Ξεκίνησε την καριέρα του ως τζαζ μουσικός, αλλά, γρήγορα, τα δάκτυλα και η καρδιά του παραδόθηκαν στις μικρές αυτές τετραπέρατες πολύχρωμες φιγούρες που δεν σταματούν να κινούνται ποτέ. Έπρεπε να περάσουν 50 χρόνια, πριν ο «Μεγάλος Δάσκαλος των Κινουμένων Σχεδίων», όπως αποκαλούν τον Jannik Hastrup (Γιάννικ Χάστρουπ) στη χώρα του, τη Δανία, ξαναρχίσει να παίζει τρομπέτα μαζί με τον μπασίστα φίλο με τον οποίο είχαν παρέα μπάντα στη δεκαετία του 60!
Τα καρτούν τον λάτρεψαν όπως τα λάτρεψε και εκείνος αλλά και τα παιδιά, στα οποία κατά βάση αφιέρωσε το έργο του, χωρίς να σημαίνει ότι δεν φρόντισε να δημιουργήσει έργο και για τους μεγάλους. Οι ταινίες του, με τους μικρούς του ήρωες να ζουν τις περιπέτειές τους, «μιλώντας» μέσα από αυτές στα παιδιά για τους φόβους τους, τις αλήθειες τους, τη φιλία, την αγάπη, τη γη και τις θάλασσες, τα ζώα, τα δάση, το καλό και το κακό, την αδικία και το δίκαιο αυτού του κόσμου, έκαναν θραύση στην πατρίδα του και έξω από αυτήν, από τη δεκαετία του ‘60 ως τις μέρες μας.
Αριστερός καλλιτέχνης, πλήρωσε με το έργο του το τίμημα: η ταινία του “Flugten fra Amerika” (1968-«Escape from America»), τελευταία μιας σειράς μικρού μήκους που δημιούργησε στη δεκαετία του ‘60, με τη διάσημη «πρωταγωνίστριά» του, Cirkeline, να περιφέρεται σε μια ρατσιστική και γεμάτη φτώχεια Νέα Υόρκη, ήρθε σε κόντρα με τη Δανέζικη Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης που αρνήθηκε να την προβάλει. Η Cirkeline ξαναβρήκε το κοινό της 30 χρόνια μετά, στους κινηματογράφους πλέον, σε μία σειρά τριών μεγάλου μήκους ταινιών. «Είναι κάπως παράξενο αυτό που θα πω, αλλά η ταινία, παρά τον πόλεμο που είχε από τη δανέζικη τηλεόραση, μου απέφερε χρήματα. Ακόμη σήμερα βέβαια δείχνουν συχνά στην τηλεόραση της χώρας μου κάποιο απόσπασμά της ως παράδειγμα προς αποφυγή προπαγάνδας σε μικρά παιδιά…», χαμογελάει.
Από την άλλη πλευρά, η ταινία “Bennys badekar” (1971-“Benny’s Bathtub”) που σκηνοθέτησε με τον, επί σειρά ετών, μόνιμο συνεργάτη του Flemming Quist Møller -η ιστορία ενός αγοριού που αφήνει τον βαρετό κόσμο των μεγάλων και των απασχολημένων με τη δουλειά τους γονιών του, για να περιηγηθεί στον μαγικό βυθό της μπανιέρας του κάτω από τζαζ μουσικές-, επιλέχθηκε το 2004, από επιτροπή υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της χώρας, ως μία από τις 10 καλύτερες Δανέζικες ταινίες όλων των εποχών.
Φίλος παλιός του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, αλλά και προσωπικός φίλος του καλλιτεχνικού διευθυντή Δημήτρη Σπύρου, με τον οποίο γνωρίστηκαν πριν χρόνια στο φεστιβάλ Βερολίνου -όπου πολλές ταινίες του έχουν κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο πρόγραμμα Generation-, ο Jannik Hastrup έχει δημιουργήσει το επίσημο σποτ της διοργάνωσης, σε μουσική του Νίκου Κυπουργού. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς αυτό το σποτ που παίζεται τόσα χρόνια πριν από τις προβολές, καταχειροκροτείται κάθε φορά από τα μικρά και μεγάλα παιδιά που το λατρεύουν και το υποδέχονται με φωνές χαράς! «Ένα σποτ που δημιουργήθηκε τη χρονιά που μια τρομερή φωτιά στην Ελλάδα κατάκαψε εκατοντάδες χιλιάδες ελιές. Για αυτό, τότε, έδειχνε παιδιά που φυτεύουν σπόρους σε καμένο έδαφος», τονίζει, καθώς τα θέματα καταστροφής της φύσης υπάρχουν έντονα στο έργο του.
Φέτος, ο σκηνοθέτης έρχεται ως επίσημος καλεσμένος της 22ης διοργάνωσης. Πέντε μεγάλου μήκους ταινίες για παιδιά προβάλλονται στο σχετικό αφιέρωμα στο έργο του, ενώ, παράλληλα, το φεστιβάλ επέλεξε να παιχθεί στο διαγωνιστικό πρόγραμμα και η τελευταία μικρού μήκους ταινία του, «Οι αδαείς» (“The Ignorants” / “Ignorenterne”). Μία οχτάλεπτη ταινία κινουμένων σχεδίων που υπογραμμίζει την απάθεια της δυτικής κοινωνίας για τους πρόσφυγες που χάνονται στη Μεσόγειο, εξαιτίας πολέμων στους οποίους συμβάλουμε, αλλά και την αδιαφορία μας για την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης εξαιτίας της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Ολιγόλογος αλλά απολαυστικός, ο Jannik Hastrup, μετά από πέντε δεκαετίες γόνιμης πορείας, περισσότερες από 100 ταινίες μικρού μήκους και 14 μεγάλου, επιθυμεί μόνο να συνεχίσει να κάνει ταινίες όπως η τελευταία του, «η πιο αγαπημένη μου, καθώς πάντα η τελευταία μου είναι η πιο αγαπημένη μου, μέχρι την επόμενη», γελάει. Δεν χαρίζει εύσημα στον εαυτό του, δέχεται τον τίτλο του «Μεγάλου Δανού Δάσκαλου των Κινουμένων Σχεδίων» καθώς «είναι τιμητικό, αλλά, φυσικά, δεν μπορώ να απαρνηθώ και την ηλικία μου», τονίζει με νόημα και πατάει γερά στην πραγματικότητα, όπως οι ταινίες του: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου πολύ καλό δάσκαλο, για αυτό και σπανίως διδάσκω κινούμενο σχέδιο στα παιδιά. Ούτε με απασχολεί η εξέλιξη της τεχνικής του animation. Με εντυπωσιάζει, εννοείται, αλλά δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Για μένα το σημαντικό είναι να αφηγούμαι ιστορίες. Ιστορίες βασισμένες στην κοινωνική μας πραγματικότητα. Δεν σκέφτομαι ποτέ ότι κάνω ταινίες ειδικά για παιδιά. Ούτε μπορώ να αποσαφηνίσω τι είναι εκείνο που τις κάνει σημαντικές σε εκείνα. Καλύτερα να ρωτήσουμε τα ίδια. Σεβόμαστε τα παιδιά. Τους μιλάμε ως ίσους με εμάς. Είμαστε στο πλευρό τους. Και θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει επειδή στη ζωή μας, σε όσα φιλμ κάναμε με τους συνεργάτες μου, είχαμε πάντα μια ανοιχτή πόρτα στη δική μας παιδική ηλικία. Όλοι υπήρξαμε παιδιά. Οπότε γνωρίζουμε, νιώθουμε, αν μπορούμε να ανακτήσουμε το “πνεύμα” εκείνης της εποχής, όταν είμασταν 5, 8 ή 12 χρονών. Άλλωστε και οι ίδιοι γονείς έλκονται από αυτές τις ταινίες και ενθουσιάζονται παρακολουθώντας τες με τα παιδιά τους».
Συχνός επισκέπτης της χώρας μας και καλός γνώστης της δικής μας πραγματικότητας, αισθάνεται άσχημα που δεν μιλάει τη γλώσσα: «Έχω έρθει πάνω από σαράντα φορές στην Ελλάδα, ως τουρίστας. Παρόλα αυτά δεν μιλάω ελληνικά. Πολύ στενάχωρο αυτό. Φυσικά παρακολουθώ τα τεκταινόμενα. Μου αρέσει ο Τσίπρας κι ας μην είμαι Έλληνας. Πέρασε δύσκολα. Τον “χτύπησαν” οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Έχω βρεθεί πολλές φορές στη Λέσβο. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα στο Μόλυβο, που συχνά επισκεπτόμασταν. Οι κάτοικοι εκεί είναι πολύ θυμωμένοι. Εγκαταλελειμμένοι από την υπόλοιπη Ευρώπη που έχει ξεχάσει την Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτής της συγκλονιστικής, τεράστιας, μετανάστευσης προσφύγων μέσω των τουρκικών ακτών. Το 2016 ο πρώην Γενικός Γραμματέας Ηνωμένων Εθνών Ban Ki-Moon έδωσε διάλεξη στη Μυτιλήνη, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες εκεί πραγματικούς ήρωες. Αλλά δεν νομίζω ότι βοήθησε αυτό. Ακόμη είστε μόνοι με τα προβλήματα στο στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας…».