Τι κοινό μπορεί να έχει ο Iggy Pop με τον Screamin´ Jay Hawkins, και ο Mulatu Astatke με τους Wu-Tang Clan; Οι ταινίες του Jarmusch είναι εδώ και 35 χρόνια, όχι απλά μία αφορμή για να δανείσουν τις μουσικές τους στον σκηνοθέτη, άλλα για να ζωντανέψουν τους ίδιους τους χαρακτήρες των ταινιών του. Η μουσική για τον Αμερικανό σκηνοθέτη δεν ντύνει το σενάριο, είναι μέρος του.
Από το Stranger than Paradise (1984) μέχρι το Coffee and Cigarettes (2003) και το Broken Flowers (2005), o Jim Jarmusch δεν σταμάτησε ποτέ να φτιάχνει το παζλ της γενιάς του. Μιας γενιάς που, μετά τα μαζικά κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 60, αν έμαθε ένα πράγμα καλά είναι να πειραματίζεται. Ακόμα και στο σινεμά. Είτε αυτό έπρεπε να γίνει με ένα πακέτο τσιγάρα πάνω από έναν καφέ σε ένα περιθωριακό underground dinner place, είτε σε ένα κελί με τον Roberto Begnini, τον Tom Waits και τον John Lurie όπως στο Down by Law (1986).
O Jarmusch για πάνω από 3 δεκαετίες έχει αφήσει βαθύ το αποτύπωμά του στο παγκόσμιο ανεξάρτητο σινεμά, κατασκευάζοντας όνειρα με αντιήρωες και ηττημένους της ζωής και διαλέγοντας μουσικές που πάντα με έναν περίεργο τρόπο κατάφερνε να τις επανανοηματοδοτήσει μέσα από τις σκηνές των ταινιών του.
Σε αυτές τις μουσικές, το Barbican Theatre του Λονδίνου αποφάσισε να αφιερώσει για 2 νύχτες το κεντρικό του θέατρο, με μία σειρά παραστάσεων-συναυλιών οι οποίες αποτέλεσαν αναδρομή στα μουσικά θέματα που παρέλασαν από τις ταινίες του Αμερικανού σκηνοθέτη. Θα μπορούσε να ήταν ένα συνηθισμένο καλλιτεχνικό αφιέρωμα, όμως ήταν πολλά παραπάνω.
Η συμμετοχή του τεράστιου γίγαντα της παγκόσμιας μουσικής και πατέρα της Ethio-Jazz, Mulatu Astatke που απογείωσε με το “Yegelle Tezeta”, το μουσικό θέμα του Broken Flowers, σήκωσε όρθιους όσους και όσες παρακολουθούσαν την συναυλία από τα τεσσάρων επιπέδων μπαλκόνια του Barbican Theatre, ενώ οι Alex Kapranos (Franz Ferdinand), Camille O´Sullivan και Jolie Holland έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν επί σκηνής για να πετύχουν αυτό ακριβώς που υπόσχεται ο τίτλος της παραγωγής, Jim Jarmusch Revisited.
Το τεράστιο διάφανο πανί που κάλυπτε ολόκληρη την σκηνή και άφηνε να αχνοφαίνεται από πίσω η μπάντα, λειτούργησε ως πανί θερινού σινεμά πάνω στο οποίο προβλήθηκαν ασπρόμαυρες σκηνές από ταινίες του σκηνοθέτη την ίδια ώρα που οι μουσικοί ζέσταιναν τα όργανά τους. Το τέλειο πρελούδιο για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει για την επόμενη μιάμιση ώρα.
Η μουσική για τον Jarmusch δεν είναι ένα χαλί που συναισθηματοποιεί μία σκηνή. Είναι η βελόνα με την οποία πλέκει μεθοδικά το σενάριο και το κάνει εικόνα. Η coolness με την οποία καταφέρνει και το κάνει, η διάψευση και η πτώση που βιώνουν οι χαρακτήρες του, το διαχρονικό indie στοιχείο που ευτυχώς κρατάει μεγάλες αποστάσεις από το σημερινό χίπστερ, όλα τους είναι κομμάτια του παζλ του ανεξάρτητου Αμερικάνικου Κινηματογράφου. Ενός πάλαι ποτέ «περιθωριακού» χώρου που αφορά και το mainstream και λόγω του Jarmusch, ο οποίος έκανε ταινίες με την αφρόκρεμα του παγκόσμιου σινεμά και έφτασε να κερδίσει 2 βραβεια στο Φεστιβάλ των Καννών.
Oι ταινίες όπως και οι μουσικές του Jim Jarmusch είναι «και όμορφες και λυπητερές, σαν τον κόσμο». Άλλα δεν μας πειράζει γιατί όπως είχε πει πριν αρκετά χρόνια: «Όταν πέφτω σε κατάθλιψη, ή κάτι τέτοιο, λέω “σκέψου όλη τη μουσική που δεν έχω ακούσει ακόμη!”. Οπότε, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Φαντάσου τον κόσμο χωρίς μουσική. Φίλε, απλά δώσε μου ένα όπλο…»
Ε, πρέπει να παίξει τώρα ένα “From New York to Addis Ababa” από Astatke.