Το Inferno παίρνει το «η κόλαση είναι οι άλλοι» και το κάνει ρεαλισμό

Inferno ** (2/5)

Περιπέτεια μυστηρίου σε σκηνοθεσία Ron Howard και σενάριο David Koepp (απ’ το βιβλίο του Dan Brown), με τους Tom Hanks, Felicity Jones, Ben Foster κ.ά., διάρκειας 121 λεπτών, παραγωγή 2016 σε διανομή της Feelgood Entertainment

 Ο Robert Langton, ο διαβόητος συμβολολόγος του πανεπιστημίου της Βοστόνης, μετατρέπεται για άλλη μια φορά σε απρόθυμο Indiana Jones των ευρωπαϊκών μνημείων, προκειμένου να γλιτώσει τον κόσμο από παράφρονα δισεκατομμυριούχο που θέλει να εξαλείψει τη μισή ανθρωπότητα, καθότι «η κόλαση είναι οι άλλοι». Κυριολεκτικά.

 Υπάρχει μια ιδιαιτέρως απολαυστική σκηνή στη νέα ετούτη περιπέτεια του Indiana Jones των ευρωπαϊκών μνημείων, που ακούει στο όνομα Robert Langton (ο Tom Hanks για τρίτη φορά στο ρόλο που τον έκανε όψιμο action star), στην οποία ο χαρακτήρας του Irrfan Khan, πρωταγωνιστής στην πλεκτάνη που τυλίγει τον ήρωά μας, επιτίθεται με βιτριολικό σαρκασμό σ’ έναν υποτελή του, επειδή έχει την τάση να του υπογραμμίζει το προφανές. Κι είναι απολαυστική η σκηνή όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί είναι ανακουφιστικό να σκέφτεσαι πως θα ‘χε πάρα, μα πάρα πολλή δουλειά ετούτος ακριβώς ο χαρακτήρας, αν αντί για χαρακτήρας της ταινίας, πέρναγε από την απέναντι πλευρά και γινόταν θεατής της.

Δεν ενδιαφέρεται κανείς πια για τα σενάρια που ταΐζονται οι γραμμές παραγωγής της Χολιγουντιανής μπλοκμπαστεριάς, κι ετούτο γίνεται όλο και πιο εμφανές, όσο η τυποποίηση του tentpole movie τείνει να κάνει πια προδιαγραφή την (αχρείαστη συνήθως) δίωρή του διάρκεια. Προφανώς εκεί έχουν εκτιμήσει οι αναλυτές πως πιάνει peak η καμπύλη ικανοποίησης απ’ την αναλογία ώρας που περνάει ο θεατής στην αίθουσα, προς το ποσό που έχει δώσει για το εισιτήριο και τα νάτσος με τυρί, ε και για να γεμίσει η διάρκεια με την ελάχιστη προσπάθεια και χωρίς έξτρα δράση που φουσκώνει το κασέ, παραγεμίζονται τα κενά ανάμεσα στα τρεχαλητά και τις κλωτοσοπατινάδες, με τους διαλόγους της Βίρνας και του Γιάγκου Δράκου.

Πέραν της οξείας φωσκολίτιδας, ετούτη η τρίτη επιστροφή του Robert Langton στη μεγάλη οθόνη πάσχει κι από άσβεστο πάθος για την κοινοτοπία και τη σεναριακή αφέλεια. Οι στροφές της πλοκής της είναι πιο προβλέψιμες κι απ’ τις στροφές του υπόγειου γκαράζ στο μούλτιπλεξ, κι ακόμα και η ανακουφιστική ποιότητα της οικειότητας που νιώθεις όταν βλέπεις έναν ήρωα να επιστρέφει μια επταετία μετά την τελευταία σας συνάντηση, ξεθυμαίνει γρήγορα όταν αντιλαμβάνεσαι ότι όσοι τον περιβάλλουν είναι πιο διάφανοι κι απ’ το λευκό οινόπνευμα.

Έχει ωστόσο μίαν αίγλη από μόνο του αυτό το genre της κοσμοπολίτικης περιπέτειας, και δη ετούτο που προσφέρει αθέατες πλευρές μνημείων απ’ αυτά που αν τα επισκεπτόσουν θα (έκανες πως) χασμουριόσουν. Η μεταφυσική ποιότητα που αποκτούν τα διασημότερα των τοπωνυμίων, μέσα από τις αλά escape room περιπέτειες του Robert Langton, τους αποδίδει μια ιδιότητα ολότελα ελκυστική, και με αυτήν την έννοια οι ταινίες της σειράς θα ‘πρεπε να ‘χουνε τουλάχιστον μια ευχαριστήρια επιστολή από τους ΕΟΤ της κάθε χώρας (Γαλλία στην πρώτη ταινία, Ιταλία στις δυο πιο πρόσφατες). Κατά τ’ άλλα όμως, ετούτη εδώ η τρίτη και κοντύτερη (σε διάρκεια) ταινία του franchise, πέρα απ’ το φαντεζί ταξίδι και τη συμμετοχή στο zeitgeist (όλοι γι’ αυτό μιλάνε αφού), δεν έχει και πολλά άλλα να προσφέρει στον φιλόδοξο θεατή.


The Handmaiden / Η Υπηρέτρια ***+ (3/5)

Ερωτικό δράμα υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα και βραβευμένο για την καλλιτεχνική του διεύθυνση στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία Park Chan-wook και σενάριο του ιδίου και της Seo-kyung Chung (από τη νουβέλα της Sarah Waters), με τους Kim Minhee, Kim Taeri και Ha Jung-woo, διάρκειας 144 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Ama Films

Μπαγαπόντης πλέιμποϊ στην Κορέα του 1930, στήνει πλεκτάνη για να πλανέψει και να κλέψει βαθύπλουτη ανιψιά από εκβιαστή θείο, να την παντρευτεί και να την κλειδώσει στο τρελάδικο, για να κολυμπάει στα πλούτη με πρόθυμη παραδουλεύτρα-συνεταίρο. Πίσω έχει όμως η αχλάδα την ουρά.

Επιστρέφοντας στη γλώσσα και τη χώρα του, ο θαυμαστός Κορεάτης που κάποτε κρεμούσε σαγόνια θαυμασμού με το Oldboy του (πριν τα κρεμάσει από χασμουρητά με άστοχες απόπειρες να χωρέσει σε δυτικές φόρμες με δουλειές όπως τα Thirst και -κυρίως- Stoker του), με το The Handmaiden φαίνεται να επιστρέφει και σε διαολεμένη φόρμα, στήνοντας ένα δαιμονισμένο cul-de-sac, που πάλλεται από σεναριακή ορμή κι από φιλήδονη φινέτσα. Αν ο πλούτος των κάδρων, η λεπτομερής και ντελικάτη κομψότητα των σκηνικών, των κοστουμιών, των χρωμάτων και των (ανα)παραστάσεων δεν είναι λόγοι αρκετοί να βυθιστείς χωρίς δεύτερη σκέψη σ’ αυτόν τον δίωρο καμβά αποπλάνησης και προδοσίας που αποτελεί το νέο έπος του Park Chan-wook, την οπτική μέθη που προκαλεί η οργασμική λεπτοδουλειά στο σχεδιασμό της παραγωγής, έρχεται να σου τον κάνει μέθεξη η λεπτότητα της κίνησης, η ανάλαφρη σα μεταξένιο χάδι κάμερα, κι οι χορογραφημένες με εύθραυστη ακρίβεια ιαπωνικής πορσελάνης ερμηνείες του.

Ανακαλώντας γοτθικού τύπου θριλερικές εξερευνήσεις τις οποίες μαλακώνει με παιχνιδιάρικο χιούμορ, ο Park Chan-wook μαγειρεύει βιτριολικό συνδυασμό μαύρης κωμωδίας και πηχτού μυστηρίου, με μπόλικη σαρκική ηδονή κι οδύνη να γειώνουν στον κυνισμό τους τις ανατολίτικες νότες μεταφυσικής μυσταγωγίας. Απ’ το 20λεπτο κιόλας, στο πρώτο καυτό μπάνιο της ιστορίας, μαζί με τη θερμοκρασία και την υγρασία, αρχίζει να ανεβαίνει και η λίμπιντο σ’ ετούτην την ταινία, που στο πρώτο της μισό χρωστάει πολλά στα softcore μεγαλεία της ασιατικής πορνογραφίας -αυτήν που χάθηκε κάτω απ’ τους τόνους της ψυχρής και βίαιης, απωθητικής χυδαιότητας που επικρατεί στη αλλοτριωμένη απ’ τον μαξιμαλισμό των βίτσιων πλέον Άπω Ανατολή. Μετά το διάλειμμα όμως, τα ινία παίρνει καθαρότερα η σαδομαζό παράδοση του sexploitation του ’70, με τα κοστούμια και τα τέρατα να εναλλάσσονται όπως οι εκδικητές με τους εκμεταλλευτές, δίνοντας πάσα στην εξέλιξη του μυστηρίου να αναπτυχθεί.

Ο ιστός που πλέκει γύρω από τους ήρωές του, τους οποίους εναλλάσσει ακολουθώντας το πρότυπο των τριών κεφαλαίων του βιβλίου που μεταφέρει στην κορεάτικη πραγματικότητα της ιαπωνικής αποικιοκρατίας (ενσωματώνοντας αλλά όχι αναλύοντας ιδιαίτερα τα ταξικά επακόλουθα του περιβάλλοντος αφήγησης που επιλέγει), σφίγγεται όλο και περισσότερο όσο πιο κοντά πλησιάζει στην κλωστή που θα λύσει το κουβάρι του. Αυτό όμως που αναδύεται ως κυρίαρχο στην ιστορία απανωτών ανατροπών και διαδοχικών εναλλαγών οπτικής γωνίας, αν αντέξεις την εξαντλητική διάρκεια και τα σταδιακά βαλτώματα της ιστορίας, δεν είναι τελικά τόσο τα μυστικά, τα ψέματα, και τα μακριά πλοκάμια της εξαπάτησης (παρ’ ότι αυτά είναι βασικά που σπαρταράνε στο ενυδρείο που στήνει ως μυθοπλαστικό μικρόκοσμο), αλλά η σε βιβλικά επίπεδα παραδειγματική τους τιμωρία, σε αντίστιξη με την απελευθερωτική ηδονή της ανόθευτης αγάπης –τόσο προς τον αληθινό εαυτό που ανακαλύπτεις, όσο και ως προς αυτόν που σου τον αποκάλυψε.

Για να απαντήσουμε πάντως στο βασικό ερώτημα χωρίς υπεκφυγές, ναι, είναι κάβλα η ταινία, όχι όμως χάρη στη σενσεσιοναλιστική απλοχεριά του σκηνοθέτη, αλλά στην εικονοπλαστική του ευχέρεια. Κυρίως.


Nerve / Θάρρος ή Αλήθεια **+ (2,5/5)

Περιπετειώδες θρίλερ σε σκηνοθεσία των Henry Joost και Ariel Schulman και σενάριο της Jessica Sharzer (απ’ το βιβλίο της Jeanne Ryan), με τους Emma Roberts, Dave Franco, Emily Maede, διάρκειας 96 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Spentzos Film

Πιτσιρίκα με όλο το μέλλον της μπροστά, και μια πηγαία αδιαφορία για τις μικρότητες των εφηβικών διαγωνισμών δημοφιλίας, κολλάει άσχημα όταν δοκιμάζει το νέο κοινωνικό δίκτυο του τίτλου, που χωρίζει τους χρήστες του σ’ αυτούς που εκτελούν ριψοκίνδυνες αποστολές, και σ’ αυτούς που πληρώνουν για να τις παραγγέλνουν και να παρακολουθούν τους άλλους να ξεφτιλίζονται.

Μπορεί να ακούγεται σαν το Jackass να συναντά το Snapchat σε ένα εφηβικό ντελίριο ανασφάλειας κι ωραιοπάθειας, όμως ετούτη εδώ η νέα προσπάθεια των δημιουργών του Catfish, να εντοπίσουν το σημείο τομής του σκοτεινού ιστού με την καθημερινή αφέλεια, είναι αρκετά περισσότερα από άλλη μία τεχνοφοβική αρπαχτή τύπου Chatroom και Feardotcom. Όχι ότι δεν έχει την τεχνοφοβία να κυλάει στο αίμα του, και μπόλικη από δαύτη μάλιστα, όμως το Nerve των Hoost και Schulman, χάρη κυρίως στην ευθύβολη γραφή του σεναρίου της Sharzer (με εμπειρία δυνατή στο American Horror Story παρακαλώ), καταφέρνει να υπερβεί την ευκολία του να τα φορτώσει όλα στους πιτσιρικάδες, που δεν ξέρουνε να σκέφτονται τι πρέπει να φοβούνται, κι αντ’ αυτού στρέφει φακό σ’ εκείνο το γλυκό σημείο, όπου η κουλτούρα των celebrity περνά από τα μαγικά παραμύθια των γυαλιστερών εξώφυλλων, στην καθημερινότητα της εύθραυστης εφηβικής ψυχής. Το ζούμε βέβαια γύρω μας αυτό, κι όλους μας δελεάζει, περσόνες της στιγμής στα social media, που όλο μοστράρουνε μια λάμψη ηδυπαθή, ηλεκτρισμένη απ’ την ενέργεια ενός ανθρώπου που η ζωή του αποτελείται από συνεχόμενα cocktail party, να σε κοιτούν και να γελούν, κι όλο να σε ρωτάνει: Θα είσαι μόνο θεατής, ή θες να συμμετάσχεις; Χάρη σ’ αυτά τα social media, η ηδυπάθεια μεταμορφώνεται από ξένο γνώρισμα σε κτήμα, σαν να περνά από μαγικό καθρέφτη: μία λεπτή διαπερατή μεμβράνη, μέσα από την οποία η ακόρεστη ανάγκη για τη μέγιστη αναγνώριση με την ελάχιστη προσπάθεια, περνάει τα κοκκαλιάρικα χεράκια της και σε αρπάζει απ’ το λαιμό να σε τραβήξει μέσα. Κι εσύ γλυκά αφήνεσαι και γίνεσαι κομμάτι της, σαν άλογο σε ιππόδρομο να τρέχει για το λάικ, την ώρα που ο κόσμος στις εξέδρες αλυχτάει. Το σχήμα του προβλήματος σκιαγραφούν με ευκρίνεια οι δύο σκηνοθέτες, που είναι προικισμένοι βέβαια με δυο φρεσκότατα κι υπέρλαμπρα ταλέντα στην αφίσα, θα ‘καναν όμως και καλύτερη δουλειά, αν είχαν ένα budget να πληρώσουν έναν άνθρωπο για να τους σχεδιάσει λίγο internet.


Επίσης στις αίθουσες:

Bacalaureat / Η Αποφοίτηση

Γιατρός σε μικρή επαρχιακή πόλη της Τρανσυλβανίας είναι έτοιμος να καμαρώσει την κόρη του φοιτήτρια, όμως η επίθεση που δέχεται το κορίτσι λίγες μέρες πριν τις εξετάσεις, όχι μόνο βάζουν σε κίνδυνο την υποτροφία που την περιμένει για να σπουδάσει ψυχολογία στη Μ Βρετανία, αλλά απειλούν να γκρεμίσουν τον πατέρα της απ’ το ηθικό του βάθρο, σείοντας τον κόσμο της. Κοινωνικό δράμα υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα και βραβευμένο με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Cristian Mungiu, με τους Adrian Titieni, MariaVictoria Dragus κ.ά., διάρκειας 128 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Spentzos Film.

 


The Beatles: Eight Days a Week – The Touring Years

 Δημοσιευμένο κι αδημοσίευτο υλικό, συνεντεύξεις, ηχογραφήσεις, και ιστορίες απ’ τις τουρνέ 250 συναυλιών, συνθέτουν κι αναβιώνουν την μεθυστική και μεθυσμένη ιστορία των «σκαθαριών», απ’ το 1963 ως το 1966. Ντοκιμαντέρ του Ron Howard σε σενάριο του Mark Monroe (με την επίβλεψη του PG Morgan), διάρκειας 137 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Odeon.


Southside with You / Πρώτο Ραντεβού

 Ένα καυτό απόγευμα στο Σικάγο του 1989, ο Barak Obama και η Michelle Robinson βγήκαν σ’ ένα ραντεβού που δεν ήταν ραντεβού, κι η δεσποινίς δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου απ’ την τρύπα στο πάτωμα του αυτοκινήτου του κυρίου που θα την έκανε Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, εντυπωσιάστηκε όμως απ’ τον ίδιο, σ’ αυτήν την «εμπνευστική αληθινή ιστορία», που ο John Legend στο ρόλο του παραγωγού, αποφάσισε ότι πρέπει να γίνει ταινία. Βιογραφική δραμεντί σε σκηνοθεσία και σενάριο του Richard Tanne, με τους Tika Sumpter και Parker Sawyers, διάρκειας 84 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Tanweer.


Ρισάλτο

Ανήσυχος φιλότιμος νεαρός ηθοποιός, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην κρίση που μασουλάει τα νεύρα συγγενών και φίλων, και την αδηφάγο φύση της ελληνικής σόουμπιζ που ψάχνει χώμα μη βομβαρδισμένο να ανθίσει, όμως πώς να βρεις πατήματα όταν ακόμα και ο έρωτας δεν μπορεί να βοηθήσει; Δράμα σε σκηνοθεσία και σενάριο του Βασίλη Βαφέα, με τους Νίκο Πουρσανίδη, Αμαλία Αρσένη, Τάκη Παπαματθαίου κ.ά., παραγωγής 2016 σε διανομή της Σίγμα Φιλμ

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης