία από τις πρώτες φράσεις που θα καλωσορίσουν τον αναγνώστη στην αυτοβιογραφία του John Cale, What‘s Welsh For Zen (John Cale, Victor Bockris, σε υποδειγματική εικονογράφηση του Dave McKean, Bloomsburg, 1999), του Ουαλού αυτού μουσικού που το όνομά του, μετά από 55 χρόνια καλλιτεχνικής πορείας, στέκεται επάξια δίπλα από τον όρο «πρωτοπορία», ενώ με αβίαστη ευκολία συγκατατάσσεται στον πάνθεον των σπουδαίων σύγχρονων δημιουργών -ακόμη κι αν δεν πέρασε ποτέ ευθέως στην εμπορική «πρώτη γραμμή». Ή. ίσως, γι’ αυτό…
Δεν είναι όμως εύκολο να οριοθετήσει κανείς τον John Cale, μιας και θα βρεθεί κατευθείαν να στέκεται ανάμεσα σε δύο βασικά δίπολα. Από τη μία, η κλασική παιδεία και η συγκροτημένη καλαισθησία που κατά συνέπεια γέμισε το έργο του, στέκεται πάντα απέναντι από την αμεσότητα του ποπ καλουπιού. Από την άλλη, όσο κι αν το σύνολο των έργων του κρατά το χέρι από το μέλλον, άλλο τόσο ο Cale γνέφει από τη θέση του «τώρα» στο παρελθόν. Είτε το δικό του, είτε εν γένει της μουσικής, είτε ακόμη και της ίδιας της ιστορίας.
Ο John Davies Cale γεννήθηκε πριν από 76 χρόνια (στις 9 Μαρτίου του 1942) στην πόλη Γκάρναντ της Βόρειας Ουαλίας, από μητέρα δασκάλα και πατέρα ανθρακωρύχο. Πέρα από το ταξικό, ειδικά για την εποχή, χάσμα των δύο του γονιών, υπήρχε ένα ακόμη παράδοξο. Ο πατέρας του μιλούσε μόνο αγγλικά, ενώ στο σπίτι επιτρέπονταν μόνο τα ουαλικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Cale να μιλήσει πρώτη φορά με τον πατέρα του στα εφτά του χρόνια, κάτι που όπως είπε ο ίδιος αργότερα, ίσως ήταν το κλειδί της αγάπης του για την ορχηστρική μουσική, μία «ατελής αίσθηση της γλώσσας» είναι που έκανε τη μουσική για εκείνον μία γλώσσα ισάξια με τις δύο μητρικές του.
Δεν άργησε να μπει σε αυτόν τον κόσμο των ήχων με όχημα τη βιόλα. Κάπως τυχαία βέβαια, μιας και διάλεξε το συγκεκριμένο όργανο γιατί ήταν το μόνο που είχε περισσέψει στην σχολική ορχήστρα. Διένυσε μαζί του όμως μία διόλου ευκαταφρόνητη πορεία: υπήρξε παιδί-θαύμα, κέρδισε υποτροφία στις ΗΠΑ με τις ευλογίες του Aaron Copland κι όταν κατέφτασε στο Μεγάλο Μήλο άρχισε να το μασουλάει λαίμαργα.
H πρώτη επαφή ήταν και καθοριστική. Συμμετείχε στους Dream Syndicate (όχι αυτούς που νομίζετε αλλά ναι, αυτούς που από εκεί πήραν το όνομά τους), το σύνολο του πρωτεργάτη του μινιμαλισμού LaMonte Young και του Tony Conrad. Ήταν μια αβάν γκαρντ αφετηρία που κουβάλησε μαζί του σε αυτήν την μπάντα που επωάστηκε στο Factory του Andy Warhol, που έβγαλε ένα δίσκο με το ψευδώνυμο «Μπανάνα», που με τη σειρά του κουβαλά τον μύθο του «άλμπουμ που δεν πούλησε πολύ στην κυκλοφορία του αλλά όποιος το αγόρασε, έφτιαξε μπάντα». Κι αυτά είναι μόνο μερικά θραύσματα της ανεξάντλητης μυθολογίας που ακολουθεί τους Velvet Underground και το Velvet Underground & Nico (1967) και που έχουν χυθεί ήδη υπερβολικά πολλοί τόνοι μελάνι για να χαλάσουμε περαιτέρω KBs εδώ.
Η συνύπαρξη των εκρηκτικών προσωπικοτήτων Lou Reed και John Cale θα αντέξει για έναν ακόμη δίσκο, το White Light/White Heat (1968). Ύστερα, η βιόλα με χορδές κιθάρας (επέμβαση ποιητική αδεία του Cale) θα σιωπήσει, οι Velvets θα ακολουθήσουν ένα πιο ακουστικό μονοπάτι στο ομώνυμο The Velvet Underground (1969) και τότε είναι που η καθοριστική σημασία του Cale στη μπάντα θα λάμψει δια της απουσίας του.
O Cale όμως έχει ήδη ανοίξει τα φτερά του αποδεικνύοντας στα επόμενα χρόνια (και) την στόφα του ευφυή και ευέλικτου παραγωγού: θα συναντηθεί και πάλι με τη Nico και θα επημεληθεί την ψυχρή art ελεγεία The Marble Index (1968), από εκεί θα βοηθήσει να χτιστεί ο πρωτόγονος proto-punk μινιμαλισμός του ομώνυμου ντεμπούτο των Stooges (1969), θα βάλει το χεράκι του τη δεκαετία του ’70 σε δύο ακόμα εμβληματικούς δίσκους: το Horses (1975) που καθιέρωσε την Patti Smith ως ιέρεια του punk αλλά και το ομώνυμο ντεμπούτο των Modern Lovers έναν χρόνο αργότερα – άλμπουμ που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγάλες επιρροές του βρετανικού punk.
-Δεν φαίνεται να φοβάστε να αντιμετωπίσετε το παρελθόν σας.
-Όχι, αλλά συνηθίζω να το κάνω άνω-κάτω. Συνήθως προσπαθώ να τα αλλάξω όλα.
(Interview Magazine, Δεκέμβριος 2016)
Μπορεί η παραπάνω απάντηση να δόθηκε πριν δύο χρόνια (και το Interview να μην υπάρχει πια), ωστόσο από την αυγή των 70s και την αρχή της σόλο πορείας του John Cale υπάρχουν πάντα, έστω και κάποια ψήγματα αναφορών στο παρελθόν. Πρώτη σόλο δουλειά το Vintage Violence (1970) και πέραν της ρετρό αναπόλησης του τίτλου, ο Cale απογυμνώνεται ηχητικά, ρέπει προς μία εντονότερη «κανονικότητα» σε σχέση με όσα των συνηθίσαμε στους Velvets, ενώ χωρίς να ξεχνά ποτέ την ιστορία, τραγουδά για τον Καρλομάγνο (“Charlemagne”) και την επόμενη χρονιά βάζει το χεράκι του και σε δύο κομμάτια του Bryter Lyter του Nick Drake (“Fly”, “Northern Sky”).
Γρήγορα κάνει στροφή όμως και θυμάται τις κλασικές και μινιμαλιστικές του βάσεις. Συνεργάζεται για έναν δίσκο με τον Terry Riley (Church of Anthrax, 1971) με τους ορχηστρικούς πειραματισμούς τους να δημιουργούν μουδιασμένα συναισθήματα, ενώ η επόμενη σόλο δουλειά του κινείται σε ακόμη πιο κλασικές φόρμες, αποτάσσοντας πλήρως το ποπ περίβλημα (The Academy In Peril, 1972) κι απευθύνεται σε όσους έχουν μία μεγαλύτερη άνεση με το περιβάλλον των ωδείων.
Η συνέχεια διαγράφεται πιο βατή, αλλά πάντα με ένα ειδικό βάρος. Paris 1919 (1973), ίσως ο μόνος σόλο δίσκος του που γνωρίζουν όσοι δεν έχουν εντρυφήσει στο έργο του (και πιο γνωστός του στην Ελλάδα), αλλά και μία από τις κοινώς αποδεκτές ως δυνατότερες στιγμές στην καριέρα του -επισκιάζοντας ίσως άδικα άλλα έργα του. Ποπ χρωματισμένη με μπαρόκ στοιχεία και δεν είναι μόνο η Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού που υπονοείται στο τίτλο. Τραβά το νήμα του χρόνου μέχρι και τον “Macbeth” ενώ ο Cale αναπολεί και τα παιδικά του χρόνια όπως φαίνεται από το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου “Child’s Christmas in Wales”. Στο δίσκο αυτό θα επιστρέψει στο σύνολό του τρεις φορές επί σκηνής στα πρόσφατα χρόνια: στο Coal Exchange στο Κάρντιφ (21 Νοεμβρίου 2009), στο Royal Festival Hall στο Λονδίνο (5 Μαρτίου 2010), και στο Theatre Royal στο Νόριτς (14 Μαΐου 2010).
Η πρώτη πενταετία των 70s ήταν και η πιο πυκνή παραγωγικά, μιας και σε διάστημα ενός χρόνου ο Cale θα κυκλοφορήσει την άτυπη «τριλογία της Island»: Fear (1974), Slow Dazzle (1975), Helen of Troy (1975), εγκαινιάζοντας την αρχή της συνεργασίας του με τον Brian Eno (σημειώστε το, θα ξαναβρεθεί μπροστά μας). Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτούς τους τρεις δίσκους βρίσκουμε τον Cale στα πιο καθαρόαιμα ροκ μονοπάτια που έχει διανύσει, παραστρατώντας ελάχιστα με τις λυρικές εξάρσεις του Helen of Troy.
Εδώ θα αρχίσει να καταπιάνεται με το παρελθόν μέσα από διασκευές (σημειώστε το κι αυτό): στο Slow Dazzle βγάζει μέσα από το “Heartbreak Hotel” του Elvis τον πιο σκοτεινό και βρώμικο εαυτό που έκρυβε, σε μία εκτέλεση που έχει χαρακτηριστεί διόλου τυχαία από τον μουσικοκριτικό Ned Raggett μία από τις καλύτερες διασκευές που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ, ενώ στο Helen of Troy θα δοκιμάσει την τύχη του στο κομμάτι “Pablo Picasso” από το ντεμπούτο των Modern Lovers στο οποίο εκτελούσε χρέη παραγωγού ένα χρόνο νωρίτερα. Η πιο εμφανής αλλά και καθηλωτική όμως στιγμή αναμόχλευσης του παρελθόντος κρύβεται στο Slow Dazzle και το “The Jeweller”, το spoken word του οποίου ψάχνει τις ρίζες του στον πυρήνα του 8λεπτου αφηγηματικού χείμαρρου του “The Gift” από το White Light/White Heat των Velvet Underground. Ειδική μνεία κάνει και σε μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του, τον Brian Wilson με το εναρκτήριο “Mr. Wilson”.
Μπορεί μέχρι και τα 70s ο John Cale να μη σταματούσε να ρίχνει κλεφτές –αλλά αποσπασματκές ματιές- πίσω του, αλλά στη δεκαετία του ’80 θα έρθει η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του η οποία θα τον περιμένει στο μέλλον. Μετά από το συντηρητικά αξιοπρεπές Honi Soit (1981), ο Cale το 1982 θα προτείνει την Music For A New Society, την πιο μεστή δουλειά της καριέρας του κι αυτή που θα αποτελούσε το ιδανικό καλωσόρισμα κάποιου στο σύμπαν του Ουαλού. Δύο από τα πιο δυνατά κομμάτια του βρίσκονται εδώ: το “Chinese Envoy” και “Close Watch”, την αρχική εκδοχή του οποίου ακούσαμε στο Helen of Troy, και που τιμά την κέλτικη καταγωγή του. Πάλι δεν παρατά το παρελθόν με κάθε έννοια: επιστρέφει στη «μήτρα», με έναν ηχογραφημένο διάλογο μεταξύ του ιδίου και της μητέρας του (“Mama’s Song”), ενώ το “Damn Life” χρησιμοποιεί τη βασική μελωδία της «Ωδής στη Χαρά» από την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, με τον ίσως πιο αβίαστο τρόπο που θα μπορούσε να αφομοιωθεί σε ένα ποπ κομμάτι.
Κι εδώ κρύβεται η επινοητική ματιά του: ο Cale το 2016 τολμά ένα remake του δίσκου με τίτλο MFANS (με συμμετοχή της Amber Coffman των Dirty Projectors) κάνοντας το κυριολεκτικά αγνώριστο. Το μόνο που κρατά είναι η ίδια η ραχοκοκαλιά των συνθέσεων, τις οποίες κατά τ’ άλλα περνά από ένα καθοριστικό electro και ενίοτε industrial φινίρισμα, ενώ το “If You Were Still Around” θα λειτουργήσει αυτή τη φορά ως ένας συγκινητικός φόρος τιμής στον εκλιπόντα κατά τη δημιουργία του MFANS, Lou Reed.
Αν κρατούσαμε κάτι ακόμα από τη δεκαετία του ’80, ίσως αξίζει να κοντοσταθούμε στο mash up του “Chinese Takeaway (Hong Kong 1997)” (από τον δίσκο Artificial Intelligence, 1985) όπου θα ακούσετε περάσματα από την Toccata and Fugue του Bach μέχρι το “Fur Elise” του Beethoven, ενώ η μελοποίηση του Dylan Thomas στο Words For The Dying (1989) δεν παύει να αποτελεί ενδιαφέρον εγχείρημα. Ξεχνάμε τελείως το Carribean Sunset (1984), μία ατυχή προσπάθεια ένταξης στην 80s ατμόσφαιρα που μάλλον έχει ξεχάσει κι ο ίδιος ο δημιουργός.
Θα πατήσει όμως το πόδι του στα 90s με δύο σπουδαίους δίσκους μαζί με δύο παλιούς γνώριμους: ξανασυνεργάστηκε με τον Eno (οι σημειώσεις που σας λέγαμε να κρατήσετε) στο art κομψοτέχνημα του Wrong Way Up (1990), ενώ o θάνατος του Andy Warhol το 1989 θα σπάσει μία σιωπή χρόνων στην σχέση του με τον Lou Reed. Θα μπουν μαζί στο στούντιο και θα βγουν με τον concept δίσκο Songs For Drella (1990) (το ψευδώνυμο του Πάπα της Ποπ Αρτ, από το Dracula και Cinderella). Ίσως το Songs For Drella να αποτελεί μία από τις πιο ζωντανές κι άμεσες ροκ όπερες που έχουν γραφτεί ποτέ, επικοινωνώντας την αγάπη και το θαυμασμό χωρίς δακρύβρεχτες συμπαραδηλώσεις. Οι δυο τους χρησιμοποιούν απλά τη μνήμη ως ποιητικό έναυσμα και την τέχνη ως μέσο συναισθηματικής δήλωσης.
Οι σημειώσεις σας κάπου περιέχουν και τη λέξη «διασκευές». Ο λόγος, η διασκευή του Cale στο “Hallelujah” του Leonard Cohen όπως αυτή συμπεριλήφθηκε στο tribute album, I’m Your Fan (1991). Η εκδοχή του Cale μείωσε τις στροφές του κομματιού, αύξησε λίγο το ρυθμό και ξεφόρτωσε την παραγωγή, αποτελώντας το αόρατο χέρι για την μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το κομμάτι από τον Jeff Buckley το 1994 μέσα από το μοναδικό δίσκο που πρόλαβε να κυκλοφορήσει, Grace. Στάθηκε δηλαδή με δημιουργικό τρόπο ανάμεσα στο πριν και το μετά.
Στα 90s ο John Cale δεν θα υπάρξει ιδιαίτερα παραγωγικός (μοναδική άλλη κυκλοφορία το μέτριο Walking On Locusts, 1996 αλλά και το συνεργατικό album με τον Bob Neuwirth, Last Day On Earth, 1994). Στα 00s όμως θα επιστρέψει με μερικές ενδιαφέρουσες κι επικαιροποιημένες δουλειές: το σχεδόν ambient HoboSapiens (2003), το art pop blackAcetate (2005) και τον πιο παιχνιδιάρικο δίσκο της καριέρας του, Shifty Adventures in Nookie Wood (2012), με την παρέα του Danger Mouse στο “I Wanna Talk 2 U”. Το καρτουνίστικο πλάσμα στο εξώφυλλο, θα έγνεφε καταφατικά στον Guardian που χαρακτήρισε το album «έναν συνδυασμό της εμπειρίας ενος 70χρονου με τη χαρά ενός μικρού παιδιού».
Τα τελευταία χρόνια το φάντασμα της μπάντας που τον έκανε γνωστό δεν έπαψε να επιστρέφει: μία tribute συναυλία για τη Nico με τίτλο “Life Along the Borderline” το 2008, μια άλλη για τα 50 κεράκια της «Μπανάνας» πέρυσι που ακούστηκε ζωντανά τον Νοέμβριο του 2017 στο Brooklyn Academy of Music μαζί με καλεσμένους της σύγχρονης μουσικής γενιάς.
O John Cale εξακολουθεί να είναι δημιουργικός, είτε γράφει δίσκους, είτε περιοδεύει, είτε βάζει το χέρι του στη μουσική επένδυση ταινιών, όπως κάνει ακατάπαυστα από τα 70s. Χωρίς ποτέ να ξεχνάει ποιά είναι η βάση της όποιας πρωτοπορίας: το παρελθόν, η ίδια η ιστορία της τέχνης, που αναζυμώνεται υπό ένα νέο πρίσμα. Μπορεί να μην έχει το star quality του πάλαι ποτέ συνοδοιπόρου του Lou Reed. Μπορεί να μην έβγαλε ποτέ δίσκους που είχαν τα φόντα «να γίνουν επιτυχίες». Είναι όμως η ενσάρκωση της βαθιάς πίστης στην ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, στη διακριτική γοητεία του συνειδητοποιημένου δημιουργού.
«Η μητέρα μου μου είχε πει ότι δεν την ενδιαφέρει τι θα κάνω, αρκεί να μην κάνω κακό σε κανέναν κι αυτό ήταν μία μεγάλη επιρροή». Αυτός ο 76χρονος Ουαλός, με το άγρυπνο βλέμμα, τα λευκά μαλλιά και το μουσάκι, που τον κάνει να φαίνεται πολύ νεότερος, φαίνεται πώς δεν σταμάτησε να επιστρέφει στην μητέρα του αλλά και στη «μήτρα» της δημιουργίας. Ολόκληρη η πορεία του, μία αιώνια επιστροφή που ατενίζει -και πολλές φορές δημιουργεί- το μέλλον.
Στην Αθήνα, την προσεχή Τρίτη θα παίξει φυσικά κομμάτια από το σύνολο της καριέρας του…