Αν όχι το πιο φόρα παρτίδα σεξιστικό έργο του Shakespeare, τότε τουλάχιστον το πιο εύκολα παρεξηγήσιμο του μεγάλου Βρετανού βάρδου, το Ημέρωμα της Στρίγγλας χρησιμοποιεί στο ξεκίνημα του κειμένου του έναν πολύ σημαντικό για την ηθική εξισορρόπηση της δραματουργίας του μηχανισμό. Ένας ευγενής στήνει μια φάρσα σε έναν μεθυσμένο, πείθοντάς τον ότι στην πραγματικότητα είναι κι αυτός ένας άρχοντας και πρόκειται να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση, που εξιστορεί το απρόθυμο ειδύλλιο της Κατερίνας και του Πετρούκιο. Αυτός ο μηχανισμός του θεάτρου εν θεάτρω, που δεν έχει και καμιά συνάφεια με την περαιτέρω πλοκή είναι η αλήθεια, έχει ως προφανέστερο σκοπό το να αποστασιοποιήσει όχι μόνο τον θεατή, αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα από μια παράσταση που, έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με τους μελετητές του Shakespeare δεν αποτελεί στ’ αλήθεια τόσο δικής του έμπνευσης κείμενο, όσο ποιητική αδεία καταγραφή μιας απ’ τις δημοφιλέστερες λαϊκές αφηγήσεις της εποχής του.
Με αυτό το άλλοθι, ο Shakespeare προχωρά στο να στήσει μια κωμωδία εξαπατήσεων και παρεξηγήσεων, με άξονα κατ’ αρχήν την ιστορία της Κατερίνας (Κατερίνα Λέχου), μιας μεγαλοκοπέλας που αρνείται να υποταχτεί στις εντολές του άρχοντα πατέρα της Μπατίστα (Θόδωρος Κατσαφάδος) να παντρευτεί, μπλοκάροντας έτσι το δρόμο και στην αδερφή της Μπιάνκα (Σοφία Φαραζή) να διαλέξει τον επικρατέστερο πλειοδότη απ’ τους μνηστήρες που την πολιορκούν. Μέχρι που εμφανίζεται ο αποφασισμένος προικοθήρας Πετρούκιος (Τάσος Ιορδανίδης), ο οποίος καταφέρνει όχι μονάχα να ανεχτεί τον τσαμπουκά της Κατερίνας, αλλά και να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός του, μπερδεύοντάς την με παιχνίδια αντίστροφης ψυχολογίας. Όμως, μέχρι να κλειδώσει η συμφωνία της προίκας του Πετρούκιο και να γίνει ο γάμος του ζευγαριού, οι μνηστήρες της Μπιάνκα συναντούν ισχυρό ανταγωνισμό από τον νεόφερτο Λουκέντιο (Αντίνοος Αλμπάνης), έναν νεαρό αρχοντικής καταγωγής, ο οποίος παρουσιάζεται ως δάσκαλος ρομαντικής ποίησης και καταφέρνει να παρεισφρήσει στο σπιτικό για να κλέψει την καρδιά της Μπιάνκα.
Αντιστεκόμενος στην ευκολία του να κρεμάσει στερεοτυπικές ταμπέλες, στο κείμενό του ο Shakespeare φροντίζει με υποδόρια καυστικότητα να υποδείξει ότι πολύ λιγότερο τον ενδιαφέρει η Στρίγλλα του τίτλου του, απ’ όσο οι δυο χαρακτήρες που κινούν στ’ αλήθεια τα δραματουργικά νήματα. Οι εξ αρχής δεδηλωμένοι σκοποί του Πετρούκιο υπογραμμίζουν τα υπολογιστικά κίνητρα του άνδρα που κυνηγά την γυναίκα-έπαθλο κι αντιμετωπίζει τη δέσμευση ως οικονομική συναλλαγή, ενώ τα γατουλίστικα κλαψουρίσματα και οι ψηλομύτικες παραξενιές της χαϊδεμένης Μπιάνκα αποσαφηνίζουν ότι πιο επικίνδυνη απ’ τη σκύλα που γαυγίζει, είναι η τσούχτρα που πλασάρεται ως μοναχικό κυκλάμινο περιμένοντας το θύμα που θα σκύψει να τη θαυμάσει – δεν είναι αμελητέο άλλωστε το ότι για να υποκύψει στα κόρτε του μεταμφιεσμένου μνηστήρα της, ο Λουκέντιος πρέπει να της αποκαλύψει την πραγματική, αρχοντική του ταυτότητα. Ακόμη κι έτσι όμως, σ’ αυτό το πρώιμο έργο του ο Shakespeare δεν μπορεί να αντισταθεί και τελείως στα ήθη της κοινωνίας του κι η παράδοσή του στην εποχή που πρέπει να κολακεύσει, σπρώχνει πολύ πέρα από τα όρια του σημερινού υποφερτού, το ηθικολογικό φινάλε των παραινέσεων οι γυναίκες να αφήσουν τις αλαζονείες και να γίνουν για τους άντρες τους χαλιά να τις πατήσουν.
Απ’ το 1592 μέχρι σήμερα όμως, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, και θα περίμενε κανείς να το δει αυτό εντυπωμένο και στην φετινή ανάγνωση του έργου από την σκηνοθέτιδα Φωτεινή Μπαξεβάνη. Μια επικαιροποιημένη μεταφορά, που θα στεκόταν περισσότερο σ’ αυτά τα λιγότερο ορατά στοιχεία του κειμένου, θα μπορούσε να προσδώσει μια σαφώς χρησιμότερη νέα διάσταση σ’ ένα έργο που δεν έχει βγει αλώβητο απ’ τη μάχη με το χρόνο. Και το ξεκίνημα της παράστασης χωρίς το εύρημα του μεθυσμένου θεατή, σα να σε προϊδεάζει ότι η σκηνοθέτις δεν χρειάζεται να αποστασιοποιηθεί, γιατί κάτι ανατρεπτικό σου έχει ετοιμάσει, ή εν πάσει περιπτώσει την εκδοχή της την αποδέχεται ως είναι. Αντ’ αυτού ωστόσο, η νεωτερικότητα της Μπαξεβάνη εξαντλείται στο να πάρει «μια απ’ τις ελάχιστες χειραφετημένες γυναίκες ηρωίδες του παγκόσμιου θεάτρου» (όπως είχε χαρακτηρίσει την Κατερίνα στη συνέντευξη Τύπου της παράστασης), και να ταυτίσει αυτήν της τη χειραφέτησης με την υπερφυσική (κι άρα κόντρα στη φύση) κατάσταση του δαιμονισμού. Κι ύστερα να κάνει μπούμερανγκ την προσπάθειά της να διασκεδάσει την πικρή εντύπωση του φινάλε, με την απόφασή της να ντύσει τους άντρες γυναίκες και το αντίστροφο, κανέναν αντίκυπτο να μην έχει όταν η ίδια η Λέχου καλεί τις γυναίκες να ξεπεράσουν τις ψευδαισθήσεις των καμμένων σουτιέν και να υποταχτούν στα γούστα των αντρών τους.
Η απογοητευτική για γυναίκα σκηνοθέτη αναχρονιστικότητα του έργου, δεν περιορίζεται μόνο εκεί βέβαια, αφού ούτε τον χαρακτήρα της Μπιάνκα ασχολείται να ξεψαχνίσει, ούτε ο θιασάρχης Τάσος Ιορδανίδης καταδέχεται να τσαλακώσει το macho προφίλ του στο ρόλο του Πετρούκιου, τον οποίο παρουσιάζει ως ατρόμητο θηριοδαμαστή, και τα ψυχολογικά μαρτύριά του, που περνιούνται στα γρήγορα κι ανώδυνα, παρουσιάζονται από τη Μπαξεβάνη ως χαριτωμένα θριαμβευτικά ανδραγαθήματα. Δραματουργικής πρωτοτυπίας απούσης λοιπόν, οι επιθεωρησιακού τύπου κωμικές κορώνες των υποστηρικτικών ηθοποιών είναι το λιγότερο άκομψο στοιχείο της παράστασης, μια και δένουν με τον εν γένει μπουρλέσκο χαρακτήρα που δίνει στο έργο της η Μπαξεβάνη. Χαρακτήρα που αναδεικνύουν και οι συνθέσεις του Θάνου Μικρούτσικου, που μοιάζουν με αυτό που θα είχαν για μουσική στα σούπερ μάρκετ τους αν είχαν σούπερ μάρκετ τον 16ο αιώνα, συνοδεύοντας με ταιριαστή έλλειψη πρωτοτυπίας τα τεκταινόμενα μιας παράστασης που εντυπωσιάζει με τα μεγάλα ονόματα και τα γουστόζικα κοστούμια της και κινείται σε πλαίσια γελαστερά κι ανώδυνα για ένα καλοκαιρινό βραδάκι, αν αποδεχτείς την άτολμη παράδοσή της σε ήθη 500ων ετών πίσω.
*Το Ημέρωμα της Στρίγγλας του William Shakespeare σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, προσαρμογή του Γιάννη Σκαραγκά και σκηνοθεσία της Φωτεινής Μπαξεβάνη, με τους Τάσο Ιορδανίδη, Κατερίνα Λέχου, Σοφία Φαραζή, Αντίνοο Αλμπάνη, Θοδωρή Κατσαφάδο κ.ά., παίζεται κάθε Τετάρτη έως Κυριακή στις 9μμ στο αίθριο του Ελληνικού Κόσμου (Πειραιώς 254, Ταύρος, 2122540300).