Στα 90ς αναδείχθηκε σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της ελληνικής τηλεόρασης χάρη στον ρόλο της Φλώρας στα κλασικά πλέον, «Εγκλήματα». Και άλλες συμμετοχές σε επιτυχημένες παραγωγές της ιδιωτικής τηλεόρασης («Δέκα Μικροί Μήτσοι», «Το δις εξαμαρτείν», «Ντόλτσε Βίτα», «Επτά θανάσιμες πεθερές» κ.ά.) της έστρωσαν τον δρόμο για αναγνώριση από το κοινό σε όλη την Ελλάδα. Η ίδια πια παραδέχεται ότι έδωσε τη μάχη της για να πείσει τους θεατρικούς παραγωγούς ότι είναι ικανή να ερμηνεύσει και πιο δύσκολους ρόλους. Μετά την καλοκαιρινή περιοδεία επέστρεψε στην Αττική ενώ από τον Οκτώβριο θα παρουσιάσει για δεύτερη χρονιά, στο Ακροπόλ φέτος, τη ζωή της Ρένας, της ηρωίδας του Κορτώ.
Αυτό που με γοήτευσε στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν η αισιοδοξία της Ρένας για τη ζωή, η πίστη της σε ένα καλύτερο αύριο και η αθωότητά της. Η αθωότητά της πηγάζει από τη σιγουριά της ότι τα πάντα στη ζωή πρέπει να γίνονται για το καλό.
Οι άνθρωποι προηγούμενων γενεών επειδή πέρασαν μέσα από τόσο δύσβατα μονοπάτια και έζησαν εποχές απίστευτης σκληρότητας οργάνωσαν και θωράκισαν την ψυχή τους κατά τέτοιο τρόπο που μπόρεσαν μετά να βλέπουν κάθε μηδαμινή στιγμή ευτυχίας σαν πολύ σημαντική και μεγάλη.
Συνομίλησα με ιερόδουλες, που έχουν ασκήσει και στο παρελθόν αυτό το επάγγελμα. Υπήρχε μεγάλη κοινωνική κατακραυγή γι’ αυτές τις γυναίκες. Και τώρα ακόμη παρότι ως κοινωνία έχουμε περισσότερη ανοιχτωσιά χάρη στην σεξουαλική επανάσταση, χάρη στο ότι έχουμε αρχίσει να αποδεχόμαστε τις διαφορετικότητες και τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων, αν και στην εποχή μας δεν είμαστε τόσο συντηρητικοί, δε θα βγει μια γυναίκα να βροντοφωνάξει ότι κάνει αυτό το επάγγελμα· συνεχίζεται, λοιπόν, η περιθωριοποίησή τους. Όσες γυναίκες συνάντησα κουβαλούσαν μια ενοχή.
Αν και πιο συντηρητική η κοινωνία της επαρχίας είναι και πιο αυθόρμητη και οι θεατές, όταν κάτι αγγίζει την ψυχή τους, το εισπράττουν με πολύ πολύ χαρά και δεκτικότητα. Από τη μια υπάρχει μια κρατημένη αντίδραση για όσα διαδραματίζονται επί σκηνής αλλά από την άλλη και μια γενναιοδωρία για τον ίδιο τον χαρακτήρα της Ρένας. Προσωπικά, θεωρώ ότι τα χαρακτηριστικά της Ρένας δημιουργούν τα ίδια συναισθήματα συμπάθειας και γλύκας απέναντι της, ανεξάρτητα από το πού παίζεται η παράσταση.
Η Ρένα υπήρξε στο κοινωνικό περιθώριο λόγω του επαγγέλματος της και μιας και έζησε με φόντο τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας του 20ου αιώνα έζησε εξορίες, χούντες, έχασε τον έρωτα της ζωής της τον Μάρκο, που ήταν αριστερός και πήγε αντάρτης στα βουνά. Χάρη στην προσκόλληση της σε έναν ιδανικό, ρομαντικό έρωτα μπόρεσε να επιβιώσει και να διατηρήσει την αθωότητά της. Της δίνει δύναμη ότι πάντα αυτόν ψάχνει, τον Μάρκο, σε αυτόν πάντα βρίσκει αποκούμπι. Είναι το μεγαλείο του έρωτα που έζησε που την κρατάει ζωντανή. Είναι ένας μυθιστορηματικός έρωτας, από αυτούς που ζούμε στα παραμύθια. Αυτό το κομμάτι, όταν διάβαζα το έργο, με συγκίνησε τρομερά. Αυτός ο ρομαντισμός, το δώσιμο, το νοιάξιμο είναι για τα οποία λες «μακάρι να συμβαίνουν» αυτοί οι έρωτες και στις μέρες μας.
Πιστεύω ότι η ψυχή δεν γερνάει και δικαιούμαι να το πω γιατί έχω διανύσει μεγάλο κομμάτι της ζωής.
Η ψυχή μένει νέα, αν το θέλεις. Είναι θέμα χαρακτήρα και στάσης ζωής. Εάν θες να γεράσεις, γερνάς και από τα 25 σου. Έχω δει παιδιά που έχει σταφιδιάσει η ψυχή τους∙ είναι ό,τι πιο τραγικό. Κι έχω δει και ανθρώπους που το βιολογικό τους ρολόι γράφει 80+ και η ψυχή τους είναι έφηβη με όλη τη σοφία και τη στωικότητα της ηλικίας. Ο προσανατολισμός μου είναι προς αυτή την κατεύθυνση, και για μένα και για τους γύρω μου. Φυσικά δεν μιλάμε για μια ζωή ανέφελη και φαιδρή, αλλά για μια ζωή «ζωισμένη». Είναι σπουδαίο το να έχεις περάσει δια «πυρός και σιδήρου», να έχεις ζήσει πολλές εμπειρίες αλλά να κρατάς αλώβητο το αίσθημα της χαράς και της αισιοδοξίας, το οποίο θα ανακαλείς στα δύσκολα. Η παραίτηση είναι αυτή που μας πηγαίνει στα τάρταρα.
Μέσα στην κρίση ο κόσμος έπρεπε να επιβιώσει, δεν είχε ως προτεραιότητα να ψυχαγωγηθεί. Αλλά και εμείς ως επαγγελματίες ηθοποιοί έπρεπε να επιβιώσουμε. Εκεί που «τα είδα όλα» ήταν όταν διετέλεσα πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών την περίοδο 2012-2014. Βίωσα ότι ο κλάδος είχε, σχεδόν, κατατροπωθεί. Αυτό ήταν πολύ μεγάλο σχολείο. Και τώρα είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά τουλάχιστον έχουν αρχίσει να γίνονται πάλι μυθοπλασίες στην τηλεόραση, μεγάλες παραγωγές στα θέατρα. Νομίζω ότι έχει μείνει πίσω πια το πιο δύσβατο μονοπάτι.
Όταν ακούς την ψυχή σου και ταυτοχρόνως αφουγκράζεσαι τον παλμό, δηλαδή δεν διάγεις μονήρη βίο, αλλά είσαι ανοιχτός στους κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς αφουγκράζεσαι αν το έργο έχει κάτι να πει στους θεατές, αυτό μου συνέβη και με τη «Ρένα» και με τον «Συμβολαιογράφο». Ένιωσα ότι ο κόσμος μπορεί να ακολουθήσει και να αγαπήσει αυτές τις παραστάσεις, κι έτσι κι έγινε.
Δεν ξέχασα ποτέ από πού ξεκίνησα. Όταν σπούδαζα στο Θέατρο Τέχνης δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόταν όλο αυτό με την τηλεόραση, ήμουν σταθερά προσανατολισμένη στο θέατρο. Και μετά όταν ήρθαν οι τηλεοπτικές επιτυχίες γιατί ήμουν πολύ τυχερή σε αυτό, στην πραγματικότητα δεν ήταν δύσκολο για μένα να παραμείνω εκεί που ήμουν προσανατολισμένη γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο μου. Ήταν όμως ένας αγώνας, κατά κάποιο τρόπο, να μην παγιδευτώ στην τηλεοπτική μου εικόνα, αυτή που αγαπούσε το κοινό, αλλά ότι μπορώ ως ηθοποιός να υποδυθώ χαρακτήρες πολύ πιο απαιτητικούς. Από την άλλη αναγνωρίζω ότι οι δουλειές μου στην τηλεόραση είναι ιστορικές.
Ακόμη και Μήδεια να έκανα, επειδή είναι έτσι η ιδιοσυγκρασία μου, θα έβρισκα τρόπο κάπως να τη δικαιώσω. Έτσι είμαι σαν άνθρωπος, μάλλον. Κανείς δεν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να κάνει το απόλυτο κακό, έτσι. Αν ψάξεις βαθιά βαθιά θα βρεις την αιτία των πραγμάτων. Εμένα αυτό μου αρέσει, όχι να μένω στο επιφαινόμενο. Θέλω να ψάχνω να βρίσκω την ουσία, όσο επίπονο κι αν είναι. Μέσα από μια επίπονη διαδρομή βρίσκεις το φως. Λύνοντας τους κόμπους θα καταλήξεις στην επιφάνεια, και η επιφάνεια έχει πάντα φως.