Για δεύτερη χρονιά η παράσταση Μόλλυ Σουήνη συναντάται με το κοινό, σε μια ευτυχή συνθήκη: μια σκηνική φόρμα που παίζει διαρκώς με το χώρο και το timing των φυσικών δράσεων των ηθοποιών. Η σκηνοθέτρια της παράστασης Ιώ Βουλγαράκη, ομολογεί ότι μετά από 65 παραστάσεις ακόμη ξαφνιάζεται και συγκινείται από το βάθος του έργου του βορειοϊρλανδού δραματουργού Μπράιαν Φρίελ.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε το έργο; Πιο συχνά τα έργα μάλλον μας επιλέγουν παρά τα επιλέγουμε. Με τη Μόλλυ συναντήθηκα πολλά χρόνια πριν, στην σχολή του Εθνικού, όταν η σκηνοθεσία δεν υπήρχε μέσα μου ούτε καν ως υποψία. Διάβασα το κείμενο τότε και με συγκίνησε η ιστορία αυτής της γυναίκας. Πρόπερσι ξαναγύρισα στο έργο, ανακαλύπτοντας τέτοιο βάθος στο Φρίελ που ξαφνιάζομαι μέχρι σήμερα, έπειτα από τόσες πρόβες και 65 παραστάσεις. Μια γυναίκα τυφλή από δέκα μηνών υποβάλλεται σε μια επέμβαση που της δίνει μερικώς την όρασή της. Αγωνίζεται να ξαναμάθει τον κόσμο απ’την αρχή με μία εντελώς καινούρια αίσθηση. Ιατρικά «το θαύμα» γίνεται αλλά η ταυτότητά της τραυματίζεται ανεπανόρθωτα. Γιατί τελικά είμαστε ο τρόπος που προσλαμβάνουμε τη ζωή και τον κόσμο και ο τρόπος αυτός είναι ανεπανάληπτος. Πιστεύω πως υπάρχει τεράστια ανάγκη να μιλήσουμε για ένα τέτοιο θέμα γιατί όλοι μας διαρκώς, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων, νομίζουμε πως ξέρουμε ποιο είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο για τον άλλο, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε -ή στην καλύτερη περίπτωση ξεχνώντας- πως η πραγματικότητα δεν είναι μία.
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς την αναπτύξατε στις πρόβες; Η κειμενική φόρμα των μονολόγων και της αφήγησης που περνάει από τον έναν ήρωα στον άλλο γέννησε στη δική μας παράσταση μία άλλη, σκηνική, φόρμα που παίζει διαρκώς με το χώρο και το timing των φυσικών δράσεων των ηθοποιών, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε έτσι το δεδομένο ότι αυτοί οι τρεις άνθρωποι υπάρχουν στην σκηνή παράλληλα αλλά τελικά ποτέ όντως μαζί. Αυτό η παράσταση το λύνει υπαινικτικά και παιχνιδιάρικα και βέβαια έπρεπε στις πρόβες να ψάξουμε τα όριά του. Επίσης αυτή η σύλληψη ενεργοποίησε, νομίζω, το χιούμορ μας, χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να αφηγηθείς μια ιστορία σπαρακτική σαν αυτήν.
Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Όλη η παράσταση είναι ένα φανταστικό Εδώ και Τώρα, από το οποίο η Μόλλυ, ο άνδρας της ο Φρανκ και ο οφθαλμίατρος που τη χειρούργησε, ο κος Ράις, για τους λόγους του ο καθένας, ξεδιπλώνουν μπροστά μας τι συνέβη. Πιάνουν την ιστορία από την αρχή κι εμείς τους ακούμε αγνοώντας για αρκετή ώρα πού βρίσκονται τώρα, σήμερα, από ποια θέση μας μιλάνε. Κι ίσως δεν έχει σημασία. Μέχρι που ξαφνικά έχει. Μέχρι που βρίσκονται σκηνικά πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και πολύ κοντά στο κοινό και μας αποκαλύπτεται το παρόν τους. Όχι εντελώς και όχι ευθέως. Θραυσματικά, πλάγια -έτσι λειτουργεί ο Φρίελ σ’ όλο το έργο. Πάντως φτάνουμε κατά κάποιον τρόπο στο παρόν. Αυτή η σκηνή, η τελευταία της παράστασης, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Ανάμεσα», με την εγγύτητά της, με τον τόσο ιδιαίτερο τόνο της, με την αναπάντεχη τροπή στην ιστορία, και ίσως πιο συγκεκριμένα η έναρξη της σκηνής που απαιτεί έναν πολύ λεπτό συντονισμό των τριών ηθοποιών, είναι για μένα η πιο δυνατή ή η πιο αγαπημένη, να το πω έτσι.
Αν θέλατε σε πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Για να είμαι ειλικρινής, αντιστέκομαι στο να πείσω οποιονδήποτε να έρθει και είμαι απλώς πολύ ευτυχής που το κάνει, εάν το κάνει. Γιατί πράγματι συμβαίνουν τόσα πολλά που αναρωτιέμαι πώς η πληροφορία δεν ζαλίζει και δεν εξαντλεί τον κόσμο. Και κυρίως γιατί η κάθε παράσταση καλό είναι να βρίσκει το θεατή της κι αυτό συνήθως συμβαίνει πιο αόρατα απ’ όσο νομίζουμε εμείς. Σίγουρα πάντως αν του έλεγα τι αγαπώ εγώ σ’αυτό το έργο, θα ήταν το ότι είναι τόσο ανθρώπινο και με αυτό εννοώ πως δεν μπορείς να βρεις μια λεκτική φόρμουλα για το τι πραγματεύεται και για τους χαρακτήρες του και να τελειώσεις, να μη σου λείπει τίποτα. Όπως και στη ζωή, μέσα του τίποτα δεν είναι απλό, τίποτα δεν έχει μόνο μία όψη, τίποτα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Δεν διδάσκει, δεν ταξινομεί, δεν τον αφορά τον Φρίελ να φύγεις από το θέατρο με απαντήσεις και συμπεράσματα αλλά γεμάτος ερωτήσεις. Αυτό είναι το πιο ακριβό για μένα.
Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε; Πίσω από την πράξη να ιδρύουν και να διατηρούν οι άνθρωποι μια θεατρική ομάδα υπάρχει μάλλον άκρατος ρομαντισμός, αφού τίποτα δεν είναι εύκολο, από την εύρεση στέγης που αναφέρετε μέχρι τον βιοπορισμό. Ως προς αυτό μάλιστα, η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι η εύρεση στέγης, νομίζω, αλλά οι συνθήκες που τελικά περιμένουν την ομάδα στην εκάστοτε θεατρική στέγη. Είναι στιγμές που εξαντλείσαι. Αλλά υπάρχει και χαρά και δημιουργικότητα και αλληλοϋποστήριξη. Κάτι σαν γάμος, είναι. Συγκεκριμένα οι ΠΥΡ υπήρξαμε σχετικά καλοτάξιδοι μέχρι στιγμής, καθώς καλλιτεχνικά βρήκαμε ανταπόκριση κι έχουμε δουλέψει και σε οργανισμούς όπως το Ελληνικό Φεστιβάλ ή η Στέγη, όπου μας δόθηκε δημιουργικό βήμα μέσα σε καλές εργασιακές συνθήκες. Αλλά έχουμε δουλέψει και σε άλλα πλαίσια, εντελώς ακραία, όπου έπρεπε να κάνουμε τα πάντα εμείς, από το να νοικιάσουμε εξοπλισμό και να κλείσουμε χορηγίες μέχρι να κατασκευάσουμε καμαρίνια, κυριολεκτικά, με τα χέρια μας. Και η καλή και η κακή συνθήκη θα επανέρχονται και θα εναλλάσσονται, είναι η δουλειά μας τέτοια, στη χώρα που ζούμε και τη στιγμή που ζούμε.