Θυμάστε πώς ήρθατε σε επαφή με τη τζαζ για πρώτη φορά; Όταν ήμουν πολύ νέος, άκουγα rock’n’roll της δεκαετίας του ’50. Ξέρεις, Chuck Berry, Bo Diddley, Little Richard… Κι ένας φίλος μου είχε συλλογή από δίσκους τζαζ. Νομίζω πως το πρώτο πράγμα που μου έβαλε να ακούσω ήταν Barney Kessel, τον τζαζ κιθαρίστα, και μου άρεσε πάρα πολύ. Μου έβαλε και Dave Brubeck, κι αργότερα Miles Davis. Κι απλώς ερωτεύτηκα τη τζαζ, και πήγα λοιπόν σε σχολή για να μάθω περισσότερα.
Πράγματι στη γενιά σας υπήρξαν μουσικοί που πήγαν σε σπουδαία σχολεία κι έμαθαν τη τζαζ, όπως εσείς που πήγατε στο Berklee. Αυτό σας κάνει διαφορετικούς από την προηγούμενη γενιά, όπου οι περισσότεροι ήταν αυτοδίδακτοι; Δεν ξέρω. Είναι μια καλή ερώτηση. Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «σπουδάζω». Όμως και οι παλαιότεροι μουσικοί είχαν «σπουδάσει», ατομικά, με άλλους μουσικούς. Νομίζω πως η σχολή που πήγα εγώ, το Berklee, ήταν η πρώτη στην Αμερική που δίδασκε τζαζ. Υποθέτω πως η διαφορά ανάμεσα σε μένα, που διδάχτηκα κατ’ευθείαν πολλά θεωρητικά, αρμονία και βασικές γνώσεις, πράγματα που ίσως οι άλλοι μουσικοί δεν έκαναν, είναι και η μοναδική μας διαφορά. Έπαιζα όμως και πολύ συχνά σε συναυλίες με παλαιότερους μουσικούς όσο σπούδαζα, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο μάθαινα και με τον τρόπο που είχαν μάθει εκείνοι: από τις εμφανίσεις. Είχα όμως και την παιδεία της σχολής, οπότε υποθέτω πως είμαι μια μίξη κι από τα δύο. Λίγο σχολή, αλλά και λίγη παιδεία του δρόμου.
Όταν ξεκινήσατε, παίζοντας με τους αδελφούς Brecker και τον Billy Cobham, εμφανιζόσασταν συχνά με ροκ συγκροτήματα. Πιστεύετε πως αυτό έχει επηρεάσει το στυλ σας; Δεν έχει επηρεάσει και πολύ τον τρόπο που παίζω τώρα, όμως με επηρέασε παλιότερα. Η υψηλή ενεργεια, η χρήση των παραμορφωτών στην κιθάρα, ήταν πιο ροκ επιρροές. Όμως άρχισα να απομακρύνομαι από αυτό, και τώρα πια δεν νομίζω πως απομένει στην πραγματικότητα καμία επιρροή αυτής της μουσικής στο παίξιμό μου. Για μένα αυτή η μουσική ήταν περισσότερο διασκέδαση όταν την έπαιζα. Δεν ήταν όσο βαθιά ήθελα να φτάσω, δεν ήταν τζαζ, ήταν πιο απλοϊκή. Αποφάσισα λοιπόν πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που εξ αρχής ήθελα να παίξω τζαζ. Έτσι άρχισα να παίζω με τον Jack DeJohnette κι άλλους μουσικούς πιο προσανατολισμένους στη τζαζ.
Έχετε μια μακρά και παραγωγική συνεργασία με την ECM. Πώς ένας μουσικός από τις ΗΠΑ όπως εσείς αποφάσισε να υπογράψει σε μια ευρωπαϊκή δισκογραφική εταιρία; Ήταν πολύ απλό. Ήμουν στη Νέα Υόρκη, και πήγαινα σε jam sessions όπου βρισκόμασταν οι μουσικοί. Σ’ ένα ήταν παρών ο Manfred Eicher. Καθόταν απλώς σε μια καρέκλα κι άκουγε τη μουσική. Εκεί τον γνώρισα, και ο καλός μου φίλος Ralph Towner μας ξανασύστησε. Ο Manfred με είχε ακούσει να παίζω σε ένα δίσκο του Enrico Rava που είχαμε ηχογραφήσει ένα-δυο χρόνια νωρίτερα, και του άρεσε το παίξιμό μου. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, εκείνος ήρθε σε μένα και μου πρότεινε να κάνουμε κάποιες ηχογραφήσεις. Οι πρώτες ήταν με τον Dave Leibman και το συγκρότημά του, που λεγόταν Lookout Farm, μαζί με τον Richie Beirach και τον Jeff Williams. Ηχογράφησα δύο άλμπουμ μαζί τους ως κιθαρίστας, άρεσαν στον Manfred, που μου πρότεινε να κάνω ένα δικό μου δίσκο, κι αυτός ήταν το Timeless. Όλα έγιναν πολύ εύκολα και φυσικά. Έτσι γινόταν τον παλιό καιρό, εν πολλοίς. Έγινε πολύ παλιομοδίτικα!
Είναι διαφορετική η προσέγγιση του Manfred στη δισκογραφία από αυτή των Αμερικανών παραγωγών; Ναι. Εμπλέκεται πολύ στην παραγωγή, στο τι παίζεις και πώς θα το κάνει να ακούγεται καλύτερα. Προσφέρει καλές επιλογές, σχολιάζει τη μουσική, είναι αυτό που λέμε πολύ παρών. Ενώ πολλοί Αμερικανοί παραγωγοί μπορεί και να μην εμπλακούν καθόλου, απλώς να σε παρακολουθούν για να τελειώνεις το δίσκο, ώστε να μπορέσουν να πάνε για φαγητό! Ή μπορεί να θέλουν ναπαίξεις πολύ συγκεκριμένη μουσική, πιο funky ή πιο απλή. Ο Manfred έχει τις δικές του σκέψεις πάνω στη μουσική. Του αρέσει να ακούγεται πολύ ανοιχτή, πολύ φυσική. Νομίζω πως δουλεύω καλά μαζί του γιατί μου αρέσει να παίζω με αυτόν τον τρόπο. Μου αρέσει να παίζω σε κανονικές φόρμες τραγουδιών, σαν αληθινός τζαζ μουσικός. Μου αρέσει όμως να παίζω ό,τι γράφω πολύ χαλαρά, κι εκφραστικά, και σε αυτό συμφωνούμε με τον Manfred.
Από όλους αυτούς τους μουσικούς που έχετε παιξει μαζί στη μακρά καριέρα σας – και που αν αρχίσω να τους αραδιάζω, τα ονόματα θα πιάσουν περισσότερο χώρο από τη συνέντευξη – ποιους αισθάνεστε πιο κοντά σας, τόσο μουσικά όσο και προσωπικά; Ο Ralph Towner με επηρέασε όχι μόνο ως εκτελεστή, αλλά κυρίως ως συνθέτη, με ώθησε στο να γράψω μουσική και να συνθέσω τα δικά μου τραγούδια, και πίστευε πως είχα ταλέντο σε αυτό. Εγώ ήμουν πολύ ανασφαλής και δεν είχα γράψει πολλή μουσική ως τότε, και νομίζω πως ο Ralph ήταν τρομερή επιρροή. Επίσης ο Jack DeJohnette. Με βοήθησε να σκέφτομαι πώς να αυτοσχεδιάζω. Ήταν πολύ προχωρημένος σε αυτό, κι απλά μου έδινε συμβουλές. Να παίζω πιο αργά, με περισσότερο χώρο… Το έκανε πολύ ευγενικά, χωρις να μου κάνει κριτική, απλά έλεγε: «σκέφτηκες ποτέ να παίξεις πιο ανοιχτά, ή να μην παίζεις τόσο πολλές νότες, ή να φτιάχνεις διαφορετικά τις φράσεις σου;»
Όσο περνούν τα χρόνια η τζαζ αλλάζει. Νομίζω πως τώρα έχει εξαπλωθεί πολύ, κι έχει περιλάβει και τοπικές μουσικές παραδόσεις, αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Εσείς πώς τη βλέπετε σε σύγκριση με το πώς ήταν όταν ξεκινούσατε; Εξαρτάται από το πόσο μακριά στο παρελθόν πηγαίνουμε. Αν πάω στην εποχή που ξεκινούσα να παίζω τζαζ, βλέπω τεράστια διαφορά. Γιατί όταν ξεκίνησα, παίζαμε με hammond organ και ντραμς, σε τζαζ και σόουλ κλαμπ, και παίζαμε μόνο στάνταρντς και μπλουζ κομμάτια. Η τζαζ ήταν μια απολύτως ξεχωριστή μουσική, δεν ανακατευόταν με το rock’n’roll ή με τις άλλες μουσικές του κόσμου. Ήταν μια πιο καθαρή μορφή τέχνης. Στα τέλη της δεκαετίας του 60 με αρχές του 70, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι μουσικοί της τζαζ άρχισαν να ακούν rock’n’roll, Jimi Hendrix, Blood, Sweat & Tears κι άλλα τέτοια συγκροτήματα… Άρχισαν επίσης να ακούν μουσικές του κόσμου, και ειδικά ινδική. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν με ένα τρόπο που δεν ακουγόταν απαραιτήτως όπως η παραδοσιακή τζαζ. Νομίζω πως όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία και προχωράμε, δεχόμαστε όλο και περισσότερες επιρροές. Τώρα πια υπάρχουν τόσο πολλοί διαφορετικοί τρόποι παιξίματος. Υπάρχουν πάντα αυτοί που παίζουν παραδοσιακή τζαζ. Άλλοι παίζουν πολύ ελεύθερα. Πάντοτε υπήρχαν διάφορα στυλ, αλλά αυτό πλέον συμβαίνει περισσότερο από ποτέ. Κάποιοι διατηρούν τους δεσμούς τους με την παράδοση, ενώ άλλοι δεν ακούγονται καν σαν τζαζ, αλλά απλώς σαν αυτοσχεδιαζόμενη μουσική. Όταν λοιπόν μπαίνουν τόσο διαφορετικές φωνές, το βρίσκω πολύ υγιές. Είναι καλό, πιστεύω, το να δανείζεσαι από άλλες μορφές μουσικής και να προσπαθείς να τα ενσωματώσεις για να δημιουργήσεις καινούριες ή ελαφρώς διαφορετικές φόρμες. Αυτό συμβαίνει τώρα. Εμένα μου αρέσει ακόμα να παίζω περισσότερο εντός της παράδοσης της τζαζ. Υπάρχει κάτι σε αυτό που για μένα πάντα ήταν γεμάτο νόημα, και δεν θέλω να το αφήσω πίσω μου. Είναι το αγαπημένο μου είδος μουσικής!
Έχετε κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα στην καριέρα σας. Υπάρχει κάτι που δεν έχετε επιχειρήσει ακόμα, και θα θέλατε να το κάνετε στο μέλλον; Αντί να σκέφτομαι το μέλλον, συνήθως σκέφτομαι αυτό που συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή. Αυτό που με ικανοποιεί αληθινά είναι το πώς παίζω τώρα. Νομίζω πάντως πως στο μέλλον θα ήθελα να αλλάξω το είδος των συνθέσεων που γράφω και παίζω. Να τις κάνω πιο εκτεταμένες,. Ξέρω πώς θέλω να ακούγονται, αλλά δεν μπορώ να το ακούσω μέχρι να το παίξω! Πάντα ήθελα να κάνω κάτι σε κλασική φόρμα. Κάτι με μια μικρή ορχήστρα και ένα τρίο. Πάντα μου άρεσαν τα πράγματα που συνδύαζαν αυτά τα δύο στοιχεία, όπως οι ηχογραφήσεις του Bill Evans με συμφωνική ορχήστρα. Ίσως λοιπόν θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο.