Η Βάλια Τσάϊτα-Τσιλιμένη μας συστήνει τη νέα της ποιητική συλλογή «Άγρια Χόρτα»

H Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Φιλολογία στο ΑΠΘ, εκπόνησε το μεταπτυχιακό της στη Σορβόνη κι εν συνεχεία πραγματοποίησε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, σε θέματα που αφορούν την ταυτότητα, την κοινωνική κριτική και τη λογοτεχνική γραφή αναφορικά με τη λεγόμενη «γενιά του 1920». Σήμερα, διδάσκει λογοτεχνία, γλώσσα και μετάφραση στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, και μας παρουσιάζει με χαρά την πρώτη της ιδιαιτέρως καλαίσθητη ποιητική συλλογή με τίτλο «Άγρια Χόρτα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη εδώ και λίγους μήνες. Η συλλογή αποτελείται από 47 ποιήματα, σε πέντε άτιτλες ενότητες, η 1η, η 2η, η 4η και η 5η με 9 ποιήματα και μόνο η 3η με 11 ποιήματα.

Μέσα σε έναν κόσμο που δεσπόζει δυστοπικός, η δημιουργός με κινητήριο δύναμη το συναίσθημα, τον έρωτα, τον ρομαντισμό και τον λυρισμό, ανταμώνει το παρελθόν για να τοποθετήσει τα γερά εκείνα θεμέλια που θα συστήσουν τον έρωτά της στο παρόν, μέσα από μία μοναδική περιήγηση σε στιγμές της παιδικής ηλικίας. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Άγρια Χόρτα», η Βάλια Τσάιτα απάντησε στις ερωτήσεις της Popaganda.

Ποια τα ερεθίσματα εκείνα που σας ενέπνευσαν για τη δημιουργία της πρώτης σας ποιητικής συλλογής «Άγρια Χόρτα»; Τα ερεθίσματα ποικίλουν και είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε αυτά με ακρίβεια. Θα μπορούσα όμως να πω ότι, χωρίς ν’ακολουθώ μια συγκεκριμένη και προδιαγεγραμμένη πορεία γραφής, τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν σε εποχή όπου είχα αρχίσει ν’αποκτώ αντισώματα σε φάσεις απώλειας, αναμέτρησης με τη δυσκολία, με έρωτες που δεν πήγαιναν εκεί που ήθελα να τους πάω εγώ, σε εποχή ενηλικίωσης (όψεων) της παιδικής μου ηλικίας.

Τι αποτέλεσε αφορμή για να «βαπτιστεί» η συλλογή με τον συγκεκριμένο τίτλο; Ο τίτλος αποφασίστηκε λίγο πριν σταλεί το βιβλίο στον εκδότη, όχι εξαρχής. Τον συναντάμε επίσης στο ποιήμα « ο Θάνατος » που είναι το κεντρικό ποίημα της συλλογής. Τα άγρια χόρτα μου εμπνέουν θαυμασμό και δύναμη. Το πείσμα τους με γεμίζει αισιοδοξία, και μου θυμίζει ότι πριν βιαστούμε να ξεριζώσουμε κάτι (που άλλωστε συχνά καταλήγει να διακοσμεί τον κήπο) θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να το παρατηρήσουμε, να δούμε τι έχει να μας αφηγηθεί. Το ίδιο δε συμβαίνει και με τους εαυτούς μας; Τον προσωπικό κήπο του καθενός μας; Άγρια χόρτα εισβάλλουν μια μέρα κι επειδή μας ξεβολεύουν τρέχουμε να τα εκμηδενίσουμε. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Ποια είναι η, σχεδόν αποκλειστική, συμπεριφορά μας (είτε ως κοινωνία, είτε ως άτομα) τη στιγμή που ξεσπάει γύρω μας ή/ και μέσα μας μια κρίση;

Από ποιες θεματικές καταπιάνονται τα ποιήματα στα «Άγρια Χόρτα»; Μου είναι λίγο δύσκολο να τις κατονομάσω με απόλυτη ακρίβεια, αλλά γενικά θα έλεγα με την Απώλεια, τον Έρωτα, τον Θάνατο, την Παιδική ηλικία, την Ενηλικίωση που όμως δε συμβαίνει (και ευτυχώς!) μοναχά μια φορά στη ζωή μας, την Πρόκληση, τη Δυσκολία και τη σημασία της στη ζωή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ποια η σχέση σας με τη μνήμη και το παρελθόν, και ποια η θέση του έρωτα και της οικογένειας τόσο στο κομμάτι της δημιουργίας όσο και στη ζωή σας; Η επιστημονική μου δουλειά μέχρι σήμερα, η μελέτη των ποιημάτων, των μυθιστορημάτων, καθώς και των κριτικών κειμένων της λεγόμενης «γενιάς του 1920» στην Ελλάδα (ας πούμε γενικά: της γενιάς του Καρυωτάκη), ήρθε να υπογραμμίσει μέσα μου κάτι που το βίωνα ήδη μέχρι τότε, υποσυνείδητα: τη σημασία, και κυρίως την παρουσία της μνήμης και του παρελθόντος σε κάθε παρόν και μέλλον. Την σχετικότητα της πορείας του χρόνου, με την έννοια του ότι μου είναι πολύ δύσκολο να διανοηθώ ένα παρελθόν απόλυτα αποκομμένο από το παρόν, το μέλλον, και το αντίστροφο. Ας θυμηθούμε την ένατη θέση για την ιστορία, του Benjamin : ο άγγελος της ιστορίας έχει το βλέμμα του στραμμένο προς το παρελθόν, « θέλει να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα ». Μια θύελλα, « αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο » τον μετακινεί « ακαταμάχητα προς το μέλλον » προς το οποίο είναι στραμμένη η πλάτη του. Νομίζω ότι ένας τρόπος υπάρχει προκειμένου η ανθρωπότητα να ελέγξει την ταχύτητα αυτής της θύελλας : να μην ξεχνά, να μη διστάζει ούτε στιγμή ν’αναμετριέται με το (κάθε είδους) παρελθόν της. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, σε μια ηλιθιώδη προσκόλληση στο παρελθόν εις βάρος της προόδου, αλλά σε μια επεξεργασία του. Σ’ έναν διάλογο μαζί του, που μόνο ένα βλέμμα βαθύτερο, στραμμένο προς τα μέσα του εαυτού μας και του κόσμου θα μπορούσε να τον επιτρέψει. Πώς αλλιώς θα τολμήσουμε να μιλήσουμε για ανθρωπινότητα ; Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο σας απαντώ σχετικά και με τη θέση του έρωτα και της οικογένειας στο κομμάτι της δημιουργίας και στη ζωή μου. Ο έρωτας είναι ζωή με διαρκές παρελθόν, παρόν και μέλλον. Και ήδη από τη γέννησή μας όψεις οικογένειας διεκδικούν χώρο στη ζωή μας και διαλέγονται με την ύπαρξή μας.

Πόσο κοντά είναι η κουλτούρα και η παιδεία των νέων σήμερα, τόσο στην ποίηση, όσο στην τέχνη και τα γράμματα γενικότερα; Νομίζω ότι δυστυχώς το φάσμα της απόστασης ανάμεσα στην κουλτούρα, στην παιδεία των νέων σήμερα και στην τέχνη γενικότερα είναι μεγάλο, αν όχι χαοτικό. Θα μπορούσα να εφιστήσω την προσοχή μας στα εναύσματα που (συχνά δεν) τους δίνουμε, στους τρόπους με τους οποίους τους απομακρύνουμε από την ευγενή περιέργεια που προϋποθέτει συχνά η επαφή με την τέχνη, στην ταχύτητα της τεχνολογίας και κυρίως στο πόσο αυτή τους απομακρύνει εύκολα από κάτι βαθύτερο που ζητά, εκ φύσεως, χρόνο, κ. ά. Συγκεκριμένα για την ποίηση, θα ήθελα να πω ότι κατά τη γνώμη μου μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει μια τεράστια παρεξήγηση, η οποία αφορά στο πως ερμηνεύει κανείς τους όρους «καταλαβαίνω» και «κατανοώ». Με απλά λόγια, θα σας θυμίσω μια απλή ερώτηση που ούτε λίγο ούτε πολύ έχουμε ακούσει όλοι μας στα πλαίσια των σχολικών μας χρόνων: « – Τι θέλει να πει ο ποιητής; »… Ε, τι θέλει να πει ο ποιητής!… Αλίμονο αν ο ποιητής ήθελε να πει ένα πράγμα, κι αυτό, συμπαγές και αμετακίνητο, αγνοώντας τον ψυχισμό, τις συνθήκες ζωής, τις εμπειρίες του κάθε αναγνώστη, περίμενε ν’αποκρυπτογραφηθεί από τον καθένα μας, ακολουθώντας νούμερα και ποσοστά εξυπνάδας. Νομίζω ότι οφείλουμε να διευρύνουμε τα σύνορα της ποίησης. Να εξηγήσουμε στους νέους ότι το ποίημα είναι ευγενής πρόκληση, πηγή φαντασίας και διαλόγου με τον καθένα μας. Όλα αυτά φυσικά δίχως να περιθωριοποιούμε τη σημασία των κλειδιών της ανάλυσης. Αυτό, όμως, έρχεται σε δεύτερο επίπεδο. Θεωρώ ότι το πρώτο, και το βασικότερο, επίπεδο επαφής (αν θέλουμε να ελπίζουμε σε συρρύκνωση του χάσματος ανάμεσα στους νέους και την ποίηση) οφείλει να είναι εκείνο της επεξεργασίας του ποιήματος (από τον καθένα μας) μέσω των πέντε αισθήσεων. Έτσι, άλλωστε, και τα κλειδιά της ανάλυσης, θα αποδειχθούν φωτεινότερα.

Ποιοι ποιητές και λογοτέχνες τους οποίους θαυμάζετε έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το δικό σας έργο; Ποτέ μου δεν αποφάσισα να έχω συγκεκριμένες πηγές έμπνευσης. Δεν ξέρω καν αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Θαύμασα και θαυμάζω πολλούς λογοτέχνες Έλληνες και ξένους, κι αν αρχίσω να τους απαριθμώ εδώ, θα χρειαστώ σελίδες ολόκληρες. Μου έχουν πει ότι βλέπουν στην ποίησή μου επιρροές από τη λογοτεχνική γενιά την οποία μελετώ στη δουλειά μου, τη λεγόμενη « γενιά του 1920 ». Την πρώτη φορά που το άκουσα, ξαφνιάστηκα: όταν γράφτηκαν τα ποιήματα αυτά, ήμουν στα πρώτα βήματα της επαφής με τα κείμενά τους. Πιστεύω ότι οι πηγές έμπνευσης είναι μεγάλο θέμα συζήτησης και δύσκολα διευκρινίσιμο. Αγάπησα και αγαπώ, πάντως, πολύ τους: Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσο, Νίκο Καββαδία, Paul Valéry, Παντελή Μπουκάλα, Θωμά Ιωάννου, Lucien Becker, Μαρία Πολυδούρη, Απόστολο Μελαχρινό, Καίσαρα Εμμανουήλ, Virginia Woolf, Άλκη Θρύλο (Ελένη Ουράνη), Στρατή Τσίρκα, Γιώργο Σεφέρη, Άρη Αλεξάνδρου, Σπύρο Πλασκοβίτη, Δημήτρη Χατζή, Μιχάλη Καραγάτση, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γεώργιο Βιζυηνό, κ. ά.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Κατά πόσο είναι εφικτό για έναν νέο συγγραφέα να βιοποριστεί από τη δουλειά του στην εποχή μας; Δε νομίζω ότι είναι εφικτό. Τουλάχιστον δε γνωρίζω κανέναν που να του συμβαίνει. Σχεδόν έχουμε ξεχάσει την ύπαρξη μιας τέτοιας πιθανότητας. Πριν ακόμη φτάσουμε στο βιοπορισμό, αξίζει να σημειωθεί ότι στις μέρες μας πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) εκδοτικοί οίκοι ζητούν χρηματική βοήθεια (από τον συγγραφέα) προκειμένου να εκδώσουν ένα βιβλίο.

Υπάρχει το πρόσφορο έδαφος για έναν σύγχρονο ποιητή, που θα του επιτρέψει να δώσει γραμμή και να καταπιαστεί από πολιτικά ζητήματα στο έργο του, όπως συνέβαινε παραδειγματικά με τους ποιητές της Γενιάς του 1930, όταν και είχε γίνει αισθητή μια αλλαγή, μια ρήξη με το παρελθόν που οδήγησε στη γέννηση νέων προβληματισμών και στη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης; Το να υπάρχουν σ’ ένα ποίημα σαφείς πολιτικές αναφορές, δεν ξέρω αν αυτό είναι μια οφειλή και πρέπει να γίνεται. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται. Νομίζω ότι το σημαντικότερο είναι να εκφράζεται κανείς με αυθεντικότητα, χωρίς να μπλοκάρει για οποιοδήποτε λόγο αυτό που θέλει να εκφράσει. Με όποιο τρόπο. Πρόσφορο έδαφος πάντως υπάρχει πάντα. Άλλωστε η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι σε καιρούς όπου φαινομενικά το έδαφος δεν υπάρχει, ξαφνικά προκύπτουν πεδιάδες ολόκληρες, βουνά δυνατοτήτων. Όσο για το παράδειγμα των ποιητών της γενιάς του 1930, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι η αλλαγή, η ρήξη με το παρελθόν που οδήγησε στη γέννηση νέων προβληματισμών και στη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης, όπως λέτε, ξεκινάει και αναπτύσσεται ήδη από τη λεγόμενη « γενιά του 1920 ». Μην κοιτάτε που οι Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά με αυτό.

Ποια είναι τα επερχόμενα σχέδιά σας; Να εκδώσω τη διατριβή μου και να επανεκδώσω τα ποιητικά απάντα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Τα υπόλοιπα είναι ακόμη σε σχετικά αφηρημένο στάδιο ή ας πούμε ότι προτιμούν να πάρουν το χρόνο τους. Θέλουν, άλλωστε, να δώσουν χρόνο στο βιβλίο «Άγρια Χόρτα» που κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγους μήνες. 

Λουίζα Σολομών-Πάντα