Ο Ζορζ Ζερφό είναι ένας συνηθισμένος Γάλλος μικροαστός, βυθισμένος στη ρουτίνα της δουλειάς και της οικογένειας. Η μόνη του διαφυγή είναι η άσκοπη περιπλάνηση με το αυτοκίνητο τη νύχτα ακούγοντας τζαζ και πίνοντας μπέρμπον. Μόνο που ο Ζερφό κάποτε ήταν από αυτούς τους μαυροντυμένους που πλημμύριζαν τους δρόμους του Παρισιού ξηλώνοντας το οδόστρωμα για να οπλιστούν ενάντια στους μπάτσους και έγραφαν στους τοίχους «Μη δουλεύετε ποτέ». Όταν ένα τυχαίο περιστατικό θα τον φέρει αντιμέτωπο με επαγγελματίες δολοφόνους στην υπηρεσία ενός πρώην αξιωματικού της δομινικανής χούντας, θα επιστρατεύσει τις παλιές του δεξιότητες και τους παλιούς του συντρόφους στη παρανομία για να τους εξουδετερώσει.
Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ πολιτικοποιήθηκε την εποχή του Πολέμου της Αλγερίας. Βρέθηκε τόσο πιτσιρικάς στα οδοφράγματα που όπως έλεγε, έζησε τους αστυνομικούς να εφορμούν στους διαδηλωτές με το σάλπισμα μίας τρομπέτας. Πέρασε από αριστερίστικες οργανώσεις, γνώρισε τους Καταστασιακούς και έζησε τις φλεγόμενες μέρες του Μάη του ’68. Όταν η εξεγερτική ορμή κόπασε άλλοι πάτησαν στις πέτρες που πετούσαν στα CRS για να κάνουν καριέρα, άλλοι επέλεξαν σε μία κίνηση απόγνωσης να πάρουν τα όπλα, άλλοι αποσύρθηκαν στα σπίτια τους και ο Μανσέτ πήρε την γραφομηχανή του για να διηγηθεί τις ιστορίες τους με μία ωμή ρεαλιστική γραφή.
Ο Γκι Ντεμπόρ έλεγε ότι «σε αυτή την εποχή ο καθένας μπορεί να γράψει ένα μυθιστόρημα». Και ο Μανσέτ ακολουθώντας την προτροπή του μέντορά του θέλησε να απεικονίσει την ήττα της επαναστατικής ουτοπίας μέσα από σκληρές νουάρ ιστορίες. Ενώ οι παλιοί του σύντροφοι σκιαμαχούσαν αναλύοντας την «ελευθεριακή ρωγμή» και την επαναστατική κληρονομιά του Μάη στα αμφιθέατρα καθώς απ’ έξω ο παλιός κόσμος γιόρταζε τη νίκη του, ο Μανσέτ έγραφε. Και οι πρωταγωνιστές του ήταν οι νικημένοι, οι τσακισμένοι, οι αυτοεξόριστοι από έναν κόσμο «που είχε ριχτεί μανιωδώς στη κατανάλωση». Χωρίς πίστη και χωρίς ελπίδα μπλέκονταν σε περιπέτειες που στο τέλος τους έκρυβαν μία αιματηρή χορογραφία.
Από το 1971 μέχρι το 1981, σε καιρούς που η Γαλλία μεταμορφώνονταν πολιτικά και ο γηραίος Στρατάρχης Ντε Γκολ έχανε έδαφος μπροστά στην άνοδο του σοσιαλιστή Μιτεράν, ο Μανσέτ έγραφε με εξοντωτικούς ρυθμούς ένα μυθιστόρημα το χρόνο χωρίς να υπολογίσει κανείς τα σενάρια, τα κριτικά άρθρα και τις μεταφράσεις. Και τότε σταμάτησε απότομα έχοντας συμπληρώσει μία δεκαετία όπου κυριάρχησε στο πολιτικό νουάρ.
Οι οδηγοί του στο γράψιμο ήταν συγγραφείς σαν τον Ντάσιελ Χάμετ και τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, οι οποίοι έγραφαν τις σκοτεινές ιστορίες τους την δεκαετία του 1930 όταν η οικονομική κρίση απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί κέρδη από τις καταστροφές. Νιώθοντας ότι το σύστημα επιφύλλασε παρόμοια τύχη και στους σύγχρονούς του, ο Μανσέτ πήρε τη φόρμα του νουάρ και τη χρησιμοποίησε ως όπλο πρώτα ενάντια στη «μικροαστική κουλτούρα» που θεωρούσε το νουάρ περιθωριακό και μετά ενάντια στους στυλοβάτες του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος: μπάτσους, βιομήχανους, δικαστές, παρακρατικούς και κάθε είδους τρωκτικά των διαδρόμων της εξουσίας.
Γι’ αυτό και έμεινε περίφημη η φράση του ότι «το νουάρ είναι η μόνη ηθική λογοτεχνία των καιρών μας». Και σε αυτό το μυθιστόρημα επιχειρεί μία ολομέτωπη επίθεση στις αξίες μίας καθημαγμένης κοινωνίας. Ουσιαστικά «Η μελαγγχολική της Δυτικής Ακτής » συμπυκνώνει τη νιχιλιστική φιλοσοφία του Μανσέτ. Είναι μία ωδή -με υπόκρουση free jazz- για το μεγαλείο της ήττας όσων κάποτε πίστεψαν σε μία ουτοπία και τώρα που οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν, ζούνε σαν να μην έχουν πια τίποτα να χάσουν. Σαν φαντάσματα μίας επαναστατικής στρατιάς που αποδεκατίζεται με το πέρασμα του χρόνου.