Categories: FeaturedΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε το φιλόδοξο «Ο Ροζενκραντζ κι ο Γκίλντενστερν είναι Νεκροί»

Πριν διακηρυχθεί ως ένας απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς του βρετανικού θεάτρου απ’ την εποχή του Harold Pinter, o βραβευμένος με ένα Όσκαρ και τέσσερα Τόνυ στην πλούσια καριέρα του Sir Tom Stoppard ήταν απλά ένας δημοσιογράφος στο Bristol. Ένας νεαρός φιλόδοξος κριτικός θεάτρου, σε αναζήτηση της θέσης του μέσα σε μια χώρα την οποία ένιωθε πάντα λίγο ξένη. Γιος Τσεχοσλοβάκων προσφύγων του Β’ Παγκοσμίου, ο Stoppard είχε βρεθεί στα ενδότερα της Μεγάλης Βρετανίας, όταν η μητέρα του παντρεύτηκε τον Βρετανό αξιωματικό που του έδωσε το επώνυμό του, και του εμπότισε τη βαθιά πεποίθηση ότι η βρετανική υπηκοότητα είναι κάτι το σπουδαιότερο να σου τύχει ακόμη κι απ’ τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Η ελλιπής του ασφάλεια για την ταυτότητά του, μαζί με την ασταθή του αίσθηση για τη θέση του απέναντι στα τσαλίμια της μοίρας και τις αποτομάρες της ζωής, είναι στοιχεία που μεταφράστηκαν κατά κόρον στο μετέπειτα έργο του, είναι όμως σε μεγάλο βαθμό παρόντα και στο πρώτο του θεατρικό. Αυτό που, πρακτικά εν μία νυκτί, τον μετέτρεψε από έναν εργατικό γραφιά σε μια αποκάλυψη των βρετανικών σκηνών. 

Κατά βάση υπαρξιακή, αλλά και βαθιά σουρεαλιστική meta κωμωδία με μπόλικη εσάνς από τραγωδία, το Ο Ρόζενκραντζ κι ο Γκίλντενστερν είναι Νεκροί, παίρνει το δράμα του Άμλετ και το γυρνάει ανάποδα, για να βρει και να κανιβαλίσει μέσα απ’ την ιστορία δυο κομπάρσων, τις συνέπειες που έχουν οι τσακωμοί των νεροβούβαλων στα τριγύρω βατράχια της λίμνης. Δυο παράπλευροι χαρακτήρες, αφανείς στη μεγαλύτερη διάρκεια του μνημειώδους έργου του Shakespeare, ο Ρος κι ο Γκιλ για συντομία, οι δυο παλιόφιλοι που θα οδηγούσαν εν αγνοία του (και τους) τον Άμλετ στην εκτέλεσή του, κατ’ εντολή του βασιλιά, έρχονται στο προσκήνιο του Stoppard που τους παρακολουθεί όχι να ξεκινούν από κάπου για να φτάσουν στην αυλή του μελαγχολικού Δανού πρίγκιπα, αλλά να βρίσκονται από το ένα σκηνικό στο άλλο, σαν άβουλα όντα που βλέπουν το background να αλλάζει πίσω τους, χωρίς στ’ αλήθεια ποτέ να αντιλαμβάνονται το πώς.

Η εκλογίκευση της μοιρολατρίας ως αντίδοτο στην ασημαντότητα που αισθάνονται οι δυο κομπαρσοι της ζωής, μπλέκεται με τη σύγκρουση των αντιφατικών κι αλληλοσυμπληρούμενων φύσεων μυθοπλασίας και πραγματικότητας, ή αν θες, Τέχνης και Ζωής, καθώς οι δυο μας ήρωες συναντιούνται με τον θίασο που κατευθύνεται προς το παλάτι (για να παίξει για τον Άμλετ την Ποντικοπαγίδα). Και τα ήδη θαμπά όρια των δύο εννοιών θολώνουν ακόμη περισσότερο, έτσι όπως μπολιάζονται μ’ έναν ιδιότυπο θεατρικό παραλογισμό, που εντάσει το ασύνηθες στην καθημερινότητα, ως κάτι το πολύ πιο φυσικό απ’ αυτό που θα περίμενε κανείς ως αναμενόμενο: το νόμισμα που προσγειώνεται 92 συναπτές φορές στην κορώνα, αντί να κάμψει, τονώνει ακόμη περισσότερο τη σιγουριά του Γκιλ, ότι στην 93η του προσγείωση το κέρμα θα δείξει γράμματα. Κι ύστερα, στην 95, πάλι το ίδιο. Και στην 96η ξανά. Κι ο παραλογισμός των γεγονότων αγκαλιάζεται ως μια στιγμιαία ανωμαλία, αντί για σοβαρή απειλή στην κανονικότητα του σύμπαντος, στη σοφία του οποίου οι δυο χαρακτήρες ποντάρουν πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούν να αντιληφθούν, όχι μόνο το ρόλο τους στο έργο που λένε ζωή, αλλά και την ολέθρια έκβαση που τούς επιφυλλάσσει.

Πολύ περισσότερο όμως απ’ την οξύνοια με την οποία ο Stoppard εναλλάσσει υπαρξιακές τρικλοποδιές με εκστατικό σαρκαστικό χιούμορ –γιατί το έργο του, πρώτα και πάνω απ’ όλα, είναι μια διαβολεμένα καυστική κωμωδία που λειτουργεί κι ως σάτιρα του εφησυχαστικού Δυτικού ντετερμινισμού–, το πρωτότυπο κείμενό του κατ’ αρχήν κλειδώνει μια θέση στη θεατρική ιστορία για τον τρόπο που ενσωματώνει στις γραμμές του μια αλλόκοτη, εμφατικά επιστημονική κι οριακά μαθηματικο-οικονομική, ή εν πάσει περιπτώση σαφώς τεχνοκρατική διάτμηση στην ίδια τη θεατρολογική δομή: αντιμετωπίζοντας το έργο του ως ένα σύνολο από μικρότερα δράματα, τα οποία εκτυλίσσονται αυτόνομα μεν, αλλά όχι κι εντελώς ανεξάρτητα, ή όχι χωρίς να καθορίζουν και να καθορίζονται απ’ τη μεγαλύτερη, συνθετότερη εικόνα, ο Stoppard κατασκευάζει έναν περίτεχνο δραματουργικό μηχανισμό, που συναρπάζει τόσο στο επίπεδο των επιμέρους γραναζιών του, όσο και στη μακροσκόπηση του συνόλου του, ως σύλληψη και ως δημιουργία.

Αυτή ακριβώς η πανοραμική, μακροσκοπική θεώρηση είναι κι η πρώτη που χάνεται στη μεταγραφή του Δημήτρη Μυλωνά και της Άννας Ελεφάντη, που ανεβάζουν φέτος το έργο στο επί Κολωνώ. Κόβοντας χαρακτήρες και σκηνές για να στριμώξουν το κείμενο στο budget τους, οι αλλαγές στο κείμενο –η δραματουργική επεξεργασία αν προτιμάς, κι η προσαρμογή του στο μέγεθος του θεάτρου και της παραγωγής που έχουν στη διάθεσή τους–, στερούν κατ’ αρχήν από το έργο τις ευκαιρίες του να αναπνεύσει και να δώσει στον θεατή το χρόνο που χρειάζεται για να το αφομοιώσει. Το τριμάρισμα της πλοκής και των διαδοχικών εναλλαγών της (απ’ τη δράση που τυλίγει το πρωταγωνιστικό δίδυμο σε πρώτο επίπεδο, στις μελλοντολογικές θεατρικές απεικονίσεις του πεπρωμένου τους απ’ τον θίασο του δρόμου, κι από ‘κει στις αντιπαραθέσεις και τις διασυνδέσεις με το παράλληλα εξελισσόμενο δράμα του Άμλετ), ωθούν την παράσταση σ’ έναν ρυθμό πρακτικά εξαντλητικό, ή έστω, τουλάχιστον απαιτητικό, αλλά πάντως σίγουρα προβληματικό για τον όχι σε απόλυτη εγρήγορση θεατή.

Κι αν για τον μη εξοικειωμένο με το κείμενο θεατή η παράσταση μπορεί να αποδειχθεί δοκιμασία, η εμπειρία δεν είναι εύκολη ούτε για τον υποψιασμένο, αφού στη φιλόδοξη απόπειρά του να πυκνώσει αρκετά το κείμενό του για να εστιάσει στα αιχμηρότερα των σημείων του, ο Μυλωνάς καταλήγει να εξουδετερώνει σχεδόν κάθε αίσθηση ροής. Αποτέλεσμα θετικό στην προσπάθεια του σκηνοθέτη να αναγάγει τα τεκταινόμενα σ’ έναν αενάως επαναλαμβανόμενο μη τόπο και μη χρόνο, ένα ιδιότυπο κολαστήριο των παθητικών κομπάρσων της ζωής, το οποίο όμως λειτουργεί απόλυτα (και αφοπλιστικά) μονάχα στο άνοιγμα και στο κλείσιμο του έργου του. Σ’ όλο το υπόλοιπο ενδιάμεσο, η παράσταση βαραίνει απ’ την επιθετική της πυκνότητα, με μόνη στ’ αλήθεια ανακούφιση τις υποδειγματικές ερμηνείες των Γεράσιμο Γεννατά και Γιώργο Παπαύλου, οι οποίοι γεμίζουν τη σκηνή με ερμηνευτική στιβαρότητα και καταφέρνουν σχεδόν να παρασύρουν τον θεατή στο γαϊτανάκι του παραλαγισμού που τους περικυκλώνει, χάρη στην απολαυστική τους ευελιξία κι ελαφρότητα. Σχεδόν όμως.

Το Ο Ρόζενκραντζ κι ο Γκίλντενστερν είναι Νεκροί του Tom Stoppard, σε μετάφραση του Ηλία Ακριβόπουλου και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, από δραματουργική επεξεργασία του ιδίου και της Άννας Ελεφάντη, με τους Γεράσιμο Γεννατά και Γιώργο Παπαπαύλου στους ρόλους τίτλου και πλαισιωμένους απ’ τους Θοδωρή Σκυφτούλη, Άννα Ελεφάντη και Σπύρο Χατζηαγγελάκη, παρουσιάζεται κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15 στο θέατρο Επί Κολωνώ (http://www.epikolono.gr/) (Ναυπλίου 12, Κολωνός, 210 5138067)

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης