Βρίσκομαι στο Barbican για την προβολή του 20000 Days On Earth. Υπάρχει κόκκινο χαλί, φωτογράφοι και πλήθος κόσμου που περιφέρεται με λαχτάρα και μανιασμένη προσμονή. Μας ενημερώνουν ότι δεν θα υπάρξει κανένα διάλειμμα ανάμεσα στην ταινία, το Q & A και τη ζωντανή μουσική, πράγμα που κάνει όσους κρατούν τεράστιες μπύρες να καταλάβουν το λάθος τους.
Αντίθετα με τα όσα γράφονται και λέγονται από ἐδω και από εκεί, η ταινία δεν απευθύνεται μόνο σε Cave-ικούς και Cave-ικές. Σαφώς φτιάχτηκε για να ενθουσιάσει τους φανατικούς και να προσηλυτίσει τους αδαείς και άCave-ους (αν φυσικά υπάρχει ακόμα αυτό το είδος) αλλά πρόκειται για κάτι παραπάνω. Ένα αρμονικά κανιβαλιστικό rockumentary με ισχυρές δόσεις μυστικισμού, συνδυασμένο με ένα ευφυές παιχνίδι ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό.
Οι δημιουργοί (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος ο Cave) καταφέρνουν να μεταμορφώσουν τις βιογραφικές πτυχές της ταινίας σε πλασματικές σκηνές, συντρίβοντας επιτυχώς τους νόμους της δομής του συμβατικού ντοκιμάντερ. Θα μπορούσε να κατηγορηθεί ο αρχηγός για στημένο παιχνίδι, υπέρμετρη ματαιοδοξία, υπερβολική δόση ναρκισσισμού; Σε καμία περίπτωση. Ως δια μαγείας ακόμα και για το μέσο γνώστη του εργου του Cave, η ταινία κάθε άλλο παρά άξεστο χαρακτήρα αποκτά.
Από τις 7 το πρωί που χτυπά το ξυπνητήρι του, το οποίο αναμένει ξαπλωμένος με μάτια ορθάνοιχτα, ξέρουμε πως θα έχουμε να κάνουμε με μια στυλιστική εξτραβαγκάνζα. Αυτό το γεγονός όμως δεν επηρεάζει την ουσία. Είναι ένα σκηνικό που πλέει παράλληλα με τη δράση και που από ένα σημείο και μετά περνά σχεδόν απαρατήρητο. Από το κρεβάτι του μέχρι τη (super design) καρέκλα του ψυχαναλυτή. Από το μεσημεριανό με τον Warren Ellis μέχρι το εσωτερικό του αυτοκινήτου του. Από το Brighton μέχρι τους Αντίποδες. Από το καθιστικό του σπιτιού του μέχρι την σκηνή του ΚΟΚΟ στο Camden. Από το ψηλοτάβανο δωμάτιο που κάνει πρόβες στην Αγγλία μέχρι την Ὀπερα στο Sydney. Ὀλα μέσα στο ίδιο 24ωρο. Με βροχή και ήλιο, σαν υπερήρωας διακτινίζεται από την πραγματικότητα στην ουτοπία, από το ένα ημισφαίριο στο άλλο.
Ο Warren Ellis και ο Nick Cave αποτελούν ένα ξεχωριστό -κωμικό σχεδόν- δίδυμο καθ᾽όλη τη διάρκεια της ταινίας. Με τον Cave να παραδέχεται ότι την πρώτη φορά που συνεργάστηκαν ήταν τόσο αλλού που δεν τον θυμάται καθόλου, αλλά και τις αναμνήσεις του φεστιβάλ Meltdown με τη Nina Simone το 1999 και τη βήμα προς βήμα σύλληψη του Push The Sky Away. Υπάρχει βέβαια και η σκηνή του ξεκαθαρίσματος με τον Blixa, όπου όλα είναι τόσο μα τόσο άβολα, ακόμα και σε αυτό το προσχεδιασμένο πλαίσιο. Προκαλεί συναλγία, της οποίας η διάρκεια και οξύτητα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον πόνο που θα νιώσεις αν πατήσεις ξυπόλητος ένα κομμάτι lego μἐσα στο σκοτάδι.
Αλλά ευτυχώς υπάρχει και ισχυρή δόση χιούμορ. Οπως όταν ο Cave εισέρχεται στο αυτοκίνητο του, το ραδιόφωνο ανοίγει αυτόματα και διακρίνουμε μερικές νότες από τη γνώριμη πια σε όλους τσικλόφουσκα του “I Can’t Get You Out Of My Head”, το οποίο ο οδηγός κλείνει πάραυτα με μια «αμάν πια» χειρονομία.
Ο Ray Winston αποτελεί έναν ακόμα συνοδοιπόρο παίζοντας τον εαυτό του. Λιγότερο Sexy Beast, περισσότερο ο γοητευτικός πατέρας της συμμαθητριάς στην τρίτη Γυμνασίου που ενδιαφερέται να μάθει τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις. Υπάρχουν φυσικά κάποια τσικ και τσουκ από τους σνομπ ροκάδες του κοινού με το που σκάει η Kylie Minogue και μιλάει για τον Michael Hutchence στο πίσω μέρος της Jaguar του αρχηγού (τι να πω, δεν με ενοχλεί η καψερή, άσε που με τα χρόνια έχω μάθει να επιλέγω πιο προσεκτικά τις μάχες της ζωής).
Η απουσία όμως από την ταινία της PJ Harvey είναι αισθητή στο πίσω μέρος κάθε κεφαλιού που παρακολουθεί ευλαβικά στο ακροατήριο, μέρος του οποίου απόψε αποτελεί και η ίδια, μαυροντυμένη και χαμηλοβλεπούσα, τυπική εικοσάχρονη φοιτήτρια στο Goldsmiths συνοδευόμενη από κάποιον που είναι ο σωσίας ή ο ίδιος ο Mick Harvey, τα μάτια μου με προδίδουν.
Η θέα της λεπτής φιγούρας του πρωταγωνιστή να κάθεται αγκαλιά με τα δίδυμά του τρώγοντας πίτσα και βλέποντας το Scarface στον καναπέ, σκηνή που θα έκανε όλες τις κοινωνικές λειτουργούς του πλανήτη να φρικάρουν και να σκίσουν τις παλιομοδίτικες ρόμπες τους, προσφέρει στην αίθουσα χαμογελάκια και στιγμιαία ανακούφιση. Αλήθειες, εξομολογήσεις, ιστορικές αναδρομές, παλιές φωτογραφίες, η εισαγωγή από τη Λολίτα του Ναμπόκοφ, εκκλησία και πρέζα, Βερολίνο, μούσες, δαίμονες και προστάτες ἀγγελοι. Μια παρελάση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πανηγυρικό ολοκαύτωμα. Ο θρίαμβος μια υπέροχης ιδέας που μεταμορφώθηκε σε μια υπέροχη ταινία.
Μετά το τέλος οι δυο συμπαθέστατοι βασικοί συντελεστές ανεβαίνουν στη σκηνή και σε μερικά λεπτά τους ακολουθεί ο ίδιος ο Cave και το Barbican δονείται από χειροκροτήματα και ποδοβολητά.
Σε γενικές γραμμές τα Q & A μετά από προβολές ταινιών είναι από τη φύση τους κάπως επιρρεπή σε αμηχανία και τις περισσότερες φορές θανάσιμα βαρετά, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις μέρες μας, κατηγορίας Werner Herzog και Jim Jarmusch. Κανείς όμως δεν βιάζεται σήμερα να τρέξει στο μπαρ του θεάτρου για ξύδια. Για τουαλέτα ούτε λόγος.
Ειδικά όταν μετά από μερικές ερωτησούλες της κάπως χαζοβιόλας συντονίστριας της κουβέντας, ο Nick κάθεται στο πιάνο μόνος, οι νότες του “The Weeping Song” φέρνουν μια γενική σιωπή, συγκίνηση και ξαναμένα πρόσωπα. Το πάνελ μεγαλώνει οταν ο Warren Ellis με τον Barry Adamson πηδούν πάνω στη σκηνή και πιάνουν τα όργανα που φέρνουν απλές ακουστικές εκτελέσεις των “And No More Shall We Part” και “God Is In The House”.
Επιστρέφοντας στο Q & A, η παρουσία του Ray Winston διανθίζει τα πραγματα. Μια κομμένη σκηνή από την ταινία, προκαλεί τρανταχτά γέλια με τον Winston να σολάρει για fish & chips και γιατί όλοι όσοι δεν είναι από την Βρετανία αλλά καταλήγουν εκεί, γκρινιάζουν για τον καιρό και το φαγητό αλλά εξακολουθούν να μένουν σαν να τους υποχρεώνει κάποιος με το ζόρι.
Ακολουθούν τα “The Ship Song”, “Into My Arms” και “Mermaids”, πάντα με τον Cave στο πιάνο, τον Ellis με το βιολί του και τον cool as fuck Barry Adamson με εικόνα στυλάτου νταβατζή από το Harlem τη δεκαετία του 50 να σιγοντάρει.
«Αν μπορούσε να έχει οποιονδήποτε ζωντανό ή νεκρό συνοδηγό ποιον θα διάλεγε;» Η ερώτηση του κοινού έρχεται από το πουθενά. Και ο Nick Cave απαντά: «Μα τον Ray Winston φυσικά».
Και έτσι φτάνει στο τέλος του αυτός ο Caveικος μαραθώνιος. Θα μπορούσα να παρακολουθήσω την ταινία ξανά από την αρχή αμέσως τώρα. Αλλά πάλι μάλλον είναι φανερό ότι δεν προσφέρω την πιο αντικειμενική άποψη σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον πιο cool εν ζωή μουσικό (μετά τον Leonard Cohen και τον Tom Waits φυσικά).