Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι. Το έχω διαβάσει αρκετές φορές. Με συγκλόνιζε και με συγκλονίζει η ερωτική ιστορία μεταξύ Νατάσσας και Αντρέι. Αντρέι Μπολκόνσκι και Νατάσα Ροστώφ. Εκείνος ήταν στα μάτια μου ο ιδανικός άντρας. Όμορφος, τίμιος, έξυπνος, πολύ καλός στη δουλειά του, κατανοεί τα πολιτικά και τα στρατιωτικά ζητήματα με μεγάλη οξυδέρκεια και διαύγεια, αυστηρός εκεί που πρέπει -μάλιστα λίγο πιο πολύ απ’ όσο πρέπει, έτσι που την πληγή της Νατάσσας όταν ο Αντρέι απομακρύνεται από κείνη να τη βιώνω κι εγώ ως αναγνώστρια. Και η Νατάσα Ροστώφ, η ιδανική γυναίκα, η χαρά της ζωής: όλο παιχνίδι, διαολιά, αλλά μέσα από ό,τι της φέρνει η ζωή ωριμάζει και γίνεται μια μητρική γυναίκα που βοηθά τους τραυματίες πολέμου με ανιδιοτέλεια. Μέχρι που έρχεται τραυματίας στα χέρια της και ο Αντρέι. Και έτσι ξανασυναντιούνται πριν τους χωρίσει ο θάνατός του κι εκείνος προλαβαίνει να δει πως εκείνη άλλαξε. Και πως τον αγαπά. Πέρα από την ερωτική ιστορία, με συγκλονίζει και ο στρατηγός Κουτούζοφ. Η στάση του απέναντι στο Ναπολέοντα. Η νωχελική στάση του απέναντι στο Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων ορμητικός, σαν κεραυνός, καλπάζει και ξεχύνεται σαν αφρισμένη θάλασσα. Ο Κουτούζοφ μοιάζει διαρκώς να βαριέται. Αλλά πίσω από τα μισόκλειστά του μάτια γνωρίζει πως η ορμή του αντιπάλου του δεν επαρκεί. Πως στον πόλεμο και στη ζωή η ορμή μπορεί να νικηθεί από τη δύναμη της αδράνειας. Η ορμή νικιέται από τον εαυτό της, ενώ η αδράνεια είναι άλλη λέξη για την υπομονή. Ο Κουτούζοφ είναι σα να καλεί τον αναγνώστη σε μια άλλη θεώρηση της ζωής, σα να του μαθαίνει πως ο τολμών νικά τη μάχη, αλλά ο άνθρωπος που τρέχει σε αγώνα αντοχής και όχι ταχύτητας κερδίζει τον πόλεμο.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Τη Σαββατογεννημένη της Μαλβίνας Κάραλη. Το είχα μαζί μου το 2007, την πρώτη μου χρονιά στο Λονδίνο, δώρο της μητέρας μου, και το ξεκοκάλισα. Το διάβαζα κάθε βράδυ. Ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ κι όταν τελείωνε πάλι ένα κάθε βράδυ αλλά με διαφορετική σειρά. «Οι Έγκνταλ γιορτάζουν» ήταν από τα πιο αγαπημένα μου κεφάλαια, πριν διαδοθεί ευρέως μέσω facebook, όπου πια κυκλοφορούν αναδημοσιευμένα από site τα πιο πολλά από τα κείμενα της Σαββατογεννημένης. Αλλά το βιβλίο δεν είναι το ίδιο. Το βιβλίο αυτό που είχα μαζί στο Λονδίνο, σε ένα δωματιάκι 2 επί 3 το πολύ, με βοηθούσε παρέχοντάς μου έναν ορίζοντα. Μιλούσε για το σπίτι των Έγκνταλ, το σπίτι των καλών, των φιλόξενων ανθρώπων που πέρα από οποιαδήποτε δουλειά, καταξίωση ή υστεροφημία βάζουν τις χαρές της ζωής. Ανοίγουν το σπίτι τους και το κάνουν μπουρδέλο, άνω κάτω, με αποτσίγαρα σβησμένα στα πιάτα και λεκέδες παντού. Απολαμβάνουν το φαγητό, απολαμβάνουν την απόλαυση, απολαμβάνουν το ότι έχουν ανθρώπους γύρω τους οι οποίοι δε θέλουν κάτι από αυτούς. Θέλουν μόνο να μοιραστούν ένα φαγητό, δίνοντας ίση αξία σε κάθε άνθρωπο γύρω από το τραπέζι, μεγάλο ή μικρό. Δεν έχουν άνθρωπο σημαντικό και άνθρωπο ασήμαντο. Όλοι σημαίνουν. Και εννοείται πως προσπαθούσα μήνες και μήνες να καταλάβω τι εννοεί με το: «Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια. Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου. Αλλά ομόκεντρο. Αλλιώς ζηλεύω. Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα.» Το βιβλίο το γέμισα υπογραμμίσεις με έναν ασημί μαρκαδόρο. Μετά το χάρισα σε μια φίλη μου γιατί ένιωσα πως θα της κάνει καλό. Μετά μου έλειπε μέχρι που μου το έκαναν πάλι δώρο, αν και είναι εξαντλημένο.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Στο παζάρι έξω από το BFI ξεφύλλιζα για πλάκα ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης και σε κάποιο σημείο έλεγε αυτό το κλασικό που λένε όλα αυτού του τύπου τα εγχειρίδια, πως αν θέλεις κάτι πολύ δε χρειάζεται τίποτε άλλο παρά να το επαναλάβεις πολλές φορές και η δύναμη της θέλησης θα στο φέρει. Ε, την ίδια στιγμή άρχισα να λέω από μέσα μου, πάλι για πλάκα, «θέλω να πάω θέατρο, θέλω να πάω θέατρο, θέλω να πάω θέατρο» επαναλαμβάνοντας άπειρες φορές όσο περπατούσα. Περνάω έξω από το Theatre Royal Drury Lane και με πλησιάζει ένας ηλικιωμένος κύριος. Μου λέει: «Με έστησε το ραντεβού μου. Θα θέλατε το εισιτήριό της;» Του λέω «Πόσο κάνει;» Μου λέει «Δεν κάνει, είναι δωρεάν, σας το χαρίζω.» Πηγαίνω λοιπόν κι εγώ μέσα στο θέατρο και βλέπω πρώτη σειρά, δωρεάν, το μιούζικαλ “Oliver!”. Δεν το ξαναδοκίμασα έκτοτε.
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Εύχομαι να είχα γράψει το Πόλεμος και Ειρήνη, αλλά μια που το ανέφερα ξανά θα προσθέσω ως εναλλακτικές και τους Τρεις Σωματοφύλακες του Δουμά, τη Μαύρη Ντάλια του Ελρόι, το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας και το Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, την Eroica του Πολίτη, την Αιολική Γη του Βενέζη ή τον Ίωνα του Ευριπίδη. Έχοντας γράψει ένα από τα παραπάνω βιβλία θα ζούσα και θα πέθαινα πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό μου.