Είναι από τις τραγωδίες που έχουμε δει οι περισσότεροι, παραπάνω από δύο φορές -προσωπικά δεν θυμάμαι πια πόσες. Και ποτέ δεν αρνούμαστε να ξαναδούμε. «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που φέτος σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και έκανε το μόνο sold out της φετινής Επιδαύρου με τον Δημήτρη Λιγνάδη στο ρόλο του Οιδίποδα.
Πρόλαβα να τη δω στο Θέατρο Βράχων, στο Βύρωνα, που δεν έχει πλέον χωμάτινη σκηνή, αλλά τσιμεντένια. Είναι όμως, πάντα, ένα γοητευτικό περιβάλλον. Κι ο Οιδίπους που είδα εκεί ήταν η πιο λιτή και η πιο μεστή παράσταση του έργου του Σοφοκλή που έχω δει ως τώρα.
«Πού είναι το σκηνικό;» ρωτούσε κάποιος δίπλα μου πριν αρχίσει η παράσταση. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα επί σκηνής. Μόνο μια υπόμνηση θυμέλης. Κι ό,τι υπήρξε στη συνέχεια το έφερε ο χωρός. Ο Πάρις Μέξης (σκηνικά, κοστούμια) επέλεξε μόνο μερικά πήλινα μωρά, με σταυρωμένα τα πόδια στους αστραγάλους (όπως εκείνο το μωρό Οιδίπους που εγκαταλείφθηκε στον Κιθαιρώνα). Αυτά τα μωρά ήταν στα μεγάλα δισάκια των ανδρών του χορού, και αυτά ακούμπησαν στο έδαφος φτιάχνοντας έναν σπειροειδές σχήμα, που μέσα εκεί κινήθηκαν όλα: τα λόγια -των θεών και των ανθρώπων- οι μνήμες, οι φρικτές αποκαλύψεις, η καταρράκωση, η αυτοτιμωρία. Η αρχή του ανθρώπου ήταν τα πήλινα μωρά, οι διαδρομές της ζωής του ήταν ο τρόπος που στήθηκαν επί σκηνής, και στο κέντρο τους εγκλωβίστηκε ο Οιδίποδας στο τέλος, στην αποκάλυψη.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, φωτίζοντας τους χαρακτήρες των ηρώων του Σοφοκλή, αφηγήθηκε με ρυθμό και ευαισθησία το φρικιαστικό θρίλερ αυτής της παμπάλαιας ιστορίας, κάνοντας όλους τους θεατές να συμπάσχουν και να ταυτίζονται με το αγωνιώδες δράμα που εκτυλισσόταν μπροστά τους. Τόσο, που στην περίφημη φράση που λέει ο θεράπων στον Οιδίποδα -«Ο Πόλυβος δεν ήτανε πατέρας σου», διαλύοντας τις βεβαιότητες που εθελοτυφλούν- ακούστηκε (κι όχι μόνο στον Βύρωνα, αλλά σε όλους τους σταθμούς της περιοδείας, ένα ηχηρότατο «ιιιιιιχ» από το κοινό). Ο Οιδίπους (Δημήτρης Λιγνάδης) είχε στην αρχή την αυτοπεποίθηση και την οίηση της ισχύος και στο τέλος το ασήκωτο βάρος της θλιβερής γνώσης· ο Τειρεσίας (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), σκοτεινή φιγούρα, απόκοσμη (πολύ εύστοχο το κοστούμι του), αποκαλύπτει με σχεδόν χαιρέκακη κρυπτικότητα όσα τρομερά θα συμβούν και είναι μια φωνή συνείδησης και γνώσης που έρχεται από μακριά· ο θεράπων (Γιώργος Ψυχογιός), ο δούλος που του έλαχε η μοίρα να έχει πάρει μέρος στην αρχή αυτής της ιστορίας, κουβαλάει το βάρος της αλήθειας που γνωρίζει και ελπίζει να μη γίνει ποτέ γνωστή· η Ιοκάστη (Αμαλία Μουτούση) φέρεται, όταν δεν γνωρίζει, με αδιόρατη μητρική τρυφερότητα και με μητρική οδύνη, όταν μαθαίνει· ο Κρέων (Νίκος Χατζόπουλος) προσπαθεί απορημένος να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες για συνωμοσία που του χρεώνει ο ισχυρός, ο κυρίαρχος ακόμα, Οιδίπους, αντιτάσσοντας τη λογική. Και ο χορός, (ααα, ο χορός!), μετέχει, τραγουδώντας και παίζοντας τα όργανα, σε κάθε στιγμή υπογραμμίζοντας τις διαθέσεις των ηρώων όπως εξελίσσονται: πότε με γιορτινούς σκοπούς, πότε με μοιρολόγια, πότε με μελωδίες που θυμίζουν βυζαντινούς ψαλμούς (ο Μίνως Μάτσας που υπογράφει τη μουσική, στις καλύτερες στιγμές του).
Από τις ερμηνείες ξεχωρίζω ιδιαιτέρως τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, τον Γιωργή Τσουρή (μέλος του χορού που έκανε ιδιαιτέρως έντονη την παρουσία του και με τη συγκλονιστική φωνή του) και ασφαλώς τον Δημήτρη Λιγνάδη, ιδίως στη στιγμή της καταρράκωσης, την απόλυτης αυτογνωσίας, της παραδοχής της και του σπαραγμού. Ηταν η στιγμή που είδα πώς μπορεί ο ηθοποιός να σπαράζει, χωρίς να γίνεται γραφικός, κι όλο αυτό να μεταδίδεται ατόφιο στους θεατές.
Εχοντας δει λοιπόν πολλές φορές τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, είδα αυτή τη φορά μια παράσταση που είχε ιδέες, άποψη, στόχο. Που ανέδειξε με σύγχρονο τρόπο τα στοιχεία του σασπένς στην αδιανόητη αυτή ιστορία και όλη την αγωνία της ύπαρξης. Με όλα τα επιμέρους αλλά απαραίτητα συστατικά της παράστασης συντονισμένα και ταιριασμένα (μετάφραση, μουσική, σκηνικά και σκηνικά αντικείμενα -όπως εκείνο το απλούστατο σκοινάκι με τα κουδούνια που γίνεται ο οδηγός του τυφλού Τειρεσία-, κίνηση). Προλαβαίνετε να τη δείτε στις δύο τελευταίες παραστάσεις της περιοδείας: Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Παπάγου και Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου στο Βεάκειο Θέατρο στον Πειραιά.