Ηλία Ασλάνογλου, κυρ διευθυντά των δίσκων, πες μας μερικές ιστορίες…

Μπαίνοντας πριν λίγο καιρό στο σχετικά καινούριο στρατηγείο του Ηλία Ασλάνογλου, μου ήρθε κάπως αυτόματα στο νου το ρεφρέν των Thievery Corporation παρέα με τον David Byrne “Welcome to my spaceship/ It’s beautiful forever”. Όχι μόνο γιατί αυτός τους «έκανε» (τουλάχιστον δισκογραφικά) στη χώρα μας που τελικά έγιναν τόσο δημοφιλείς, αλλά και γιατί αυτή η σοφίτα από την οποία λειτουργεί το τελευταίο του δημιούργημα, τη Rockarolla Records, μοιάζει κάπως σαν ένα εξωκοσμικό ησυχαστήριο έχοντας διασχίσει όλη τη γυάλινη Βωβούπολη μέχρι το Πάτημα Χαλανδρίου. Πατάς το κουδούνι, ανεβαίνεις μερικούς ορόφους και μπαίνεις στον κόσμο του. Ξύλινα πατώματα, ένας δυο μεγάλοι πάγκοι, μια δυο πολυθρόνες, αμέτρητα ατάκτως εριμμένα promo CDs, προσεκτικά τοποθετημένα βινύλια, το πικάπ, ενισχυτές, ηχεία everything in its right place. Και τα στρογγυλά παράθυρα με την αττική θέα να πιάνουν λίγο τον απόηχο του κόμβου της Δουκίσσης Πλακεντίας, αλλά και παράλληλα να μοιάζουν με φινιστρίνια διαστημόπλοιου ενισχύοντας την αίσθηση της απομόνωσης. «Όλοι παθαίνουν πλάκα με τον χώρο και μου λένε ότι θέλουν να έρχονται να αράζουν ή ακόμα και να δουλεύουν. Κι εγώ τους λέω “ελάτε”, άμα έχει μουσική και κουβέντα, εγώ δεν έχω πρόβλημα». 
Ο Ηλίας είναι στο κόλπο σχεδόν 35 χρόνια. Έχει περάσει απ’ όλα τα πόστα της δισκογραφίας σε μια πολύ τυπική εκδοχή μιας ζωής απόλυτα συνυφασμένης με τη μουσική. Με την καλή και με την κακή πλευρά. Οι περισσότεροι τον θυμάστε να τραγουδά ελληνικά με τους Magic de Spell, οι παλιότεροι να τραγουδάει κι αγγλικά με τους Magic de Spell, οι μυημένοι (κι επίσης παλιότεροι) έχετε αγοράσει κάποιον δίσκο που σας πρότεινε στο Happening, οι νεότεροι έχετε αγοράσει κάποια συλλογή του από τότε που όλη η Ελλάδα ήταν ένα μπαρ με λευκούς καναπέδες, κάποιοι του χρωστάτε τους Calexico, εμείς του «χώρου» ανοίγουμε με περιέργεια τα mails του με προτεινόμενα κομμάτια για να βάλουμε στις εκπομπές μας ή με νέες μπάντες για να γράψουμε γι’ αυτές. Με τη Rockarolla, ο Ασλάνογλου ξαναπήγε full indie. Φέρνει στην Ελλάδα πράγματα που δε χωράνε στα φύλλα excel των πολυεθνικών. Από τον κατάλογο της Ninja Tune στους εσχάτως πολυαγαπημένους του ελληνικού κοινού Allah-Las κι από τις σταθερές αξίες των The Heavy, Sebastien Tellier στους dance regulars Sasha και Tiga και στους ανακάμψαντες Gang of Four. Και πολλά πολλά ακόμη. Την κουβέντα μας όμως την ξεκινήσαμε από κάτι που ίσως αγνοούσατε, τον σπουδαίο θείο του που λεγόταν Γιώργος Ζαμπέτας

Για μένα ο Ζαμπέτας ήταν πάνω απ’ όλα ο θείος μου. Το πατρικό μου στο Αιγάλεω ήταν δίπλα στο σπίτι του. Μας χώριζε μια συκιά κι ένας τοίχος. Δεν είχα συναίσθηση του μεγέθους του. Τον έζησα στην πτώση του, λίγο πριν κάνει μια τελευταία αναλαμπή στο τέλος της καριέρας του. Θυμάμαι κυρίως πόσο αγαπητός ήταν. Βοηθούσε τους πάντες – έβγαζε κόσμο από τη φυλακή, άλλους τους χαρτζιλίκωνε, ήταν εκεί για όσους τον είχαν ανάγκη. Δεν ήταν εφετζής, όταν τον έπεισε η γυναίκα του να φύγουν από το Αιγάλεω και πήγανε σε μια πολυκατοικία στα Πατήσια, δεν άντεξε παρά λίγες εβδομάδες και τη μάζεψε να γυρίσουν πίσω. Άλλωστε «δε θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες» τραγουδούσε. Όταν πέθανε, κατάλαβα το μεγαλείο του. Ναι, μεν τον έβλεπα π.χ.να παίζει στη Γιορτή του Κρασιού, αλλά ήμουν ήδη ρόκερ, ήμουν ήδη αλλού. Κάποια στιγμή, όταν πρωτοϋπέγραψα στη Music Box (που ήταν κι αυτός εκεί) ήρθε στη μητέρα μου και της είπε να μου πει να κάνουμε κάτι μαζί, «είναι καλός ο Ηλίας». Εγώ, μέσα στην τρέλα της στιγμής και της νιότης, δεν μπορούσα να σκεφτώ πώς θα τον συνδυάσω με τους Joy Division. Λάθος μου μεγάλο, φυσικά.

Στο σπίτι μου ακούγανε ελληνικά λαϊκά, αλλά και γαλλικά, λίγο ροκ εν ρολ. Χορεύανε πολύ, είχαν πάρει και κάτι βραβεία σε διαγωνισμούς όταν ήταν πιο μικροί στους Αμπελόκηπους που είχαν μεγαλώσει και ήταν ανοιχτοί και στα «ξένα».

Έπαθα σοκ το 1973 όταν άκουσα το σάουντρακ του Jesus Christ Super Star και το Epitaph των King Crimson. Μετά μπήκα πολύ στο glam με Alice Cooper, David Bowie, Roxy Music. Φυσικά, άκουγα και πολύ Γιάννη Πετρίδη. Τη σφαλιάρα την έφαγα κι εγώ με το punk. Μέχρι να σκάσει ήμουν απλά ακροατής και συλλέκτης, μετά από αυτό αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική. Δεν είχα μέχρι τότε κάποια παιδεία, λίγο πιάνο είχα μάθει αλλά κι αυτό το βαρέθηκα γρήγορα και το παράτησα. Το είχα όμως ως performer κι απόφάσισα να εξελίξω αυτήν την ιδιότητα «σε βάρος» κάποιου οργάνου.

Ως φοιτητής Βιομηχανικής Πειραιά πήγαινα πολύ στον Μουσικό Οίκο Ζοζέφ. Εκεί γύρω στο 1977-78 άκουσα το 801 Live των Eno-Manzanera και βέβαια το ντεμπούτο των Stranglers που με συγκλόνισε. Μ’ άρεσε το στήσιμό τους, οι φάτσες τους, ο Μπαρνέλ, αυτό το υψωμένο δάχτυλό τους προς κάθε κατεύθυνση. Αλλά, και μουσικά, επειδή προερχόμουν από progressive και glam με εξίταραν γιατί είχαν πολλά πλήκτρα. Ήταν πιο μελωδικοί, πολυεπίπεδοι, χωρίς να χάνουν όμως σε τσαμπουκά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πέρασα από διάφορες δουλειές, αρχές 80s π.χ. 20 χρονών δούλευα στη Hoover με τις σκούπες. Επειδή ήταν κοντά, πήγαινα συχνά στο Jazz Rock (Βησσαρίωνος και Σίνα) και μια μέρα που αγόραζα το Kilimanjaro των Teardrop Explodes, o Τάσος Κάκος –μια θρυλική μορφή που μας έμαθε πολλή μουσική- μου είπε ότι το Happening ψάχνει άτομο και με είχε προτείνει. Πήγα λοιπόν, όχι πολύ ορεξάτος γιατί άλλα ήταν τα δισκάδικα της αρεσκείας μου (π.χ. το Music Corner στην Πανεπιστημίου που δούλευε ο Τζίμης ο Spliff, μετέπειτα παραγωγός των Last Drive), και με προσέλαβε ο Δημήτρης Κερασιώτης. Εκεί γνωρίστηκα με τους Magic de Spell που έρχονταν ως πελάτες, τον Θοδωρή Βλαχάκη και τον Γιώργο Σκαρλάτο. Είχε έρθει μια μέρα το σινγκλάκι του “Transmission” των Joy Division, το έβαλα στο πικάπ του μαγαζιου κι άρχισα να τραγουδάω από πάνω. Ήταν κάτι που συνήθιζα. Με άκουσαν και μπήκα στο γκρουπ. Ήταν ένα punk συγκρότημα που έψαχνε τραγουδιστή. Είχαν δοκιμάσει με τον Αλέκο Κυριακάκη και τον Γιάννης Ντρενογιάννη, αλλά δεν τα είχαν βρει. Πήραμε λοιπόν μια απόφαση, έξω η κιθάρα (που έπαιζε ο Γιώργος Αλαχούζος, από τα αδέρφια που ειδικεύθηκαν μετά στα ειδικά εφέ) μέσα τα πλήκτρα. Μπάσο-συνθ-ντραμς-φωνή. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα.

Αν κάτι με έσωνε στις πρώτες μέρες των Magic de Spell, πριν αναπτύξω και μάθω να διαχειρίζομαι τη φωνή μου, ήταν η σκηνική μου παρουσία. Ενστικτώδης μεν, αλλά απαραίτητη και χρήσιμη για την εικόνα ενός γκρουπ που τότε προσπαθούσε κάπως να σταθεί. Ας πούμε, στο Τριήμερο στο Σπόρτινγκ που παίξαμε πριν τους Fall, αν δεν στεκόμαστε αξιοπρεπώς θα μας πέταγαν λεμόνια.

Μου λέει τότε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας που ήταν μέλος της PLJ Band: «Ηλία τέλος, να πάει να γαμηθεί. Δε θα αφήσουμε τον Νταλάρα να αλωνίζει και να παίρνει όλα τα λεφτά. Το γυρίζουμε στον ελληνικό στίχο». Κι έτσι γεννήθηκαν οι Τερμίτες.

Οι ιστορίες από τα 80s είναι πραγματικά μυθικές. Και πολύ αστείες. Μια φορά στην Στυλίδα δε μας πλήρωσε ένας μαγαζάτορας και τον κυνηγάγαμε με τα ντέξιον που κουβαλούσαμε για να στήνουμε τα keyboards. Μια άλλη φορά είχαμε πάει να παίξουμε στο Λαύριο, την εποχή που είχαμε βγάλει το Kiss the Mirror, και διακόπηκε η συναυλία λόγω προβλήματος με το ρεύμα. Ξαναπήγαμε την επόμενη εβδομάδα και δεν πάτησε ψυχή, δεν είχε γίνει καθόλου promo. Μαζί μας έπαιζε η PLJ Band. Μου λέει τότε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας που ήταν μέλος της: «Ηλία τέλος, να πάει να γαμηθεί. Δε θα αφήσουμε τον Νταλάρα να αλωνίζει και να παίρνει όλα τα λεφτά. Το γυρίζουμε στον ελληνικό στίχο». Κι έτσι γεννήθηκαν οι Τερμίτες.

Κάποτε στα Μέγαρα, μας εχει στείλει η Music Box να παίξουμε σε ένα παλιό σινεμά. Half play-back, κιόλας, γιατί βιντεοσκοπούταν για την τηλεόραση. Πριν από μας έπαιζε ο Σαλαμπάσης σε κοινό με παπάδες, αστυνομικούς, νοικοκυραίους. Βγαίνουμε εμείς μετά; πέτσινα, βαμμένοι, με μια σκηνική παρουσία που δεν είχαν ξαναδεί κι έπαθαν σοκ. Πολύ συνηθισμένη κατάσταση για τα πρώτα χρόνια των 80s. Φυσικά, το γουστάραμε, γιατί αυτός ο κόσμος ήταν η διαχωριστική μας γραμμή αρχής γενομένης από τους γονείς μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αξίζει όλο αυτό το revival που συμβαίνει με την ελληνική σκηνή των 80s για να τη δουν εκείνοι που τη χάσανε. Συνέβη πριν από το διαδίκτυο, πριν καν την ελεύθερη ραδιοφωνία κι έτσι υπήρξαν μερικά καλά κρυμμένα μυστικά είτε στο Αιγάλεω, είτε στο Παγκράτι, είτε στη Λαμία και τη Θεσσαλονίκη, κι εγώ δε ξέρω που αλλού. Τώρα όλα αυτά ο κόσμος θέλει να τα ξαναμάθει, γιατί αποτελούν ρίζες. Δεν ήταν ρίζες μόνο ο Σιδηρόπουλος και ο Πουλικάκος που τους ακούγαμε και παθαίναμε πλάκα. Πρόκειται για μια σκηνή που είχε μείνει τότε σε ένα μικρό κοινό και τώρα έρχονται και γεμίζουν τις συναυλίες παιδιά που είναι κάτω από 30. Που είναι μικρότεροι δηλαδή από την ηλικία των δίσκων. Έχουν δηλαδή μια νοσταλγία, όπως είχα και εγώ στα νιάτα μου, για πράγματα που δεν έζησαν. Αυτό για μένα είναι καλό.

Ισχύει ότι οι περισσότερες από τις τότε ηχογραφήσεις είναι πρόχειρες. Δεν υπήρχαν τα μέσα και η εμπειρία. Είναι χαρακτηριστική, ας πούμε, η ιστορία εκείνου του ηχολήπτη που λίγο πολύ διέλυσε μια σκηνή, γιατί κάποιοι δίσκοι βγήκαν με διαφορετικές συχνότητες απ’ οτι έπρεπε (ο οποίος μετά έγινε σουπερ ντούπερ, πολύ καλύτερος απ ότι εμείς το φανταζόμασταν τότε). Ήταν το στούντιο έτσι ηχοβολισμένο που έπαιζες πιάνο, μετά άκουγες την κασέτα και δεν υπήρχε πουθενά. Όλοι μας μαθαίναμε στου κασίδη το κεφάλι και ο κασίδης ήταν τα συγκροτήματα.


Ο Ηλίας Ασλάνογλου παίρνει συνέντευξη το 1993 από τον Ζαν Ζακ Μπαρνέλ των Stranglers για το περιοδικό Budo & Sport. Βασικό της θέμα, το καράτε!

Πολύς κόσμος, ακόμα και σήμερα, δεν έχει καταλάβει ότι έχω φύγει από τους Magic de Spell. Μέχρι κι ανθρωποι της δισκογραφίας. «Ο Πιο Καλός ο Μαθητής» δημιούργησε αυτό το τεράστιο crossover στα 90s, αν δεν υπήρχε π.χ. μπορεί να μην είχε ακουστεί ποτέ το «Διακοπές στο Σαράγεβο». Ως tribute στο Ζαμπέτα έπεσε η ιδέα στο τραπέζι, αλλά κανείς δεν ήξερε ότι θα κάνει επιτυχία. Επίσης, δεν είχαμε ξανακάνει κάτι τέτοιο, οι διασκευές που κάναμε στα 80s με τους Magic de Spell (ή και με τους Alice in a Nightmare, ένα άλλο γκρουπ που είχαμε φτιάξει στα τέλη εκείνης της δεκαετίας) ήταν αγγλόφωνα κομμάτια που αγαπούσαμε και τα διασκευάζαμε πρώτα για να μάθουμε να παίζουμε και δεύτερον για να τα πειράξουμε

Ήταν ένα θέμα στη δεύτερη περίοδο των Magic de Spell σε ποια γλώσσα θα τραγουδήσουμε. Ήταν σταυροδρόμι για το αν θα πάμε καλύτερα ή θα απαξιωθούμε πλήρως. Ευτυχώς εγκαταλέιψαμε μια αρχική ιδέα να κάνουμε ένα EP μισό μισό και τελικά πήραμε τη μεγάλη απόφαση. Δεν πιστέυαμε την επιτυχία όταν ήρθε, αλλά ότι λεφτά βγάλαμε τα φάγαμε μέσα στο γκρουπ. Δεν είχαμε μάνατζερ, ήμασταν οι μάνατζερ του εαυτού μας.

Ήταν μεγάλη στιγμή όταν συνεργαστήκαμε με τον Ζαν Ζακ Μπαρνέλ των Stranglers. Ήρθε, έκανε παραγωγή, τραγούδησε, έπαιξε μπάσο, μας βοήθησε πολύ. Και το κυριότερο: εγώ προσωπικά είχαν έναν άνθρωπο που θεωρούσα ημίθεο στην δεκαετία του 80’ να μου κάνει παραγωγή στα 90s.

Όταν έφυγα από τους Magic de Spell το 1997, ξεκίνησα ένα project με τον Σάββα Υσάτη, ο οποίος σύμφωνα με την Wikipedia είναι ο πιο αναγνωρίσιμος Έλληνας στην ηλεκτρονική μουσική μετά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Σήμερα ζει μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης. Φτιάξαμε τους Αλλού, αλλά δεν μπορούσαμε να παίξουμε live. Δεν υπήρχαν οι υποδομές, τα περισσότερα μαγαζιά δεν είχαν καν sub woofer. Μας πέταγαν στο booth του DJ, αλλά εκεί δεν μπορούσαμε να έχουμε σκηνική παρουσία και να εκτελέσουμε αυτό που είχαμε σχεδιάσει. Δε θέλαμε να βάζουμε ένα cd να παίζει κι εγώ να τραγουδάω από πάνω. Είχε κάνει μια μικρή επιτυχία το single, όμως δεν μπορέσαμε να το εισπράξουμε.

Όσο πιο μικρή είναι η πίτα, τόσο πιο πεινασμένα είναι τα σκυλιά. Ήταν και είναι κανόνας αυτός για το ελληνικό underground.

Η πρώτη μου δουλειά σε label ήταν στην Eros του κουμπάρου μου Στέλιου Φωτιάδη (των Νοστράδαμος), γύρω στο 1992-93. Eίχε αλλάξει πολύ το τοπίο, είχε βγει η ηλεκτρονική μουσική που μέχρι πρότινος ένα διαχωριστικό σύνορο. Κάποιοι το πέρασαν, δεν ήταν μόνο οι πιτσιρικάδες που την αγκάλιασαν επειδή ήταν το δικό τους κλικ εκείνη την στιγμή κι έβγαιναν και περιοδικά που την υποστήριζαν κτλ. Αλλά ήταν και κάποιοι παλιότεροι που ήδη άκουγαν synth συγκροτήματα όπως οι Kraftwerk ή είχαν περάσει από τους νεορομαντικούς των 80s με Fad Gadget και Depeche Mode.

Με την Eros Music, ανοίξαμε κάποια είδη στο ελληνικό κοινό. Το ethnic, ας πούμε, με τις συλλογές Ethnic Odyssey, αλλά και τον ευρύτερο ήχο του lounge/chill out με τις συλλογές Café Paradiso. Ταλαιπωριόμουν πολύ για να τις φτιάξω. Έβαζα από Tangerine Dream των 70s σε Durutti Column των 80s και St. Germain ή Nova Nova που ήταν τότε της εποχής. Δεν περίμενα να πουλήσουν. Στην πραγματικότητα, ήταν η εξέλιξη αυτού που έκανα στο Happening ως πωλητής. Και δεν ήταν μόνο οι δικές μου. Από τις 11 δουλειές που έχει κυκλοφορήσει ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος, τις 9 τις κάναμε μαζί.

Ως μεγαλύτερες επιτυχίες όσον αφορά τα γκρουπ θεωρώ ότι πέρασα τους Thievery Corporation και τους Calexico. Κι αυτός που πίστευα, αλλά δεν μπόρεσα να τον «πουλήσω» ήταν ο Laurent Garnier. Συγκεκριμένα το άλμπουμ 30. Δεν έπιασε, παρότι κυκλοφορούσε σε μια τρομερή συσκευασία, είχε φανταστικά βίντεο κλιπ και ο ίδιος ήταν αφεντικό της F-Communications. Έπαιζε ένα intellectual techno που δεν μπορούσε να περάσει ούτε καν στα clubs που είχαν πάει αλλού (από house μέχρι psychedelic trance). Τον γουστάρω ακόμα πάντως, φοβερός τύπος.

Στην Eros είχα λόγο και για έλληνες καλλιτέχνες πέραν του λαϊκού ρεπερτορίου. Κάπως έτσι ηρθε ο Κωνσταντίνος Βήτα για το Για Σένα Με Αγάπη. Υπήρχε η εκτίμηση, η συμπάθεια και η εμπιστοσύνη ότι θα πάμε εκεί που είναι ο Ηλίας και ξέρει τι θέλουμε ως καλλιτέχνες γιατί έχει κι αυτήν την ιδιότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το βασικό συμπέρασμά μου από όλα τα χρόνια στη δισκογραφία είναι ότι σε έναν κόσμο που οι μέτριοι επιβάλλουν την άποψή τους κάποιος που μπορεί να κάνει τη διαφορά δεν έχει θέση. Το έζησα αυτό, δουλεύοντας και στο μεγαθήριο που λέγεται Sony (μετά την Eros). Βέβαια, γνώρισα πολύ καλούς μουσικούς και άκουσα πολλή καλή μουσική (αλλά και πολλές μπούρδες) και αυτό με βοήθησε στο να μπορέσω να καθορίσω κι εγώ τον χαρακτήρα μου. Μπορώ να πω ότι έχοντας κάνει επιτυχία είχα καβαλήσει και λίγο το καλάμι. Αυτόγραφα, ενδιαφέρον από τα media κτλ., δε γίνεται να το αποφύγεις. Το λέω συχνά όμως, όσο πιο μικρή είναι η πίτα, τόσο πιο πεινασμένα είναι τα σκυλιά. Ήταν και είναι κανόνας αυτός για το ελληνικό underground. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν άνθρωποι στις δεκαετίες των ‘70, ‘80 κι ‘90 στις δισκογραφικές, αλλά και στα media, που είχαν στηρίξει πράγματα και καλλιτέχνες τα οποία πουλάνε ακόμα. Αυτό πλέον είναι δύσκολο να γίνει. Γιατί στη μεγάλη δισκογραφική πια, είναι όλοι αναγκασμένοι να ακολουθήσουν τις επιταγές που θα στείλει το κεντρικό. Και καμιά φορά αυτές μπορεί να εξαρτώνται απλά και μόνο από την αγωνία ενός υψηλόβαθμου στελέχους να πιάσει το μπόνους ή να σώσει την καρέκλα του. Μερικές φορές γι’ αυτό φαίνονται ακατανόητες κάποιες επιλογές και μοιραία πολλοί καλλιτέχνες στρέφονται σε μικρότερες εταιρείες για μεγαλύτερη ελευθερία. Για να γίνουν τα διαμάντια στο στέμμα τους.

Είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει ξανά ένα ρεύμα αντίστοιχο με εκείνο που έφερε το punk ή το hip hop. Παίζει τρομερό ρόλο πια η τεχνολογία και η παράγωγη.

Στο φινάλε μην ξεχνάς ότι όλοι θέλουμε να αναπαράγουμε αυτά που έχουμε αγαπήσει. Για μένα αυτή ήταν η δουλειά μου. Η μουσική, δηλαδή η δισκογραφία. Από αυτό έζησα, πότε δεν ήμουν ποτέ κάτι άλλο.

Με την Rockarolla ήθελα να κάνω μια εταιρεία την οποία θα τρέχω εγώ. Τόσο απλά. Έτσι κι αλλιώς, ούτε ψαράς είμαι ούτε σουβλάκια ξέρω να τυλίγω. Αυτό ξέρω να κάνω. Έχουμε φάει μεγάλη σφαλιάρα ως χώρα, και ο πολιτισμός ειδικότερα, όμως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ανοίγουν δισκάδικα (ακόμα και εξειδικευμένα on-line). Με αυτούς εγώ μπορώ να δουλέψω, να συνυπάρξω. Να ζήσω από αυτό που αγαπώ χωρίς να κάνω τις εκπτώσεις που έκανα ως υπάλληλος σε άλλες μεγαλύτερες εταιρείες στο παρελθόν, αλλά και παράλληλα προσαρμοσμένος στην ιδιατερότητα της τρέχουσας συγκυρίας. Θέλω να αντιπροσωπεύσω ανεξάρτητα labels κι ανεξάρτητους καλλιτέχνες στην Ελλάδα και να τους «περάσω», όπως έκανα και στο παρελθόν. Στο φινάλε μην ξεχνάς ότι όλοι θέλουμε να αναπαράγουμε αυτά που έχουμε αγαπήσει. Για μένα αυτή ήταν η δουλειά μου. Η μουσική, δηλαδή η δισκογραφία. Από αυτό έζησα, πότε δεν ήμουν ποτέ κάτι άλλο.

Τα έχω απομυθοποιήσει τα πράγματα εδώ και καιρό. Δε φτάνει να βρω ένα άλμπουμ που θα το πάρουν 1500 άνθρωποι. Πρέπει να βρω δέκα πια για να φτάσω αυτά τα νούμερα. Να σου δώσω ένα παράδειγμα: στα 80s το 80% των δίσκων των Jesus and Mary Chain τα έφερνε το Happening. Τα σπρώχναμε με ζήλο γιατί έτσι πιστεύαμε ότι έπρεπε. Κάποιοι το θυμούνται, π.χ. ο Alex K των Last Drive μου λέει καμιά φορά «αν δεν ήσουν εσύ εκεί να μας τα δίνεις, θα ήμασταν τυφλοί» και τον ευχαριστώ πολύ για αυτό. Υπάρχει κι άλλη μια φοβερή ιστορία που έρχεται ένας τύπος και μου λέει «γεια σας έχετε τον καινούργιο δίσκο του Πάριου;», του απαντάω «με συγχωρείτε, εμείς εδώ δεν έχουμε ελληνικά πηγαίνετε λίγο δίπλα στο Jazz Rock και θα το βρείτε». Ε, και μετά ζήτησε το Ιf I Die, I Die των Virgin Prunes. Στην πραγματικότητα αυτό είχε έρθει να πάρει, τα Νησιώτικα του Πάριου ήταν υποχρέωση και μετά ήθελε να «καθαρίσει» την αγοραστική του υπόληψη. Κάπως έτσι όμως με μια τέτοια «ηθική» από την πλευρά του πελάτη, έκαναν σοβαρά νούμερα πωλήσεων οι δίσκοι.

Η βιομηχανία έχει γίνει βιοτεχνία. Κι εγώ είμαι πια βιοτέχνης.

Παναγιώτης Μένεγος