Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει (Star Wars: The Force Awakens) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: J.J Abrams
Πρωταγωνιστούν: Daisy Ridley, John Boyega, Harrison Ford
Διάρκεια: 136’
Ο Luke Skywalker έχει απομονωθεί σε έναν άγνωστο πλανήτη και το Πρώτο Τάγμα τον αναζητά, προκειμένου να τον εξοντώσει και να μπορέσει να συνεχίσει ανενόχλητο τα σχέδιά του. Ο χάρτης που φανερώνει την κρυψώνα του βρίσκεται στα χέρια ενός ρομπότ, το οποίο θα γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη σκλάβα ρακοσυλλέκτη Rey, τον λιποτάκτη stormtrooper Fin και τον πιλότο της αντίστασης Poe. Οι δύο πρώτοι θα συναντηθούν και θα μπλεχτούν σε μια μάχη ανάμεσα στους Sith, με προεξάρχοντα τον Kylo Ren και τους συνεχιστές των ηρώων που κάποτε έφεραν το τέλος του κλοιού της Αυτοκρατορίας. Οι οποίοι ήρωες θα βρεθούν στο διάβα των πρωταγωνιστών ως πολύτιμοι βοηθοί. Είστε από αυτούς που έχουν θέσει την πρώτη τριλογία ως ιερή αγελάδα μέσα στα κεφάλια τους και περιμένουν το κάθε έναυσμα για αρνητική κριτική; Όλο και κάτι θα βρείτε, έστω κι αν ο υπόλοιπος κόσμος το θεωρήσει προτέρημα. Οι υπόλοιποι, θα αγνοήσετε τα μηδαμινά ψεγάδια και θα απολαύσετε το απόλυτο υπερθέαμα, με στέρεους χαρακτήρες, εξωπραγματικά εφέ και άφθονη συγκίνηση, τόσο από νοσταλγικούς όσο και από αυθύπαρκτους παράγοντες. Μια πραγματική Star Wars ταινία.
Πως μπορεί κάποιος σαν εμένα που η πρώτη του κινηματογραφική επαφή με το σύμπαν του Star Wars ήταν το Phantom Menace (το οποίο εξακολουθώ να λατρεύω παρά τα άσχημά του) να μιλήσει με ακρίβεια για το μέγεθος της συγκεκριμένης σειράς ταινιών; Ναι μεν στη συνέχεια είδα και την αυθεντική τριλογία και κατάλαβα την ποιοτική διαφορά, η οποία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, αλλά δεν έζησα την εποχή που ο Luke, ο Han και η Leia ήταν τα απόλυτα κινηματογραφικά πρόσωπα στο παγκόσμιο στερέωμα. Και, εδώ που τα λέμε, η Ελλάδα όσο και να συναρπαζόταν με τον μακρινό γαλαξία, δεν κατάφερε να αγγίξει τα ίδια επίπεδα μαζικής υστερίας με την Αμερική, όπου εκεί έπαιρνε εξωπραγματικές διαστάσεις. Φυσικά και υπάρχουν θρησκευτικά φανατισμένοι οπαδοί και εδώ, αλλά, όπως και να το κάνουμε, και λιγότεροι είναι και ζουν σε μια χώρα που ο «γαλαξιακός» παλμός δεν είναι ο ίδιος. Οπότε, αν είναι να μιλήσω για το Επεισόδιο 7: Η Δύναμη Ξυπνά, θα μιλήσω με γνώμονα την αγάπη μου για τις ταινίες που με συνοδεύουν από το 2000 και έπειτα.
Η συγκεκριμένη ταινία, λοιπόν, αξίζει τον βαρύ τίτλο του Star Wars και θα την ξαναδούμε άπειρες φορές μέχρι να βγει το όγδοο επεισόδιο. Πρώτα και κύρια, το σενάριο. Οι χαρακτήρες του δεν είναι επίπεδοι, δεν ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία ως έρμαια των δυνατοτήτων τους χωρίς παρελθόν. Αντίθετα, έχουν αρχές και ζητήματα που ξεκινούν από τις ρίζες τους, συγκρούσεις που προκύπτουν μέσω των καταστάσεων, ενώ οι ιδιότητές τους δεν προσφέρονται σαν κάποια ανατροπή, αλλά σαν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Ακόμα και οι ήρωες των προηγούμενων ταινιών δείχνουν ένα πρόσωπο πιο μεστό, ακολουθώντας, βεβαίως, τους λόγους για τους οποίους αγαπήθηκαν από το κοινό. Ορισμένα μελοδραματικά στοιχεία αναφαίνονται στην πορεία, αλλά αν το καλοσκεφτούμε, το μελόδραμα έλειπε από την αρχική τριλογία; Μάλλον όχι, αλλά υπήρχε και χιούμορ. Το οποίο βρίσκεται και εδώ, καλοδουλεμένο, στακάτο, λεκτικό αλλά και σωματικό. Επίσης, είναι μια ταινία που αρνείται να δώσει για ακόμα μια φορά επεξηγήσεις σχετικά με την ιστορία και τις έννοιες του Star Wars σύμπαντος, πρόκειται για sequel το οποίο σαφώς και προϋποθέτει να έχει δει κανείς τουλάχιστον τα αμέσως προηγούμενα επεισόδια για να το εκτιμήσει, οπότε τα πάντα δεν προκύπτουν μέσα από επεξηγηματικούς διαλόγους, αλλά από πράξεις. Υπάρχουν και ορισμένα κενά, τα οποία φαίνονται στο τέλος της ταινίας (αν και χρίζουν συζήτησης για το αν είναι όντως λάθη γραφής ή όχι), αλλά η παρουσίασή τους τα καλύπτει δεόντως. Σε σημείο να θεωρούνται αναγκαία –αν όχι απαραίτητα- για να κλιμακωθεί και η πλοκή και η περιρρέουσα ένταση.
Σε επίπεδο πλοκής, δε σκοπεύω να αποκαλύψω τίποτα, αλλά θα πω πως εν πολλοίς θυμίζει έντονα το τέταρτο επεισόδιο ως προς τη δομή του. Είναι η αρχή μιας νέας ιστορίας και ο ρόλος της είναι, ως επί το πλείστον εισαγωγικός, αυτός της γνωριμίας με τον χωροχρόνο και τα πρόσωπα και σε αυτό, τελικά, αφοσιώνεται στο μεγαλύτερο μέρος της. Επόμενο, εφόσον είναι και μια ταινία πολυαναμενόμενη και με σκληροπυρηνικό κοινό, να υπάρχουν και αρκετές αναφορές στην αυθεντική τριλογία, είτε σε επίπεδο πλοκής είτε στα μικρά easter eggs που κρύβονται σε κάθε σεκάνς της ταινίας. Αρκετοί μπορεί να θεωρήσουν φτηνό κόλπο τις αναφορές στο Επεισόδιο 4, σε σημείο να μη μιλάνε για γνήσια ταινία Star Wars, αλλά για έναν φόρο τιμής. Αλλά ο J.J Abrams δεν σκηνοθετεί μια ανέμπνευστη κόπια. Αντιθέτως, φανατικός οπαδός των προηγούμενων ταινιών και έξυπνος δημιουργός γαρ, εμπνέεται από το υλικό του παρελθόντος για να παρουσιάσει μια φυσική συνέχεια που καταλήγει και να συγκινεί τους παλιούς φαν, αλλά και να επανασυστήνει στους νέους τον μύθο. Άλλοι μπορεί να βρουν κουραστική την τόση ανάπτυξη αλλά θα αποζημιωθούν και με το παραπάνω από τη δράση που, αν και λίγη σε σχέση με το βάρος που δίνεται στους χαρακτήρες, παραμένει άρτια αποδοσμένη και σε όλα της χορταστική και μεγαλοπρεπής.
Αφού αναφερθήκαμε στη δράση, είναι αδύνατο να μην γίνει λόγος για τη σκηνοθεσία της ταινίας. Μια σκηνοθεσία που δε θυμίζει σε καμία περίπτωση ούτε την παλαιακή των πρωτότυπων, ούτε την παραγεμισμένη (και πολλές φορές ακαλαίσθητη, αν όχι απρόσωπη) των prequels. Με μοντέρνα μέσα στη διάθεσή του και προσωπική χροιά, ο Abrams σκηνοθετεί σχεδόν ρεαλιστικά, με αρκετά σκοτεινές προθέσεις. Το άπλετο βάθος πεδίου των γενικών κάδρων του, οι φωτισμοί και χρωματισμοί του, τα απότομα cuts και τα μονοπλάνα παρακολούθησης καθώς και οι φρενήρεις κινήσεις της κάμερας δηλώνουν μια νεωτερική σκηνοθετική αντίληψη που αφορμάται τόσο από το ρομαντικό όσο και από το ρεαλιστικό. Είναι τέτοια, δε, και η αισθητική του που καταφέρνει να κάνει ακόμα και τα ψηφιακά μέσα που χρησιμοποιεί απόλυτα ταιριαστά στο σύνολο, χωρίς να δίνει αυτήν την πλαστικοποιημένη, κακόγουστη αίσθηση. Και φυσικά, για μια ακόμα φορά, ο John Williams «κεντάει» με τη μουσική του, είτε με νέο υλικό είτε με τα γνώριμα, βαγκνερικά leitmotif του παρελθόντος. Οι πρωταγωνιστές, παλιοί και νέοι αποδεικνύονται ικανότατοι στις ερμηνείες τους, ενώ το 3D είναι το καλύτερο που έχω δει.
Δε χρειάζεστε τη δική μου παραίνεση προκειμένου να το δείτε, είμαι σίγουρος. Αλλά θα το ευχαριστηθείτε, σε κάθε περίπτωση, εκτός κι αν ανήκετε στην κατηγορία των δογματικών που δεν δέχονται οτιδήποτε παρεκκλίνει ή μιμείται την τριλογία που άλλαξε το sci-fi blockbuster έδαφος μια για πάντα. Ψυχαγωγικό, συγκινητικό και υποσχόμενο να αναζωογονήσει το αγαπημένο franchise. Περιμένουμε το επόμενο πως και πως.
Η Μητέρα Μου (Mia Madre) ***1/2**
Ιταλία, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Nanni Moretti
Πρωταγωνιστούν: Margherita Buy, John Turturro, Nanni Moretti
Διάρκεια: 106’
Σκηνοθέτις, μητέρα και κόρη, η Margherita βλέπει τη ζωή της να δυσκολεύει κάθε μέρα από τότε που η μητέρα της κλείστηκε στο νοσοκομείο. Δεν ξέρει αν υπάρχουν πιθανότητες επιβίωσης. Ταυτόχρονα, τα γυρίσματα της νέας της ταινίας αποδεικνύονται δύσκολα, τόσο λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης, όσο και λόγω ενός Ιταλοαμερικάνου ηθοποιού που πρωταγωνιστεί, του οποίου τα καπρίτσια δεν έχουν σταματημό. Ο Nanni Moretti, γνωστός από το αριστουργηματικό Caro Diario, παραδίδει μια ευαίσθητη, συγκινητική ιστορία για το πώς είναι να είσαι μέσα στο ρόλο που σου έχει δοθεί, αλλά ταυτόχρονα να απέχεις από αυτόν. Με σοβαρό θηλυκό (σχεδόν φεμινιστικό) πρόσωπο, δείχνει συμπόνια για την πρωταγωνίστριά του, αναφέρεται άμεσα και έμμεσα στη φιλμική δημιουργία και τις δυσχέρειές της, στήνει προσεκτικά τους αξιέπαινα καλογραμμένους και καλοπαιγμένους χαρακτήρες του (οι οποίοι προκύπτουν από το σενάριο και όχι από τις καταστάσεις) και δημιουργεί. Δημιουργεί μια ταινία η οποία βουτά στον ψυχικό κόσμο, μια σύνθεση με ιταλική φινέτσα που απαντά σε όποια βόρεια αποδομητική ψυχρότητα και, εν τέλει, μιλά για τον συναισθηματικό και πολυεπίπεδο άνθρωπο. Γι’ αυτά που τον βασανίζουν και αυτά που τον ορίζουν, για το λεπτό όριο μεταξύ αλήθειας και ονείρου, την απογοήτευση, την καθημερινότητα, τη ζωή. Και τα ντύνει με την πανέμορφη, θλιμμένη μουσική του Arvo Pärt, όπως και με το «Famous Blue Raincoat» σε μια σκηνή ομολογουμένως φελινική.
Joy *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David O’ Russell
Πρωταγωνιστούν: Jennifer Lawrence, Bradley Cooper, Robert De Niro
Διάρκεια: 124’
Προϊόν μιας οικογένειας που ζει βουτηγμένη στις κακουχίες και με την ελπίδα πως θα μπορέσει να μπει στη μεγάλη ζωή, η μικρή Joy μεγαλώνοντας ψάχνει τον τρόπο που θα την κάνει να πραγματοποιήσει το όραμά της, παρά τις δυσκολίες του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η εφεύρεση της Θαυματουργής Σφουγγαρίστρας γίνεται το εισιτήριό της προς την επιτυχία, αλλά για να φτάσει εκεί πρέπει να ζήσει την απογοήτευση, την προδοσία και την παραίτηση, τόσο από τον αδίστακτο κόσμο του μάρκετινγκ, όσο και από το ίδιο της το στενό περιβάλλον. Η Jennifer Lawrence αποδεικνύεται μεγάλη ηθοποιός όσο περνά ο καιρός και αυτό είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο. Δεν είναι τυχαίο που ο David O’ Russell την έχει «καβατζώσει» ως τακτική του συνεργάτιδα. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, γυρνά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν για να αφηγηθεί μια αληθινή ιστορία επιτυχίας με μεγάλες δραματικές τάσεις, η οποία οδηγείται στην κάθαρση. Καλή η επίθεση προς τον επιχειρηματικό κόσμο και τις αδυσώπητες τακτικές του, αλλά δε σταματά ποτέ να εξυμνεί την επιτυχία αλά America. Και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, μου λείπει αυτή η τσαχπινιά και η «χορευτικότητα» που χαρακτήριζε τον Οδηγό Διαπλοκής (American Hustle), κάνοντάς τη να φαίνεται συγκριτικά κάπως σοβαροφανής και, ως εκ τούτου, κατώτερη. Ψυχαγωγική και ταιριαστά σκηνοθετημένη, αλλά όχι και τόσο ξεχωριστή.
Point Break *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ουγγαρία, Βέλγιο, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ericson Core
Πρωταγωνιστούν: Luke Bracey, Édgar Ramírez, Teresa Palmer
Διάρκεια: 113’
Ληστείες οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον ριψοκίνδυνο χαρακτήρα τους απασχολούν τον κόσμο και το FBI δεν μπορεί να δώσει απάντηση χωρίς τη βοήθεια κάποιου εξειδικευμένου μυστικού πράκτορα. Ο Johnny, ένας νεαρός πράκτορας, διεισδύει στα άδυτα της ένοχης «συμμορίας», η οποία απαρτίζεται από ριψοκίνδυνους νεαρούς κασκαντέρ, για να αποκαλύψει τη συμμετοχή τους στα συγκεκριμένα εγκλήματα. Ζωντανό στη σκηνοθεσία και εντυπωσιακό στο μάτι, σίγουρα. Αλλά όταν αυτό το πρώτο επίπεδο υποχωρήσει και φανεί η κενότητα της υπόλοιπης ταινίας, καταλαβαίνουμε τη γενεσιουργό αιτία της, που δεν είναι άλλη από την απλή διασκέδαση. Όσοι την αποζητούν και μπορούν να παραλείψουν όλες τις ελλείψεις (που είναι πάμπολλες) θα γίνουν μάρτυρες του οπτικού υπερθεάματος. Οι υπόλοιποι θα βαρεθούν τα μέσα που δεν αγιάζονται καθολικά από το σκοπό και θα λουστούν με τόνους αναίτιας δράσης που μετά από ένα σημείο χάνει τον διασκεδαστικό της χαρακτήρα.
Πόλεμος και Ειρήνη (Voyna i mir)
Σοβιετική Ένωση, 1966, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Sergey Bondarchuk
Πρωταγωνιστούν: Sergey Bondarchuk, Lyudmila Saveleva, Vyacheslav Tikhonov
Διάρκεια: 427’
Το έπος του Tolstoy αποκτά στα χέρια του Sergey Bondarchuk μια πληθωρική κινηματογραφική διασκευή, έναν «ποταμό» οχτώ περίπου ωρών στον οποίο η ιστορία της Natasha και του Pierre παίρνει σάρκα και οστά. Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τα στρατεύματα του Ναπολέοντα μαίνεται δριμύς, με τη Μόσχα να υποφέρει σημαντικές απώλειες. Ένας έρωτας ανθίζει κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά ο πόλεμος τον απειλεί. Έχετε την υπομονή που χρειάζεται, όμως, για να απορροφηθείτε στο+ σύνθετο σύμπαν του;