Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι, είχαμε γυρίσει απ’ τις γυμναστικές επιδείξεις…

 

ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ

Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι, είχαμε γυρίσει απ’ τις γυμναστικές επιδείξεις, είχα πάρει έλεγχο δέκα άριστα, βραδάκι, καθόμασταν όλα τα παιδιά χαζολογώντας στο κάρο και πάνω ο ουρανός γελούσε κι αυτός. Ήμουν ευτυχισμένη. Η ζωή μπροστά μου. Έτσι έμοιαζε. Ο μπαμπάς ήταν νέος. Όσο εγώ σήμερα; Αναπλάθω μια-μια τις εικόνες που με φέρνουν κοντά του, είναι ό,τι ακριβότερο έχω.

Τα καλοκαιρινά βράδια ο μπαμπάς, μέσα σε ιαχές χαράς και ενθουσιώδεις αλαλαγμούς, ξεπέζευε. Πηδούσαν από το κάρο κάτω οι πιτσιρικάδες που έκαμναν ευτυχισμένοι «σκαλωμαρία». «Γεια σου, κυρ-Αλέκο.» Κι εκείνος, έβαζε τελετουργικά το άλογο στο στάβλο, του έβαζε να φάει, να πιει, δρασκέλιζε το κατώφλι, «καλησπέρα».

Είχε γένια, ήταν ψόφιος στην κούραση, μύριζε άλογο, πλενόταν. Το φαΐ ζεσταινόταν για κείνον.

Χρόνια αργότερα, ο ήχος της μηχανής του τρίκυκλου —λιγότερο δοξαστικά— ανάγγελνε την ευλογία του ερχομού του. «Καλησπέρα.»

Oh Carol, I am but a fool, έπαιζαν απ’ το πρωί ως το βράδυ τα τζουκ μποξ στις παραλιακές ταβέρνες, Μπαξέ κι Αγια-Τριάδα τις Κυριακές, ή στην Αρετσού τις καθημερινές, που πηγαίναμε για μπάνιο. Με το βαποράκι ή το λεωφορείο, ήταν, όπως και να το κάνεις, μια πολυτέλεια που γι’ αυτήν άξιζε κάθε θυσία. Βράχο βράχο τον καημό μου — τον μεθάω και πονώ — κι είναι το παράπονό μου… και μαζί Crazy love και Green fields.

Τις καθημερινές η μαμά μάς πήγαινε στο Νησάκι, στο Ντεπό, και κολυμπούσαμε μέσα σε βρωμερές πράσινες ταντέλες φύκια και μια άμμο μαύρη-μαύρη, που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί. Μετά το μπάνιο τρώγαμε σαλάμι, ψωμί και ντομάτα, που νοστιμότερα δεν έχω ξαναφάει. Ο μηχανισμός του μέλανα ζωμού ή τα αντανακλαστικά του Παβλόφ ίσως να μπορούν να εξηγήσουν την περίπτωση.

ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ ΤΑ ΣΙΝΕΜΑ

«Σήμερον δύο έργα», ανάγγελναν από νωρίς στις γειτονιές. Καλοκαιράκι στο τέλος του. Περνούσε ο θείος Μανόλης με τη θεία Καλλιόπη στο μπράτσο του, βραδάκι. Το σακάκι εκείνος ριγμένο στους ώμους, αγκάλιαζε τα κάγκελα και ζητούσε μία από τις δύο μας να πήγαινε μαζί τους σινεμά. Πάντα η διαβολεμένη συνήθειά τους να μας χωρίζουν, δημιουργώντας μίση και πάθη.

Στην «Αύρα» ή στη «Σελήνη», κοντά στο ποτοποιείο του Κουγιάμη, ένα τετράγωνο μετά το σημερινό Δ΄ Λύκειο.

Με ζακέτες και πασατέμπο από τον Μπέη. Θα γυρνούσαμε καλές δύο, περασμένα μεσάνυχτα. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν ατελείωτος. Με τον μπαμπά ή τη μαμά έκλεινα τα μάτια και περπατούσα πιασμένη από το χέρι τους. Τι αγαλλίαση. (Όλα τα παιδιά το κάνουν αυτό. Ρώτησα προχτές το Λευτέρη, κι εκείνος το ‘καμνε παλιά μικρός.)

Γοητεία απαράμιλλη δροσερού αέρα και μαζί αέρας άλλων εποχών και κόσμων. Είδα την Τζίλντα με τη θρυλική της κιθάρα και κάτι περίεργες χρωματιστές ταινίες με τη Χέιλι Μιλς, μαζί με ταινίες ελληνικές μαυρόασπρες, καλόκαρδες, γλυκόπικρες, με μεράκι, αίσθημα και φιλότιμο, κοινωνιολογικές αναλύσεις της εποχής, που τώρα ξεκοκαλίζουμε στην τηλεόραση. Ταυτιζόμουν. Γέμιζα τρυφερότητα. Σταθμός τα βράδια εκείνα. Γλυκύτατη απόλαυση το σινεμά. Μισούσα τα διαλείμματα, όπως η φύση αποστρέφεται τα κενά.

Γυρνούσαμε στηρίζοντας τη θεία. Ο θείος προχωρούσε με μεγάλα βήματα μπροστά, με το αιώνιο κομπολόι του. Η τελετουργία του σινεμά είχε λάβει τέλος. «Την άλλη φορά θα πάρουμε την Ανατολή» ή «τη Μαρία». Αναλόγως. Υπόσχονταν. Όλο αργούσε η άλλη φορά.

Αργότερα πρόλαβα να γνωρίσω στιγμές γοητείας στα «Ολύμπια» και τα «Ιλίσια», τα θερινά, στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου είχα δει τον Πυρετό στο αίμα με τη Νάταλι Γουντ. Ή στο «Ρουαγιάλ».

Κανένα σινεμά δεν μπορούσε να παραβγεί τα «Ολύμπια», με τα δρομάκια και τις αλέες του στρωμένες βότσαλα. Αγιόκλημα από δω κι από κει, κεντημένος αστέρια ουρανός. Το σκηνικό της ευτυχίας.

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Τα πανηγύρια τα καλοκαιρινά εικόνες ευτυχίας άλλοτε — ιδίως της Αγια-Μαρίνας και του Προφήτ’ Ηλία. Πηγαίνω σήμερα στην Άνω Τούμπα ή στην Καμπουτζίδα για προσκύνημα, σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Αναζήτηση που δε βγάζει συνήθως πουθενά: αδιέξοδο κιτς από μικροπωλητές που διαλαλούν κούκλες, αυτοκινητάκια, τάπερ, ηλεκτρονικά, φο μπιζού.

Τσίκνα από σουβλάκια αναπέμπεται άνωθεν. Ντέρτια στη διαπασών από τους πάγκους των τσιγγάνων με τις κασέτες. Ευφρόσυνη μυρωδιά ψημένου καλαμποκιού και σχολαστικά συγκροτήματα αναβίωσης δημοτικής μουσικής. Στην καλύτερη περίπτωση στρογγυλός χορός με το μαντίλι, που παραπέμπει κατευθείαν στην αρχαία όρχηση.

Αν κάνεις κατά το ναό, ευλαβικές γυναίκες σε προϋπαντούν κολλώντας στην καλοκαιρινή σου μπλούζα το άσπρο χαρτάκι που σε χρίζει αυτοστιγμεί και απαράγραπτα πανηγυριώτη.

«Το πανηγύρι με τα σπαρτά» ή τα παιδικά πανηγύρια στον Άγιο Πρόδρομο με τα νταούλια και τις ντιζέζ, ήταν για μένα οι αρχέτυπες εικόνες —φανταστικές και μη— του πανηγυριού.

Έξω, άνθρωποι ζητιανεύουν περιφέροντας θριαμβευτικά αναπάντεχες αναπηρίες, εκτοξεύουν ευχές και κατάρες, εκβιάζοντας «δι’ ελέου και φόβου» την κάθαρση…

Και μέσα στο ναό συχνά μια παλιά σεβάσμια εικόνα, μέσα σε ασπροκέντι, πνιγμένη στα τριαντάφυλλα, αναδίνει γλυκύτητα τέτοια, που το εκλεκτό της μύρο μάς έμαθαν νωρίς να εκτιμούμε οι αράδες του Παπαδιαμάντη.

Θυμάμαι ένα εξαιρετικό, αλλιώτικο αισθητικά, πανηγύρι, πριν από μερικά χρόνια στο Μαχαιράδο της Ζάκυνθος. Μύριζε νύχτα και φεγγάρι. Ήχοι αρμόνιου και ευωδιές εγχώριων παστελιών στοίχειωναν τον αέρα. Εμπειρία που ενόσω τη ζούσες αναλογιζόσουν τι υπέροχη ανάμνηση θα γινόταν, ταξινομημένη αργότερα με την πατίνα του χρόνου πάνω της.

Αρχοντούλα Διαβάτη, Στη μάνα του νερού, Το Ροδακιό 2004.

Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε και σπούδασε –Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία– στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το καινούριο βιβλίο της κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. 

 

POPAGANDA