Χάρη στον στρατηγικό προγραμματισμό της ελληνικής διανομής ή, ακόμα καλύτερα, σε μια θεϊκή συγκυρία, αυτή την εβδομάδα κυκλοφορούν στις κινηματογραφικές αίθουσες δύο ταινίες με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φίνιξ. Το σινεφίλ κοινό έχει την ευκαιρία να επιλέξει μεταξύ του σκεπτικού, μαλλιαρού σωτήρα του Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ και του σκεπτικότερου, μαλλιαρότερου Σωτήρα του Μαρία Μαγδαληνή. Αμφότερες οι ερμηνείες χαρακτηρίζονται από υψηλή περιεκτικότητα σε Χοακινότητα – αυτό το μείγμα self-conscious εσωτερικότητας, βουβής έντασης κι ακατάληπτης ομιλίας που αποτελεί το brand του αμερικανού ηθοποιού τα τελευταία χρόνια, και πιο συγκεκριμένα από το ψευδοντοκιμαντέρ-πείραμα I’m Still Here του 2010 (μια μάλλον αποτυχημένη αλλά τολμηρή απόπειρα αποδόμησης της εικόνας του).
Στο Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ, την πρώτη ταινία της Λιν Ράμσεϊ μετά τον απόλυτο θρίαμβο του Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν, ο Φίνιξ υποδύεται τον Τζο, έναν πρώην πεζοναύτη που αναλαμβάνει να γλιτώσει τη μικρή κόρη ενός νεοϋορκέζου γερουσιαστή από τα χέρια απαγωγέων που διευθύνουν κύκλωμα παιδικής πορνείας. Το τραυματικό παρελθόν του Τζο, που στην προσωπική του ζωή φροντίζει την άρρωστη μητέρα του, αποκαλύπτεται σε πολύ μικρές δόσεις, που τραβούν μια ευθεία γραμμή με την τωρινή, ακραία βίαιη αποστολή του και την παιδική κακοποίηση, την ιδρυματοποιημένη βία και τις ακλόνητες πολιτικές δομές που εξασφαλίζουν τη διαιώνιση τέτοιων πληγών. Μια τέτοια ελλιπτική ταινία που ανταμείβει μόνο τον πρόθυμο, υπομονετικό θεατή (π.χ. εμείς με το αρνητικό IQ, στην πρώτη προβολή της ταινίας στις Νύχτες Πρεμιέρας είδαμε απλώς έναν περίεργο τύπο να κάνει περίεργα πράγματα και να βαράει τον κόσμο με ένα σφυρί, σε στιλ Oldboy) μοιάζει παιδική χαρά για την Αυτού Χοακινότητα, γεγονός που ενισχύει και η βράβευση της ερμηνείας του ηθοποιού στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Εκτός από τον εφιάλτη που υπαινίσσεται με αισθητικά άψογο, αλλά αφηγηματικά δευτερεύοντα, τρόπο, η ταινία αποτελεί τη χαρά του ψυχολόγου και για το λόγο ότι η Ράμσεϊ έγραψε το σενάριο κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Σαντορίνη: το πώς το πολυδιαφημισμένο εθνικό τουριστικό μας καμάρι ενέπνευσε τη βρετανίδα σκηνοθέτη να επισκεφτεί τόσο σκοτεινές γωνίες του ανθρώπινου ψυχισμού σίγουρα δεν θα συμπεριληφθεί στην επόμενη καμπάνια του Visit Greece.
Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά στο Μαρία Μαγδαληνή, αφού το βάρος της προσοχής πέφτει κυρίως στην παρεξηγημένη θρησκευτική προσωπικότητα του τίτλου, που υποδύεται η αξιόπιστα κατατονική Ρούνεϊ Μάρα. Στη δυτική εκκλησιαστική παράδοση επικρατεί η εκδοχή ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν μετανοημένη πόρνη – στην ταινία του Γκαρθ Ντέιβις (του υποψήφιου για Όσκαρ tearjerker Lion, πάλι με την ίδια πρωταγωνίστρια) η «ιστορία» ξαναγράφεται για να προβληθεί η κεντρική ηρωίδα ως πρωτο-φεμινιστική φιγούρα, που αψηφά τους κανόνες της πατριαρχικής κοινωνίας της εποχής της και ακολουθεί τον Ιησού, συνεπαρμένη από τη διδασκαλία του. Enter Joaquin, που μοιάζει αβέβαιος απέναντι σε αυτή την ερμηνευτική πρόκληση και καταλήγει στο να παρουσιάσει τον Χριστό ως κυκλοθυμικό και λίγο ευέξαπτο αρχηγό παρά ως Μεσσία. Δεν τον κατηγορούμε, δεν ήμασταν μπροστά για να ξέρουμε πώς ήταν στην πραγματικότητα, αλλά το όλο εγχείρημα είναι τόσο καταθλιπτικό κι ανιαρό που θα υπέθετε κανείς ότι η ταινία θα αξιοποιούσε το αφηγηματικό δώρο Θεού της Προδοσίας-Σταύρωσης-Ανάστασης. Δυστυχώς δεν το κάνει, αφήνοντας τον Φίνιξ να αναγεννηθεί από τις στάχτες του και να μας στείλει σπίτια μας με μια ανανεωμένη όρεξη για το σίκουελ των Παθών του Χριστού από τον πραγματικό badass, Μελ Γκίμπσον.