Categories: TV SHOWS

Είναι το Vinyl ένα Game of Thrones με κιθάρες;

Ξέρω, ξέρω, το Vinyl, η νέα σειρά του HBO, από τον Martin Scorsese και τον Mick Jagger, είναι η πιο πολυαναμενόμενη σειρά του 2016, για μουσικόφιλους και μη. Πώς θα μπορούσε να μην ήταν κιόλας; Το είπαμε ότι είναι η νέα σειρά του ΗΒΟ, κι ότι είναι απ’ τον Martin Scorsese και τον Mick Jagger; Οι συνέργειες των δυο τελευταίων έχουν αφήσει παρακαταθήκη στην ιστορία του οπτικοακουστικού μερικές απ’ τις πλέον απογειωτικές σκηνές της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, κι η στάμπα του HBO πάνω απ’ την καινούρια σύμπραξή τους, είναι η πιο αλεξίσφαιρη εγγύηση που θα μπορούσε να ζητήσει να δει κανείς στην τηλεοπτική του οθόνη. Όμως από δυο ανθρώπους που έχουν κάνει ταυτότητά τους το να μην σταματούν να μας εκπλήσσουν με κάθε νέα τους δουλειά, το Vinyl τους μοιάζει ολίγον τι ξαναπαιγμένο, τουλάχιστον απ’ όσο μας άφησε να καταλάβουμε ο σχεδόν δίωρος πιλότος, που πρόβαλε σε αποκλειστικότητα για δημοσιογράφους η NovaCinema, λίγο πριν την ταυτόχρονη με την Αμερική πρεμιέρα της σειράς στο συνδρομητικό κανάλι.

Με τον Terrence Winter (δημιουργό του εμβληματικού Boardwalk Empire και σεναριογράφου του The Wolf of Wall Street) αλλά και τον George Mastras (σεναριογράφο του Breaking Bad) να υπογράφουν το σενάριο αυτού του επικού πιλότου της σειράς, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι το πρώτο επεισόδιο του Vinyl θα είναι τουλάχιστον τίγκα στο δεύτερο συστατικό απ’ το τρίπτυχο που φιλοδοξεί να αναβιώσει εκρηκτικά στην οθόνη η σειρά: τα ντραγκς, σε αντίθεση με το σεξ και σε κοντινό συναγωνισμό με το ροκενρόλ, είναι η βασική κινητήρια δύναμη της πρώτης γνωριμίας μας με τον κόσμο του Richie Finestra. Επικεφαλής μιας δισκογραφικής στη Νέα Υόρκη των ‘70s, ο Richie υπόσχεται να μάς αποκαλύψει όλη την αλήθεια για την επώδυνη άνοδό του στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας, αν και πιθανόν κάποια κομμάτια της θα κρύβονται πίσω απ’ τα νεφελώματα των καμένων εγκεφαλικών κυττάρων που κληρονόμησε απ’ την καταβύθισή του σ’ αυτήν την μαγευτική και επικίνδυνη Χώρα των Θαυμάτων, μάς προειδοποιεί.

Αφορμή γι’ αυτήν την κρίση ειλικρίνειάς του, είναι η απόφαση του Richie να ξεπουληθεί. Λες και δεν ξεπουλήθηκε αρκετά στην πορεία του να μετατρέψει την αγάπη του για τη μουσική σε επικερδή βιομηχανία, αυτός ο μεφιστοφελικός αντιήρωας που πρωτοσυναντάμε κάθιδρο και φρικαρισμένο να ψάχνει ένα οχτάμπαλο να μπουκώσει τα ρουθούνια του, είναι στα πρόθυρα του να πουλήσει την all-american προσωπική του εταιρεία, στον απρόσωπο κολοσσό της γερμανικής Polygram –ή τουλάχιστον έτσι μας αφήνει να πιστέψουμε. Όσο η συμφωνία έρχεται πιο κοντά, τόσο οι σκελετοί στη ντουλάπα του αρχίζουν να ακονίζουν τα νύχια τους στην πόρτα, κι επειδή το κάρμα είναι μια σκύλα και μισή, το σύμπαν είναι έτοιμο να συνωμοτήσει, για να γκρεμίσει αυτό που ο ήρωάς μας αποζητά. Ή μήπως, για να του αποκαλύψει πως αυτό που νομίζει ότι θέλει, δεν είναι αυτό που χρειάζεται πραγματικά;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Υπoθέτω πως ο κύριος μεταφυσικός άξονας του ροκ-εν-ρολ αφηγήματος, είναι ακριβώς αυτή η υπερβατική απελευθέρωση που προσφέρει η αποδοχή της διαφοροποίησης ανάμεσα σ’ αυτό που θες κι αυτό που χρειάζεσαι. You can’t always get what you want, λέει ο Jagger, but if you try some times, you just might find, you get what you need, κι αυτό βρίσκει κι ο Richie μέσα απ’ τη σειρά απίθανων καταστάσεων που περνάει σ’ αυτό το πρώτο σχεδόν-δίωρό του στην οθόνη: σιχαίνεται τον εαυτό του γιατί άφησε την εταιρεία του να απαλλοτριωθεί απ’ όλα αυτά που μετέτρεψαν τη ροκ σε μπίζνα, όμως όσο κι αν το θέλει, αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα χοντρό πακέτο συνταξιοδότησης, που θα τινάξει πίσω του σαν αλεξίπτωτο καθώς πηδάει απ’ τον τελευταίο όροφο του υπό κατάρρευση οικοδομήματος της σάπιας δισκογραφικής του. Αυτό που χρειάζεται είναι μια αφύπνιση σκληρή κι ηλεκτρισμένη, σαν τις κιθάρες που πέρναγαν τόσα χρόνια μέσα απ’ το κρανίο του, και τον συντόνιζαν στους ήχους και τις φωνές που ερχόντουσαν απ’ το μέλλον, για να μιλήσουν για ένα παρόν που περιμένει να σχηματιστεί.

Αυτήν την αφύπνιση για να τη νιώσει, ο Richie χρειάζεται να τη βιώσει σε πολλαπλά επίπεδα: απ’ τα προσωπικά, με το τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο ισορροπεί ο γάμος του, στα επαγγελματικά, με την εταιρεία του που στην πιάτσα έχει μετονομαστεί από American Century σε American Cemetery χάρη στην οκνηρία των υπαλλήλων του, κι από ‘κει στα πολύ, πολύ ματωμένα υπαρξιακά, όταν ο Richie έρχεται μούτρο με μούτρο με τον θάνατο, στην πιο Scorsese-ική απ’ όλες τις σκηνές του επεισοδίου, η οποία, πέρα από την σπαρταριστά σουρεαλιστική ματιά στην άβυσσο της απόλυτης διαστροφής που προσφέρει, στήνει και έναν απ’ τους βασικούς αφηγηματικούς άξονες της σαιζόν που θα ακολουθήσει.

Ο Richie λοιπόν, σ’ αυτά τα δέκα επεισόδια της πιο πολυαναμενόμενης σειράς της σαιζόν, πέρα απ’ την κάθαρσή της εταιρείας του, θα παλέψει για την σωτηρία της ψυχής, που είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Ο Bobby Canavale, με τη μεγάλη, στρογγυλεμένη, αγουροξυπνημένη μουτσούνα που έχει για φάτσα του, καταφέρνει σε αξιέπαινο βαθμό να κάνει συμπαθή μέσα απ’ το δράμα του έναν ολότελα αντιπαθητικό, κωλοπετσωμένο χαρακτήρα, που απ’ τη σκληράδα της ζωής, έχει μετατραπεί σε μισάνθρωπο κωλοπαιδαρά. Με τη μετρημένη, γειωμένη ερμηνεία του, εντοπίζει και αναδεικνύει, έστω και αδιόρατα, μια κάποια ιντριγκαδόρικη ποιότητα στη διαφαινόμενη πορεία του, πράγμα καθόλου εύκολο, έτσι όπως περιβάλλεται από ένα τσούρμο καρικατουρίστικων τεράτων, σκιών και φαντασμάτων τα οποία θα πρέπει να σφαγιάσει, προκειμένου να φτάσει στη δική του κάθαρση.

Μέσα σ’ ένα φωνακλάδικο σκηνικό κατακερματισμένων αφηγηματικών νημάτων, με τις φαντεζί αναφορές και τα γυαλιστερά cameo, τα οποία ο Scorsese πετάει στον αέρα σα να βρίσκεται στο πρώτο κομμάτι του show ενός υπερφιλόδοξου ζογκλέρ, στο πρώτο δίωρό του το Vinyl μοιάζει να απλώνει στην οθόνη το μουσική αντίστοιχο μιας γενικευμένης κακοφωνίας, γοητευτικής στην αναρχία της, αλλά και κουραστικής ταυτόχρονα στην αναποφασιστική θολούρα της. Αν αυτό θα είναι το opening act μιας συναρπαστικής ροκ όπερας, ή ενός απογοητευτικού gig, μένει να φανεί βέβαια, αλλά για την ώρα αυτό το τραγούδι που πάει να σου παίξει, για την ιστορία ενός άντρα που θα παλέψει να βρει την αλήθεια και την αγνότητα μέσα σ’ έναν διεφθαρμένο κόσμο, δεν είναι πάντως και καμιά καινούρια μελωδία για τη ροκ σκηνή.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης