Όταν ο Jim Sclavunos ήταν μικρός ήθελε να γίνει παπάς. Και μετά ήρθε το punk…

Ότι ο Jim Sclavunos είναι πανύψηλος το γνωρίζουν ουσιαστικά όλοι όσοι ξέρουν έστω και επιδερμικά το μουσικό ποιόν του. Όμως μόνο αν τον δεις από κοντά αντιλαμβάνεσαι πόσο επιβλητική είναι η παρουσία του. Όπως ένα πρωί στο Fab Liquid Studio του Νίκου Αγγλούπα στο Ηράκλειο, που τον παρατηρώ καθώς προβάλλει από τον διάδρομο που οδηγεί στο σαλονάκι, σοβαρός, αμίμητα κομψός και με τη γενειάδα του αισθητά πιο τριμαρισμένη από ό,τι την ξέρουμε. Είναι εδώ για να κάνει την παραγωγή στο νέο άλμπουμ των Callas, Half Kiss Half Pain. Είναι η δεύτερη φορά (μετά το Am I Vertical?) που ο Ελληνοαμερικανός μουσικός συνεργάζεται με τη μπάντα. Πιο δεμένος τώρα μαζί τους, αλλά ακόμα αυστηρός για να τους κρατά σε εγρήγορση, βάζει διακριτικά το άγγιγμα του στο νεό δίσκο, προσπαθώντας να βγάλει στην επιφάνεια μια πλευρά των Callas που, όπως λέει, ήταν πάντα εκεί. Ο ίδιος θέλει να λειτουργήσει σαν μεγεθυντικός φακός των μέχρι σήμερα άφαντων λεπτομερειών του ήχου και τις αισθητικής τους.

Εκτός από την εν λόγω συνεργασία, ο Sclavunos μιλά στην Popaganda για το no wave, όπως το έζησε στη Νέα Υόρκη των ‘80s, το punk – που δεν έχει πεθάνει γιατί ήταν πάντα νεκρό – και τα tiki cocktails που απολαμβάνει να πίνει σε ένα μπαρ της Νέας Ορλεάνης.

«Πρώτη φορά είδα τους Callas live σε ένα Artrocker event στο Λονδίνο. Έχω πάντα μια περιέργεια για τις ελληνικές μπάντες εξαιτίας της καταγωγής μου και είπα “Ωπ, αυτοί είναι Έλληνες, ας τους ακούσω”. Η performance τους ήταν κάτι ανάμεσα σε ένα art και rock ‘n’ roll θέαμα, μου θύμισε τους Velvet Underground, κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζαν και οι δικές τους εμφανίσεις. Μου άρεσαν και έπειτα μίλησα μαζί τους. Όταν μου έστειλαν υλικό τους και το άκουσα – καθώς σε ένα live δεν έχεις πλήρη και σωστή αντίληψη του ήχου – είπα “Ok, είναι cool”, με έπεισαν ότι υπάρχει κάτι εκεί για να δουλέψω», λέει – ενώ κάθεται πίσω από ένα λευκό τραπέζι, έχοντας χαλαρά ριγμένη την πλάτη του στην καρέκλα – πλέκοντας αβίαστα ένα φοβερό και τρομερό κοπλιμέντο για τη μπάντα των αδερφών Ιωνά. 

Ακούγοντας ξανά σήμερα το Am I Vertical? θα έκανες κάτι διαφορετικά στην παραγωγή; Όχι. Νομίζω ότι τα albums πρέπει να αποτυπώνουν μια συγκεκριμένη στιγμή του καλλιτέχνη, που παίρνει συγκεκριμένες αποφάσεις, σε ένα συγκεκριμένο μέρος και όχι κάτι που στο οποίο πρέπει να επιστρέφεις και να ξανασκέφτεσαι. Πρέπει να το δέχεσαι όπως είναι, είναι εκείνη η στιγμή στο χρόνο, μετουσιωμένη σε μουσική. Ακόμα και αν δεν είσαι ευχαριστημένος από αυτό, είναι κάτι αληθινό. Μερικές φορές υπάρχουν τεχνικά προβλήματα, καλλιτεχνικές αποφάσεις που τις μετανιώνεις, αλλά τις πήρες, οπότε νομίζω είναι καλύτερα να προχωράς. Ένα άλμπουμ που μου έρχεται στο μυαλό με αυτή τη συζήτηση είναι το Raw Power των Iggy and The Stooges και η συζήτηση ανάμεσα στους φανς για το πως ο Bowie το κατέστρεψε. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για επανακυκλοφορία με με μια διαφορετική προσέγγιση στην παραγωγή. Όμως με την εκδοχή του Bowie μεγαλώσαμε και μας είχε εντυπωσιάσει πολύ τότε και το κάνει μέχρι σήμερα, είναι εμβληματικό. Το “Search and Destroy”, ας πούμε, και τα υπόλοιπα κομμάτια σε όλες αυτές τις νέες εκδοχές, οκ, είναι ενδιαφέροντα, αλλά μοιάζουν με bonus tracks – πλέον σήμερα παίρνεις album με 10.000 bonus tracks. 

Υπάρχουν δυσκολίες στην παραγωγή του άλμπουμ; Πάντα. Είναι οι Callas! Είναι συνώνυμο της δυσκολίας. Καταστροφή! (Σ.σ. αναφέρεται στο “Disaster” από το Am I Vertical?). Είναι πολύ γλυκά παιδιά και βάζουν πραγματικά τα δυνατά τους. Κάθε μουσικός έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο που δουλεύει. Όταν έρχεται ένας παραγωγός και σου ζητάει να κάνεις τα πράγματα διαφορετικά, πρέπει να επαναπροσαρμοστείς, να προσαρμόσεις το εγώ σου, τις συνήθειές σου, να κάνεις λίγο πίσω. Όλα τα πραπάνω, δε συμβαίνουν με τη μια. Αλλά όπως και με το προηγούμενο άλμπουμ, έτσι και με αυτό, πρέπει να γίνει γρήγορα, δεν υπάρχει πολύ χρόνος, όποτε τους πιέζω αρκετά. Δεν είναι επειδή είμαι ανυπόμονος, αν και μπορεί να φαίνομαι, αλλά είναι ευθύνη μου να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο χρόνο που διαθέτουμε, οπότε αναγκάζομαι να γίνομαι κάπως αυστηρός και απότομος για να τους κρατώ σε εγρήγορση. Στο τέλος της ημέρας είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω για να κάνω τα πράγματα να κινηθούν γρήγορα. 

Με το «σπορ» της παραγωγής δίσκων πως μπλέχτηκες; Ήταν μια φυσική εξέλιξη στην πορεία του; Δεν ξέρω πόσο φυσικό ήταν αλλά, ξεκίνησα χωρίς να θέλω καν να γίνω μουσικός. Ήθελα να γίνω πολλά άλλα πράγματα.

Όπως; Αρχικά ιερέας, μετά αστροναύτης και μετά ιερέας-αστροναύτης. Ένας ιεραπόστολος που θα έφερνε το Θεό στους Αρειανούς. Έπαιρνα τον εαυτό μου πολύ στα σοβαρά. Στο λύκειο γνώρισα μια παρέα με καλλιτεχνικές ανησυχίες και τότε σταμάτησα να παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά. Κι ύστερα ήρθε το punk και όλοι έπαιζαν μουσική, όποτε είπα «Μπορώ κι εγώ να την κάνω αυτή μαλακία!». Μπήκα σε διάφορες μπάντες, προσπάθησα να μάθω να παίζω και παράλληλα άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο. Για να συντομεύω, ένα από τα πράγματα που κάναμε στη σχολή κινηματογράφου ήταν ηχοληψία, οπότε άρχισα να εξοικειώνομαι με τα μικρόφωνα και τι κάνουν, με τη διαδικασία της μίξης. Καθώς συνέχισα να αλλάζω μπάντες και να μαθαίνω να παίζω, άρχισα να έχω μια διαφορετική αντίληψη από αυτή του μουσικού που κάνει ηχογράφηση σε στούντιο πρώτη φορά. Ήξερα ποιες είναι οι δυνατότητες και από την πρώτη φορά που ηχογράφησα ποτέ άλμπουμ με την μπάντα μου, ήμουν εξαγριωμένος με τον παραγωγό και το πως ηχογραφούσε τα ντραμς μου. «Δεν ακούγεται έτσι το παίξιμο μου!», φώναζα. Ήταν η εποχή της ντίσκο τότε, αλλά εμείς δεν κάναμε ντίσκο. Αυτός όμως ήταν ντίσκο παραγωγός και προσπαθούσε να κάνει τα ντραμς μου να ακούγονται έτσι. Τότε είπα, θα προσπαθήσω να έχω όσο πιο πολύ έλεγχο μπορώ στο πως ηχογραφούνται τα ντραμς μου έτσι ώστε να μην ξαναντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα. Έτσι άρχισα να ψάχνω πώς θα το κάνω αυτό, τα χρόνια πέρασαν και έπειτα ένα κορίτσι με το οποίο έβγαινα, μου είπε, «Θέλω να κάνω ένα δίσκο, θα με βοηθήσεις;» και μου ζήτησε να της κάνω την παραγωγή, το έκανα και βγήκε καλό.

Πάντα υπάρχει ένα κορίτσι, σωστά; Πάντα υπάρχει ένα κορίτσι, αλλά ας το αφήσουμε εκεί.

The Callas

Όσο δούλευε με τους Callas στο στούντιο, ο Jim ανέβαζε λεπτομέρειες που του έκαναν εντύπωση από το χώρο στον λογαριασμό του στο Facebook. Μάλιστα, κάποια στιγμή που επισκέφθηκα το μπάνιο, αναγνώρισα εκείνο το πλακάκι που του είχε τραβήξει την προσοχή και έτσι εμφανίστηκε στο feed μου. «Το πρόβλημα με το Facebook είναι ότι πoλλοί παίρνουν το θέμα “φίλος” στα σοβαρά, αλλά δε μπορώ να είμαι φίλος με όλους. Δεν το θέλω και σίγουρα οι περισσότεροι αν με γνώριζαν προσωπικά, δε θα ήθελα να είναι φίλοι μαζί μου. Οι άνθρωποι προσβάλλονται και πληγώνονται αν δεν απαντώ, αλλά δεν το θέλω. Ωστόσο προσπαθώ πάντα να έχω τεντωμένα τα αυτιά μου, ιδιαίτερα για ελληνικές μπάντες που μου στέλνουν υλικό», τοποθετείται με ειλικρίνεια, αλλά και μια συστολή πάνω στο θέμα των social media. 

Ποιο είναι το αγαπημένο σου κομμάτι των Callas; Ίσως το “Anger”. Το προτείναμε κιόλας ως Bad Seeds όταν το Mojo μας ζήτησε ένα compilation. Διασκεδάζω πάντα όταν το ακούω.

Έλειπε αλήθεια κάτι από τον ήχο των Callas το οποίο ήρθες και έφερες εσύ; Δεν έλειπε κάτι, απλά ήθελα παραπάνω από αυτό που ήταν ήδη εκεί. Χωρίς να ακουστεί «κάπως», ήθελα να βρω την ουσία της μπάντας, τι τους κάνει μοναδικούς και να το βγάλω ακόμα περισσότερο προς τα έξω. Γιατί, ξέρεις, όταν βλέπεις μια μπάντα ζωντανά, έχεις το πλεονέκτημα να συνδέεσαι μαζί τους, να κοιτάς τι συμβαίνει δίπλα σου στο κοινό, τι συμβαίνει στη σκηνή, είναι πολύ άμεσο. Όταν ακούς ένα άλμπουμ δεν είναι το ίδιο. Λοιπόν, δεν μπορείς να ικανοποιήσεις κάθε ακροατή, αλλά προσπαθείς να βρεις εκείνες τις λεπτομέρειες που θα κάνουν το κοινό να συνδεθεί με την μπάντα. Οπότε παίρνεις τις λεπτομέρειες και τις μεγεθύνεις, τις κάνεις πιο ζωντανές και τους φέρεσαι με λίγο tlc. Μετά συνδέεις τις λεπτομέρειες μεταξύ τους, όπως σε εκείνες τις ζωγραφιές που πρέπει να ενώσεις τις τελίτσες και βγάζεις το σύνολο. Το θέμα είναι κάποιος που δεν ξέρει τους Callas, δεν τον ενδιαφέρει ποιοι είναι οι Callas, να ακούσει μια στιγμή της μουσικής τους και να πει «Ω! Αυτό είναι ενδιαφέρον!», ή έστω να αρχίσει να χτυπά ρυθμικά το πόδι του στο πάτωμα και να τους αναζητήσει περισσότερο. Η ελπίδα όταν φτιάχνω ένα άλμπουμ με κάποιον είναι να αρέσουν σε έναν άνθρωπο που ούτε είχε ονειρευτεί ότι θα του αρέσει αυτός ο καλλιτέχνης ποτέ.

Πώς είναι το νέο υλικό τους; Σου αρέσει; Νομίζω πως είναι πιο ποικιλόμορφο και εκλεκτικό σε σύγκριση με το προηγούμενο άλμπουμ. Υπάρχει μια μεγαλύτερη παλέτα ήχων. Είναι τρία-τέσσερα κομμάτια που είναι πολύ δυνατά, επιθετικά και γρήγορα, λίγο πανκ και μετά είναι άλλα που βγάζουν μια διαφορετική πλευρά του ήχου που μπορούν να παράξουν. Πιο σημαντικό είναι ότι τώρα έχουν διαφορετικό line up, είναι μια πλήρης μπάντα και αυτό μας δίνει άλλες δυναμικές. Στο προηγούμενο άλμπουμ ήταν λίγο πιο χαοτική η κατάσταση στο στούντιο, εναλλάσσονταν τα μέλη στα όργανα, δεν ήταν απαραίτητα όλοι μαζί, ενώ τώρα η ηχογράφηση έγινε με όλη την μπάντα συγκεντρωμένη στο στούντιο, σαν να ήταν live. 

Punk, no-wave… τι σημαίνουν έννοιες όπως αυτές σήμερα για ‘σένα που βρέθηκες στον πυρήνα τους, όταν συνέβαιναν; Και τέλος πάντων, το punk, ζει; Το punk δεν ήταν ποτέ ζωντανό! Κοίταξε, οι no wave-άδες δεν ήμαστε punk και προσωπικά εγώ, πήγαινα στα κλαμπ, μου άρεσαν οι κάποιες punk μπάντες, ντυνόμουν κάπως ανάλογα γιατί ήταν η μόδα, αλλά δεν ήθελα να είμαι punk. Το punk έμοιαζε με μια κλίκα ανθρώπων, σαν αυτές που υπάρχουν στο σχολείο. Πως είναι τα nerds; Ε, οι punks ήταν απλά nerds με δερμάτινα μπουφάν. Και υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που δεν γούσταραν και τους έφτυναν, και αυτοί ήμαστε εμείς. Το No Wave. Οι punks δεν μας γούσταραν, δε γούσταραν τη μουσική μας, μας θεωρούσαν παρίες. Αλλά δε μας ένοιαζε γιατί ποτέ δε θέλαμε να ‘μαστε κομμάτι τους.

Πόσο άγρια ήταν τελικά εκείνη η εποχή; Ήμαστε αφελείς, μπερδεμένοι… Προσωπικά προσπαθούσα να κάνω πράγματα για να την παλεύω και να εξελίσσομαι. Είναι εύκολο να γυρίζεις πίσω και να λες ότι όλα ήταν υπέροχα τότε, ή ότι όλα ήταν πολύ μίζερα. Η ζωή όμως, ευτυχώς, είναι μια μίξη και των δύο. Ποτέ δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Πολλά γίνονταν στη Νέα Υόρκη εκείνο τον καιρό και νιώθω τυχερός που τα έζησα, Όπως η avant garde μουσική σκηνή, ή η πολύ δυνατή jazz σκηνή της εποχής. Βέβαια όλα ήταν βρώμικα και επικίνδυνα. Έπαιρνες δεδομένο ότι θα βγεις έξω και μπορεί να σε ληστέψουν. «Ας βάλω μερικά λεφτά εδώ, μερικά εκεί μήπως με κλέψουν. Α, τα μαλλιά μου είναι ροζ, μπορεί να με χτυπήσουν όταν πάω στο τάδε κλαμπ, θα μπω και θα βγω γρήγορα και ίσως να μη το προσέξουν». Αυτή η αίσθηση της επικινδυνότητας φυσικά δεν υπάρχει σήμερα στη Νέα Υόρκη. Η κατάσταση αυτή όμως δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου είδη μουσικής και τέχνης ευδοκίμησαν. Από τη βία, τη βρώμα, το θυμό την απελπισία, γεννήθηκαν καλά πράγματα. Μπορεί να είναι επικίνδυνη αυτή η δήλωσή μου, αλλά πολλά «καλά» πράγματα βγήκαν από αυτό. Γιατί από τη στιγμή που η τέχνη πήγαζε από αυτό το ίδιο περιβάλλον στο οποίο απευθυνόταν, αποκτούσε βάθος και πολυπλοκότητα. 

Jim Sclavunos και Λάκης Ιωνάς

Πιστεύεις ότι ίσως το ίδιο μπορεί να συμβεί με την ελληνική σκηνή, δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται σε μια σκοτεινή περιδίνιση τα τελευταία χρόνια; Θέλω να πιστεύω ότι κάτι καλό θα βγει και από αυτή την κατάσταση, αλλά αυτό θα το καταλάβουμε μετά από δέκα χρόνια, δε μπορείς να το συνειδητοποιήσεις τη στιγμή που συμβαίνει. 

Έχεις πει ότι κάθε φορά που είσαι στην Αθήνα, δουλεύεις συνέχεια και δεν προλαβαίνεις να κάνεις και να δεις άλλα πράγματα. Τώρα τι σκοπεύεις να στριμώξεις στο χρόνο σου; Θα ήθελα να επισκεφθώ το στούντιο του φίλου μου Στέφανου Ρόκου και να ανέβω στην Ακρόπολη, καθώς όσες φορές έχω έρθει στην Ελλάδα δεν τα έχω καταφέρει. Και φυσικά να βγω για ποτό. Μου αρέσουν πολύ τα tiki cocktails. Ήταν η κυρίαρχη κουλτούρα στο αλκοόλ από το ’40 έως το ΄60. Αν ήθελες να περάσεις ένα ενδιαφέρον απόγευμα, πίνοντας κάτι με ασυνήθιστες γεύσεις, περίεργη εμφάνιση, παράξενα φρούτα, πήγαινες σε ένα tiki bar. Μετά ήρθαν οι χίπηδες και ξαφνικά αυτά τα μικρά όμορφα μπαρ άρχισαν να φαίνονται καθόλου cool και έπεσαν σε παρακμή όπως και η ποιότητα των cocktails. Έχω κάποιους πολύ καλούς φίλους που έχουν ανοίξει ένα νέο tiki bar στη Νέα Ορλεάνη, λέγεται Latitude 29. Η Νέα Ορλεάνη είναι εξαιρετικό μέρος για φαγητό και ποτό, και παρόλο που το tiki δεν έχει σχέση με την ιστορία της πόλης, το φαγητό και το ποτό θα βρεις στο μαγαζί τους, είναι το καλύτερο στον πλανήτη, στο εγγυώμαι. Εδώ στην Αθήνα έχω πάει στο Baba Au Rum και θέλω να ξαναπάω και οι Callas μου συστήνουν ανεπιφύλακτα το Tiki Bar, οπότε σίγουρα θα περάσω μια βόλτα.

Και αφού έχει πια πλέξει το εγκώμιο του αγαπημένου του ποτού, σηκώνεται από την καρέκλα του σηματοδοτώντας το τέλος της συζήτησης. «Πρέπει να επιστρέψουμε στη δουλειά», λέει καθώς κουμπώνει το σακάκι του. Με διαβεβαιώνει ότι θα πάω έστω μια φορά στη ζωή μου στις Η.Π.Α., όταν του λέω πως δεν το βλέπω πολύ πιθανό. «Στην ηλικία σου πίστευα ότι θα έχω πεθάνει μέχρι τα 30. Είδες όμως, τελικά τα πήγα μια χαρά. Αν δε με σκοτώσει η παραγωγή αυτού του άλμπουμ βέβαια!».


Το Half Kiss Half Pain δεν «σκότωσε» τον Jim Sclavunos, έτσι οι Callas το παρουσιάζουν την Παρασκευή 22 Ιανουαρίου, στο six d.o.g.s, Αβραμιώτου 6-8, Μοναστηράκι, στις 21:00. Είσοδος: 5 ευρώ.
Φιλίππα Δημητριάδη

Η Φιλίππα Δημητριάδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

Share
Published by
Φιλίππα Δημητριάδη