Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ένας απ’ τους μάλλον παρεξηγημένους των καιρών μας. Όταν ξεκίνησε, το 1974, όταν έκανε το μεγάλο του ντεμπούτο στις μεγάλες μας οθόνες, ο ερχομός του ήταν κάτι σαν μετεωρίτης: τα Χρώματα της Ίριδας (1974) ήταν ένα σοκ για τον ανθίζοντα τότε Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Μια ταινία που όμοιά της δεν είχε δει κανείς, το πρωτόλειο έργο του πιτσιρικά τότε σκηνοθέτη απ’ τη Μυτιλήνη, που μόλις είχε γυρίσει απ’ τα μακροβούτια του στις μπομπίνες της Γαλλικής Ταινιοθήκης, ενσωμάτωνε στα κάδρα του, στην ιστορία αυτού του άγνωστου που εισβάλει στο καρέ ενός διαφημιστικού για να χαθεί με την ομπρέλα του στη θάλασσα, όλη την παιγνιώδη υπαρξιακή μελαγχολία που θα κυλούσε σαν ενωτικός άξονας στο μετέπειτα έργο του. Κι όμως, 40 χρόνια μετά, και 18 ταινίες αργότερα, ο Παναγιωτόπουλος αντιμετωπιζόταν σαν ξεθυμασμένο κρασί. Ωστόσο, η μεθυστική γοητεία του ήταν, είναι και θα είναι πάντα εκεί.
Σα μια σύγχρονη σωκρατική αλογόμυγα, ο Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα εδώ για να τσιγκλίζει τις κοινωνικές μας βεβαιότητες. Και όπως το εδραίωσε στη δεύτερη ταινία του, τους αριστοτεχνικούς, πολυβραβευμένους, κι ακόμη και σήμερα σπαρταριστούς Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1976) (με τους οποίος απέσπασε και τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο, όπως και διακρίσεις στο Σικάγο και τη Θεσσαλονίκη), ο Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα εδώ, κυρίως για να ρίχνει ανελέητες δαγκωματιές στην αυταρέσκεια της μπουρζουαζίας, στη γυαλιστερή καθίζηση της αστικίλας, στην μιαρή κενότητα του εστετισμού. Στοιχεία που αποτελούσαν και την παλλόμενη καρδιά της ύστερης φιλμογραφίας του, απ’ το Beautiful People (2001) και το Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006), μέχρι την προπέρσινη Λιμουζίνα (2013) του, και την φετινή του Κόρη του Ρέμπραντ (2015).
Tην πιο άγρια μορφή της πήρε αυτή του η θεματική στο Delivery (2004): την σουρεαλιστική, σχεδόν μεταφυσική, βιτριολική του καταβύθιση στον κοινωνικό βόθρο της εξαθλίωσης των μεταναστών, των αστέγων και των εξαρτημένων, τους οποίους έκρυψε το χαλί της αληθωρίζουσας κοινωνικής μας ευδαιμονίας και ευμάρειας, για να στηθεί από πάνω το Ολυμπιακό Θαύμα της Αθήνας του 2004. Η ταινία, που έκανε το ντεμπούτο της στο Φεστιβάλ Βενετίας διεκδικώντας τον Χρυσό Λέοντα, και απέσπασε το βραβείο της FIPRESCI στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λίγους μήνες μετά (μετατρέποντας παράλληλα τον πρωταγωνιστή της, Θάνο Σαμαρά, σε δανδή του εναλλακτικού star system της χώρας), ξεχωρίζει ως η πιο οργισμένη, σκοτεινή στιγμή της φιλμογραφίας ενός σκηνοθέτη, που διακρινόταν για την αλέγρα στωικότητα με την οποία απάλυνε αυτήν την πανταχού παρούσα νοσταλγία μιας ακαθόριστης, μα προδιαγεγραμμένης μελλοντικής απώλειας.
«Ό,τι μεγάλο έγινε στην ανθρωπότητα, έγινε από τεμπέληδες», μού έλεγε πριν λίγο καιρό σε μια απ’ τις πιο απολαυστικές συνεντεύξεις που έχω σταθεί τυχερός να κάνω. Ο ίδιος όμως κάθε άλλο παρά τεμπέλης ήταν. Με τους ρυθμούς ενός ιδιότυπου Woody Allen, o Παναγιωτόπουλος είχε φτάσει να κάνει τελευταία σχεδόν μια ταινία το χρόνο, κι οι περισσότερες πάντα έξω στο δρόμο. «Οι άνθρωποι φαντασιώνονται ότι η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι το Λονδίνο ξερω ‘γώ, το Άμστερνταμ, το Παρίσι… Εμένα η πόλη μου είναι η Αθήνα», έλεγε, «και την αγαπώ. Γιατί σε κάθε γωνιά του δρόμου, έχω μια ανάμνηση. Εδώ γύρισα αυτήν την ταινία, εδώ γύρισα την άλλη, εδώ ερωτεύτηκα τη Μαριάννα… Αγαπώ αυτήν την πόλη, γιατί είναι η πόλη μέσα στην οποία ζω». Και για του λόγου το αληθές, δεν έχει υπάρξει Έλληνας σκηνοθέτης που να έχει δείξει τέτοια αγάπη στην Αθήνα όσο ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, που στις 17 ταινίες της 50χρονης καριέρας του, κινηματογράφησε την ελληνική πρωτεύουσα απ’ όλες τις γωνιές της, αγκαλιάζοντας τα όμορφα μαζί με τ’ άσχημά της, με την άκριτη ευγνωμοσύνη που αγκαλιάζει ένας γιος τη μάνα του. Απ’ τον Εργένη (1997) και το Αυτή η Νύχτα Μένει (2000), ως το Delivery (2004) και τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010), πέρα από σταθερή πρωταγωνίστρια στις ταινίες του, η Αθήνα είχε αναχθεί σε καλλιτεχνική ερωμένη του Παναγιωτόπουλου. Ένα είδος ζωογόνου δύναμης για τον παραγωγικότερο σκηνοθέτη της χώρας.
Άνθρωπος ήρεμος και σιωπηλός, όταν έτρεχε στην πόλη που τόσο αγάπησε, έμοιαζε να τρέχει για να προλάβει τον ίδιο το χρόνο. Σα να γύριζε κι ο ίδιος τις ταινίες του στην ταχύτητα του φιλμ: κάθε καρέ μια νέα ιστορία, κάθε ταινία ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Απ’ τη μαύρη κωμωδία δωματίου (Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας), στο εξωστρεφές νουάρ στις τέσσερις γωνίες της πόλης (Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου, Δεσμά Αίματος), από ‘κει στο μελόδραμα (Beautiful People, Μελόδραμα), κι ύστερα στο road movie (Όταν Έρχονται οι Φίλοι, Λιμουζίνα, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη), την screwball φαρσοκωμωδία (Τα Οπωροφόρα της Αθήνας, Η Κόρη του Ρέμπραντ) κι ακόμα και το μιούζικαλ (Αυτή η Νύχτα Μένει, Πεθαίνοντας στην Αθήνα). Και μέσα σ’ όλα βέβαια, μια ταινία που συνδύαζε, αλλά και αψηφούσε τα πάντα: Ο Εργένης (1997). Μαύρη κωμωδία, αγχωτικό ψυχόδραμα, αστυνομική περιπέτεια, κοινωνική αποδόμηση, όλα γύρω απ’ τον Στράτο Τζώρτζογλου, που κατέθεσε την ίσως κορυφαία, και σίγουρα πιο απαιτητική ερμηνεία της καριέρας του, κάτω απ’ τις οδηγίες του Παναγιωτόπουλου. Ενός σκηνοθέτη που, όπως του άρεσε να επαναλαμβάνει, το μόνο που ζητούσε απ’ τους ηθοποιούς του, ήταν «να παίζουν σαν κακοί ηθοποιοί».
Συναρπαστικός συνομιλητής, και σπάνιος φίλος για όσους είχαν την τύχη να τον θεωρούν τέτοιο, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έμοιαζε με κάθε του βήμα να προσπαθεί να επανεφεύρει τον εαυτό του και τη σχέση του με το σινεμά, και την ίδια ώρα να διεκδικήσει και να επανεπιβεβαιώσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Έφυγε από τη ζωή δραστήριος όπως πάντα, εν μέσω των γυρισμάτων της επόμενής του ταινίας. Άφησε όμως πίσω για κληρονομιά μια πλούσια φιλμογραφία, η σπουδαιότητα της οποίας έχει ίσως ξεθωριάσει, αλλά αξίζει σίγουρα να ανακαλυφθεί ξανά. Ενδεχόμενο που ο ίδιος ίσως να απέρριπτε, μιας και όπως είχε πει «δεν θα με χαλούσε η ζωή μου και οι ταινίες μου να είναι σαν τα ταπεινά λουλούδια, που ξεφυτρώνουν και χάνονται, σε μια υπέροχη απουσία σκοπών». Ή σαν μια ομπρέλα που καταπίνει η θάλασσα, γεμάτη με κύματα ατέλειωτων ιριδισμών.