Οσοι είχαμε δει στο περυσινό Φεστιβάλ Αθηνών την παράσταση «Περσόνα / Μετά την πρόβα» που σκηνοθέτησε ο Βέλγος Ιβο βαν Χόβε, περιμέναμε με πραγματική ανυπομονησία την πρώτη του παρουσία στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, με την ενιαία παράσταση δύο τραγωδιών του Ευριπίδη, «Ηλέκτρα / Ορέστης» και με τους ηθοποιούς της Comedie-Francaise, στη δεύτερη συνεργασία του με το ιστορικό γαλλικό θέατρο (είχαν προηγηθεί οι «Καταραμένοι» το 2016, που άνοιξε το Φεστιβάλ της Αβινιόν).
Ενα λιτό και δυναμικό σκηνικό είχε στηθεί στην ορχήστρα, που είχε σκεπταστεί από λάσπη. Μια απλή καλύβα, τετράγωνη, σκοτεινή, σαν κελί φυλακής με μόνο άνοιγμα την πόρτα, κι ένας υπερυψωμένος διάδρομος που συνέδεε αυτό το ζοφερό περιβάλλον με τον έξω κόσμο. Είναι το νέο σπίτι της Ηλέκτρας, μετά τον φόνο του πατέρα της Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, είναι το σπίτι του άντρα της, ενός απλού και καλοκάγαθου βοσκού, με τον οποίο οι νέοι βασιλείς της επέβαλαν να συνεχίσει τη ζωή της. Η Ηλέκτρα, η Ηλέκτρα της Sulian Brahim, η πιο απελπισμένα οργισμένη Ηλέκτρα, η πιο ανυπότακτη, η πιο εξεγερμένη, βίαιη και αληθινή Ηλέκτρα που έχουμε δει, δεν έχει ξεχάσει τίποτα απ’ όσα άλλαξαν τη ζωή της και το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να εκδικηθεί. Το μίσος της διατηρείται άσβεστο και γιγαντώνεται όταν φτάνει εκεί ο εξόριστος αδελφός της Ορέστης και ο πιστός του φίλος, ο Πυλάδης. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι -μια ομάδα με όραμα τη βίαιη παρέμβαση- σκέφτονται μόνο με μίσος, δρουν με εκδικητική βία, και καταστρέφουν όχι μόνο τις ζωές εκείνων που μισούν, αλλά και τις δικές τους. Ο κύκλος της βίας και του μίσους έτσι περπατάει.
Αυτή τη γνωστή ιστορία αφηγήθηκε στην ορχήστρα της Επίδαύρου ο Ιβο βαν Χόβε, ενοποιώντας τις δύο τραγωδίες και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της βίας, μέσω του ρεαλισμού, μέσω του χορού, μέσω της μουσικής, μέσω των φωτισμών. Και φυσικά μέσω των ηθοποιών της Κομεντί Φρανσαίζ, που έκαναν όλα εκείνα τα πρόσωπα του μύθου των Ατρειδών να μοιάζουν σημερινοί χαρακτήρες, με γνώριμες και αναγνωρίσιμες συμπεριφορές. Κι αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη «παρέμβαση» και ανατροπή του Ιβο βαν Χόβε στην τραγωδία. Εκανε όλους αυτούς ήρωες με σάρκα και οστά, τους έκανε κάποιους να μας θυμίζουν. Ο Μενέλαος ήταν ο ψοφοδεής που καταφεύγει στη διπλωματία της επιβίωσης, που δεν ταράσσει με τίποτα τον ρυθμό της δικής του ζωής και τα προνόμιά του. Ο Τινδάρεως, έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερος ρόλος, εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που επιμένει να τηρεί τις αρχές του («Με όλη μου τη δύναμη θα στηρίζω το νόμο»), έχει τη σοφία της ηλικίας του («Πράξη που σου επιβάλλει η ανάγκη, δεν είναι ελεύθερη»), γυρνάει την πλάτη στη βία όσο και στο συναίσθημα (οι φονιάδες της κόρης του είναι εγγόνια του). Η Κλυταιμνήστρα και η Ελένη (ευφυές το εύρημα να ερμηνεύσει τους ρόλους των δύο αδελφών η ίδια ηθοποιός, με το ίδιο κοστούμι, αλλά με διαφορετικό κόσμημα)· σιωπηλός και παρών, με το δέος να τον ξεπερνάει απ’ όσα βλέπει να συμβαίνουν είναι ο πιστός γέροντας Μυκηναίος (ο απλός άνθρωπος, που δεν μπορεί να συλλάβει τις ακραίες συμπεριφορές). Ο Ιβο βαν Χόβε έκανε τις πράξεις τους εικόνες, οι οποίες -φευ- είναι πια οικείες, στην τέχνη και στη ζωή. Ετσι, και στο περιβάλλον της Ηλέκτρας και του Ορέστη, το αίμα είναι παντού, η σκληρότητα, η απείθεια και η αναίδεια υπερτερούν έναντι της ήρεμης σκέψης, οι ακρότητες περισσεύουν (η Ηλέκτρα ευνουχίζει το νεκρό σώμα του Αίγισθου).
Οσο για τους τρεις νέους που διακατέχονται από μίσος, επιθυμούν την εκδίκηση και δεν βλέπουν τίποτα άλλο γύρω τους, την Ηλέκτρα, τον Ορέστη και τον Πυλάδη, είναι οι εγκλωβισμένοι σε μια οικογένεια που επιβάλλει, καταπιέζει, ακυρώνει, υποτιμά. Και θεωρούν ότι η βία και η εκδίκηση είναι η μόνη τους διέξοδος, όταν τίποτα δεν υπάρχει να τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Οι Ατρείδες, η οικογένεια, οι μεταξύ τους σχέσεις αλληλοϋπονόμευσης και δόλου είναι η κοινωνία. Γι’ αυτό και όσοι μπαίνουν στο κέλυφος όπου κατοικεί η βίαιη διάθεση, το αίμα και ο φόνος, εισέρχονται με τα ρούχα των κανονικών ανθρώπων, όλοι με μπλε κοστούμια, ακόμα κι ο Ορέστης με τον Πυλάδη. Μέχρι που λερώνονται κι αυτά στη λάσπη…
Ο μύθος λέει ότι όταν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο εμφανίζεται ο από μηχανής θεός, αυτός που τα ανακάτεψε εξ αρχής όλα. Ο Απόλλων, αλαζών και αυτάρκης, (εξαιρετικός ο Gael Kamilindi) δίνει θετική προοπτική και ανάλαφρο happy end για τον καθένα από εκείνους που έχουν πάρει μέρος στους φόνους, στη βία, στη διάλυση του ιστού μιας οικογένειας, επιχειρώντας να τους τακτοποιήσει όλους μ’ έναν γλυκερό και παραμυθητικό τρόπο. Είναι η στιγμή που η ομάδα των τριών νέων, σε απόλυτη παράκρουση πανικού, είναι πάνω στο παλάτι -στην ταράτσα, στο χείλος- και ετοιμάζεται να σφάξει την αθώα Ερμιόνη, γιατί δεν έχει άλλο τρόπο να εκβιάσει τον Μενέλαο να τους σώσει από την τιμωρία των Αργείων. Μα λύνονται τα βαθιά προβλήματα με μαγικό ραβδί; Οχι φυσικά, λέει ο Ιβο βαν Χόβε. Κι όταν ο Απόλλων, απολύτως ευχαριστημένος με την παρέμβασή του στρέφει την πλάτη, ο μητροκτόνος Ορέστης ολοκληρώνει αυτό που ξεκίνησε. Σκοτώνει την Ερμιόνη, γιατί οι κύκλοι της βίας και της παράνοιας γύρω μας δεν κλείνουν με μαγικά ραβδιά, ούτε με από μηχανής θεούς. Κι ήταν αυτή η κορυφαία στιγμή της παράστασης, ήταν η στιγμή που ο Βέλγος σκηνοθέτης συνομίλησε μεγαλειωδώς με το αρχαίο κείμενο, αποκάλυψε με μία δραματουργική όσο και ιδεολογική παρέμβαση τον τρόπο που το πλησίασε, έδειξε ότι αυτό που αναζήτησε στο κείμενο του Ευριπίδη ήταν πώς η ιστορία των Ατρειδών μπορεί να «μεταφραστεί» στις σημερινές κοινωνίες.
Και διάλεξε σπουδαίους συνεργάτες για κάθε «λεπτομέρεια» αυτής της ιστορίας που αφηγήθηκε. Τη μουσική (Eric Sleichim), με τύμπανα και γκόνγκ που υπογράμμιζαν ανατριχιαστικά, έντονα, πένθιμα, κάθε φάση της εξέλιξης. Με εκκωφαντική ένταση στους φόνους, με ανεπαίσθητο ξίσιμο της επιφάνειάς των τυμπάνων, που δήλωνε την απελπισία, τον πανικό, το αδιέξοδο. Με κάποιους ήχους που έμοιαζαν να έρχονται από διάφορα σημεία του θεάτρου και συμμετείχαν, με διαφορετικό τρόπο, σε κάθε στιγμή της δράσης).
Οσο για την κίνηση που απολαύσαμε στο χορό -όχι στη διάρκεια που θα θέλαμε είναι η αλήθεια- (χορογραφία Wim Vandekeybus) ήταν βακχική, ζωώδης, καθηλωτική, με κορυφαία (και) στην κίνηση την Ηλέκτρα. Δεν ήταν οι μόνοι. Ο καθένας από τους συντελεστές αυτής της παράστασης έκανε ακριβώς αυτό που είχε οριστεί να κάνει. Με ακρίβεια, με πάθος, με επαγγελματισμό, με ταλέντο.
Γι’ αυτό και στο τέλος οι περίπου 4 χιλιάδες θεατές της Παρασκευής και οι περίπου 6 χιλιάδες θεατές του Σαββάτου αποθέωσαν όλους όσοι ήταν εντός και εκτός της ορχήστρας και συμμετείχαν σ’ αυτήν παράσταση. Χειροκροτούσαν όρθιοι και με ενθουσιασμό μία από τις παραστάσεις που σίγουρα προσμετρώνται σε όσες θα θυμόμαστε, συνολικά όχι μόνο φέτος, από το αρχαίο δράμα.