Η Zoe Paul και τα κεφάλια των «πολεμιστών» της μας περιμένουν στην γκαλερί Breeder

Είναι κάτω από 30 χρονών αλλά έχει μοιράσει ήδη τη ζωή της ανάμεσα σε τρεις χώρες: Νότια Αφρική, Ελλάδα, Αγγλία. Η έκθεση της Zoë Paul αναδίδει αβίαστα άρωμα καλοκαιριού. Όχι εκείνου με το φολκλόρ χρώμα, τα τσολιαδάκια και τον αττικό ουρανό να δεσπόζει στην αιώνια λιακάδα ενός ελληνικού καλοκαιριού, άλλωστε οι Zoë δεν είναι τουρίστρια. Είναι ένα κορίτσι που μεγάλωσε, εν μέρει, στο νησί της ουτοπίας, τα Κύθηρα και ζει και εργάζεται στο Μεταξουργείο. Τα έργα της θα σου φέρουν στο μυαλό εικόνες από τα καλοκαίρια σου στο χωριό, εκεί που όλα τα όρια της πόλης καταργούνταν και η ράθυμη καθημερινότητα έβαζε τους δικούς της όρους. Η ίδια θα μας τα πει καλύτερα:

Τα έργα μου αναφέρονται στην ανάγκη του ανθρώπου να μείνει μόνος με τον εαυτό του και να ασχοληθεί με τις ανάγκες και τις αναζητήσεις του. Δεν έχει να κάνει τόσο με τον εάν θα είναι στην κυριολεξία μόνος του ή εάν θα υπάρχουν άλλοι γύρω του αλλά με ότι θα έχει εστιάσει σε κάτι που τον απασχολεί σαν άτομο. Για εμένα αυτή η ανάγκη μπορεί να σημαίνει δύναμη, μπορεί να σημαίνει ότι αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου και ότι αισθάνεσαι αρκετά ισχυρός να τα βγάλεις πέρα μόνος σου.

Γεννήθηκα στη Νότια Αφρική αλλά αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τη χώρα κι έτσι την παιδική μου ηλικία την πέρασα μεγαλώνοντας μεταξύ Κυθήρων και Αγγλίας. Έχω φτιάξει κάποια υφαντά πάνω σε σχάρες ψυγείων, τις οποίες βρήκα πεταγμένες στην εξοχή των Κυθήρων. Τα ψυγεία όταν έφτασαν στο νησί άλλαξαν τη δομή της τοπικής κοινωνίας. Θέλω να πω ότι μέχρι τότε ότι ψάρευαν ή κυνηγούσαν το μοιράζονταν με τους συγχωριανούς γιατί είχαν το άγχος να καταναλωθεί γρήγορα ώστε να μη χαλάσει. Όταν όμως με το ψυγείο άρχισαν να αποθηκεύουν τα τρόφιμα τότε η κάθε οικογένεια κλείστηκε πιο πολύ στον εαυτό της αφού ό,τι παρήγαγε το κατανάλωνε η ίδια. Έτσι ήταν η πρώτη φορά που ένα τεχνολογικό επίτευγμα έσπασε τη συνοχή της κοινότητας. Χρησιμοποίησα όμως τη σχάρα με τέτοιο τρόπο ώστε να δείξω ότι το πλεκτό δε θα υπήρχε εάν δεν υπήρχε η κάθε βέργα της σχάρας, συνεπώς το ίδιο το αντικείμενο που έκοψε τον ιστό μεταξύ των μελών της κοινότητας γίνεται το αντικείμενο που συμβολίζει πως κανείς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την στήριξη των υπολοίπων. Επίσης, βγαίνει μια ψηφιακή εικόνα, μια εικόνα που δεν την είχα στις προθέσεις μου αλλά προέκυψε αβίαστα αφού πια ζούμε στη ψηφιακή εποχή. Από την άλλη το γεγονός ότι τα βρήκα πεταγμένα δείχνει την ανάγκη για κατανάλωση και για ανανέωση, την αυτόματη σκέψη «το παλιό μας ψυγείο χάλασε, ας πάρουμε ένα καινούριο».

Τα πήλινα κεφάλια τα δημιούργησα στο εργαστήριο που βρίσκεται στο σπίτι μου κι έτσι αποτυπώνουν από τη γέννησή τους την ασφάλεια αλλά και την βία που μπορεί να πηγάζει από τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, βία για την οποία σπάνια βρίσκουμε τη δύναμη να μιλήσουμε. Δεν περνούν από χημική επεξεργασία και το όποιο χρώμα τους προκύπτει από τη φωτιά και τον καπνό του φούρνου στα οποία τα ψήνω. Το καθένα έχει τη δική του προσωπικότητα. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ό, τι έχω ακούσει εντελώς διαφορετικές απόψεις για το πώς τα εκλαμβάνουν όσοι τα βλέπουν. Για εμένα είναι πολεμιστές, είναι δηλαδή δυνατοί, με τη δύναμη που πηγάζει από την εμβάθυνση στον εαυτό σου. Νιώθω ότι μερικές φορές ότι έχουν τις δικές τους σιωπηλές φωνές, λένε τις δικές τους ιστορίες ή τραγούδια που δεν ακούγονται αλλά εκφράζονται σε μια δική τους γλώσσα. Δεν είναι αρχαίοι, δεν είναι σύγχρονοι, είναι άχρονοι και αποτυπώνουν την ανθρώπινη κατάσταση στο διηνεκές.

Στο μυαλό μου αρχικά είχα τις προϊστορικές τοιχογραφίες, έφτιαχνα τα κεφάλια μόνη μου, μυστικά αλλά σταδιακά σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω μαζί τους. Τα πλακάκια πάνω στα οποία στέκονται είναι πλακάκια σαν κι αυτά της κουζίνας μου, πλακάκια που συναντάς σε σπίτια σε ελληνικά χωριά ή ακόμη σε παλιές μονοκατοικίες των Αθηνών. Να πάλι λοιπόν το στοιχείο της εστίας.

Στις «κουρτίνες» που έφτιαξα, από πήλινες μπίλιες, κάνω μια ευθεία παραπομπή στης κουρτίνες που υπάρχουν στην είσοδο των χωριάτικων σπιτιών. Η πόρτα δεν είναι κλειστή αλλά αυτές οι «κουρτίνες» βάζουν το όριο μεταξύ της εστίας και του δημόσιου χώρου. «Ναι, δεν κλείνουμε την πόρτα μας αλλά δεν μπορείς έτσι απλά να μπεις στο σπίτι μας».  Έχουν πάλι μια ψηφιακή όψη αλλά κυρίως δίνουν την αίσθηση μιας συνεχούς κίνησης, ρέουν στους τοίχους.

Επίσης εκθέτω τα νομίσματα που έφτιαξα και που βρίσκονται σε μια γούρνα από μωσαϊκό, σαν αυτούς τους παλιούς νεροχύτες που βρίσκεις στα χωριά, με νερό που τρέχει διαρκώς και συμβολίζει τη θηλυκότητα.  Στη μια όψη έχουν ερωτικές σκηνές και στην άλλη υπάρχει μια δική μου υπογραφή, ήταν ο μόνος τρόπος να υπογράψω κάποιο έργο μου καθώς ποτέ δεν το κάνω, και στην ουσία είναι το όνομά μου Ζωή, με γράμματα βυζαντινής τεχνοτροπίας, σε σύνθεση με την λέξη Φως. Πολλοί θεωρούν τα οικονομικά και το χρήμα ανδρική υπόθεση αλλά η ιστορία μας δείχνει ότι δεν ισχύει αλλά αντιθέτως οι πρώτες συναλλαγές έχουν πολύ να κάνουν με την γεωργία, συνεπώς και με την έννοια της γονιμότητας. Στη Ρώμη τα νομίσματα φτιάχνονταν στον ναό της Juno Moneta, της θεάς που προστάτευε την αγάπη, τη γυναίκα και την οικογένεια. Δεν είναι απίστευτα ενδιαφέρον αυτό;

Διάλεξα την Αθήνα ως βάση μου καθώς νιώθω οικεία εδώ, έχω τόσους οικογενειακούς φίλους που με κάνουν να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου κι άλλωστε θεωρώ ότι πια το Λονδίνο δεν είναι ένα μέρος για καλλιτέχνες γιατί είναι πανάκριβο, τουλάχιστον σίγουρα δεν είναι για μένα. Θα ήθελα κάποια στιγμή να επιστρέψω στη Νότια Αφρική από όπου έφυγα στα δώδεκα μου αλλά είναι κάπως δύσκολο. Οι λευκοί κάτοικοι της Αφρικής θεωρούμαστε ακόμη αποικιοκράτες παρότι για παράδειγμα η δικιά μου οικογένεια έχει ζήσει για γενιές ολόκληρες στην Αφρική. Αντιλαμβάνομαι ότι όλη αυτή η βία του παρελθόντος έχει αφήσει τη δικιά της κληρονομιά, τα δικά της προβλήματα που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν. Όπως και να ‘χει ο καθένας τελικά βρίσκει το δικό του «χωριό», το δικό του μέρος.

Zoë Paul. SOLITUDE AND VILLAGE, The Breeder, Ιάσονος 45, Έως 31 Αυγούστου, Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Σάββατο 12-6μμ
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου