Βρεθήκαμε λοιπόν στην Οξφόρδη! Αν μεταφράσουμε το όνομα της Πανεπιστημιούπολης σημαίνει «Βοϊδοπέρασμα», οπότε, ως βόδι κι εγώ πέρασα από εδώ. Κάνω διδακτορικό στην Αθήνα, αλλά ήρθα να δω το βρετανικό κομμάτι της έρευνάς μου εδώ. Και καθότι υπάρχει παράδοση στις παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Μεγάλη Βρετανία, πήγα σε μια παράσταση και είδα τις Βάκχες του Ευριπίδη, στα αρχαία ελληνικά.
Πρώτα από όλα, να πούμε ότι το θέατρο Oxford Playhouse, έχει την παράδοση να ανεβάζει ένα ελληνικό δράμα κάθε τρία χρόνια, με ηθοποιούς αποκλειστικά σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Καταφθάνουν δε στην Οξφόρδη κλασικοί φιλόλογοι από όλο το Ηνωμένο Βασίλειο για να παρακολουθήσουν αυτή την επετειακή παράσταση.
Μάλιστα, φέτος, διοργανώθηκαν και διαλέξεις πριν από κάθε σκηνική παρουσίαση. Το έργο παιζόταν για μία εβδομάδα, με ισάριθμες διαλέξεις πριν.
Εγώ η αλήθεια είναι ότι διάλεξα παράσταση με κάποια ματαιοδοξία. Ήθελα να δω τον σπουδαίο και συνταξιούχο φιλόλογο Όλιβερ Τάπλιν ! Ιδρυτής του τεραστίου Αρχείου Παραστάσεων Ελληνικού Δράματος και συγγραφέας του πρωτότυπου βιβλίου «Η αρχαία ελληνική τραγωδία σε σκηνική παρουσίαση» ο Τάπλιν ανέδειξε το προφανές αλλά όχι και τόσο προφανές: ότι τα κείμενα που διαβάζουμε στις τραγωδίες γράφτηκαν ως θεατρικά έργα, για να βλέπονται και να ακούγονται, με σκηνική δράση. Πριν την παράσταση λοιπόν, η διάλεξη. Άκουσα με ταραχή όσα είπε ο Όλιβερ Τάπλιν, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να θάψει θεατρικά μεγαθήρια :
«Πιστεύω ότι οι παραστάσεις αρχαίου δράματος που έχουν ως βασικό του στοιχείο την επί σκηνής επίδειξη, είναι λίγο αμήχανες. Για παράδειγμα, είδα τη Ζυλιέτ Μπινός να παίζει Αντιγόνη και στη διάρκεια της αγγελικής ρήσης, να απεικονίζει με τα χέρια της όσα έλεγε ο Άγγελος. Μα, σκηνοθετικά θεωρώ ότι αυτό είναι λίγο αμήχανο. Και τεμπέλικο. Η δύναμη στις αγγελικές ρήσεις βρίσκεται στις λέξεις. Στο πώς θα εξάψεις, θα ιντριγκάρεις τη φαντασία του θεατή. Χρειάζεται, νομίζω, μαγεμένη εκφορά του λόγου. Και όχι επί σκηνής παρουσίαση με παντομίμα ! »
Αυτά είπε ο καθηγητής, προφανώς δεν του είχαν πει πώς σκηνοθετήθηκε το έργο που θα βλέπαμε μετά ;
Η παράσταση που είδα, σα να πήρε τις οδηγίες του Τάπλιν και να τις παρενέβη όλες !
Αλλά πριν πάμε στην κριτική, ας δούμε την υπόθεση του έργου:
Βάκχες – Διονυσιακή Μανία
Ο Διόνυσος, ο θεός της εκστάσεως και του κρασιού, υιός του Διός, επιστρέφει στην πατρίδα του Θήβα, προκειμένου να καθάρει το όνομα της μητρός του και να τιμωρήσει την πόλη. Ο Βασιλιάς της Θήβας, Πενθέας, έχει επιβάλει απαγόρευση της λατρείας του Θεού. Ο Διόνυσος καταφθάνει ντυμένος ξένος, με έναν χορό Βακχών, στις οποίες ο ίδιος έστειλε μανία. Εκείνες τρελαμένες στα βουνά, τελούν τη λατρεία του και μαίνονται.
Ο Πενθέας, δεν πείθεται πως η μανία των Βακχών είναι θεόσταλτη. Θεωρεί πως απλώς έχουν μεθύσει και θέλουν να αποφύγουν τους σωστούς κανόνες της Θηβαϊκής κοινωνίας. Επομένως, διατάσσει την σύλληψη του ξένου, δηλαδή του Διονύσου, πηγή των προβλημάτων όλων. Ο Διόνυσος επιτρέπει να τον συλλάβουν. Μέσα από τρεις συναντήσεις με τον Διόνυσο, ο Πενθέας παγιδεύεται και οδηγείται στον θάνατό του. Πρώτα, προσπαθεί να δέσει τον θεό, αλλά δένει έναν ταύρο. Έπειτα γίνεται σεισμός, κι ο Διόνυσος προσπαθεί να πείσει τον Πενθέα να μην κάνει όσα προσπαθεί, αλλά εκείνος αρνείται. Ένας αγγελιαφόρος βοϊδολάτης περιγράφει τις μαινόμενες Βάκχες που πίνουν γάλα, μέλι και κρασί τρελαμένες στο δάσος. Παίζουν μουσική, θηλάζουν από άγρια ζώα και χορεύουν χαρούμενα. Επιτίθενται στον βοϊδολάτη, ο οποίος μόλις που ξεφεύγει από την μαινόμενη μητέρα του Πενθέα, Αγαύη. Ο Διόνυσος παρατηρεί το ενδιαφέρον του Πενθέα και αποφασίζει να τον ρίξει στην παγίδα: «Γιατί δεν πας να τις δεις κι εσύ τι κάνουν, ντυμένος Μαινάδα;». Τότε ο Βασιλεύς Πενθέας αποφασίζει να ντυθεί κι εκείνος σαν Βάκχα, με περούκα και φουστάνι, θηλυπρεπής, δίχως αρρενωπότητα και εξουσία, ματαιόδοξος και αλαζόνας, ένα πρόστυχο, λάγνο πλάσμα, παραστέκει να κρυφοκοιτάξει τις μαινάδες. Όπως μαθαίνουμε κατόπιν από αγγελιαφόρο, ο οποίος αφηγείται τα τεκταινόμενα, ο Διόνυσος προδίδει τον Πενθέα που κρύβεται πίσω από ένα δέντρο και πρώτη εφορμά πάνω του η μητέρα του Αγαύη, η οποία τον κατασπαράσσει, χαμένη στη διονυσιακή μανία της. Η Αγαύη επιστρέφει στο Παλάτι της Θήβας με το κεφάλι του Πενθέα στα χέρια. Δεν αντιλαμβάνεται τι πράττει και περηφανεύεται για ένα λεοντάρι που σκότωσε, τον γιό της. Ο γέρος Κάδμος γνωρίζει τι συνέβει και την συνεφέρνει. Η Αγαύη κλαίγει. Στο τέλος, ο Διόνυσος εμφανίζεται και πάλι, με την Θεϊκή του τώρα μορφή, διώκει την Αγαύη από την Θήβα και διατάσσει ο Κάδμος και η γυναίκα του να μεταμορφωθούν σε φίδια, καταδικασμένα στην καταστροφή αυτή του Θηβαϊκού βασιλικού οίκου.
Η παράσταση ;
Αυτά το κείμενο. Αυτά ο Ευριπίδης. Στην παράσταση όμως ; Τι είδαμε; Είδαμε τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς να παίζουν τον Διόνυσο, να φιλάνε ο ένας τον άλλο στο στόμα, αλλά να φιλάνε και τον χορό των Βακχών στο στόμα. Να χαϊδολογούνται, να χουφτώνουν ο ένας τον άλλο. Ο Διόνυσος Α’ χούφτιαζε τα καπούλια του Διονύσου Β’ μέχρι να αναλάβει ο Διόνυσος Γ’ ο οποίος φορούσε στενό κορσέ και σούφρωνε τα χείλη σαν Μικ Τζάγκερ. Ο δε χορός των Βακχών αποτελείτο από αγόρια θηλυπρεπή και όχι κορίτσια. Αγόρια τα οποία όλα στο πλαίσιο του ανδρόγυνου, δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι άνδρες ή γυναίκες. Με λάγνα βλέμματα, κουρμπαριστά σώματα και καμπύλες, με ψιλές φωνές και χορευτικές κινήσεις. Πού λέει ο Ευριπίδης ότι οι Βάκχες είναι θηλυπρεπή αγόρια και φιλιούνται στόμα με στόμα; Κορίτσια δεν υπήρχαν σε αυτόν τον χορό; Βεβαίως υπήρχαν. Δύο ξανθές, στρουμπουλές και απωθητικές Βρετανίδες. Σαν ο σκηνοθέτης να μισούσε τις γυναίκες; Δεν ξέρω.
Μα όλα στραβά ήταν σε αυτή την παράσταση;
Όχι ! Το κείμενο τηρήθηκε στην απόλυτη εντέλεια ! Οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος εκφοράς του λόγου, το πώς κατάφεραν αυτοί οι φοιτητές ηθοποιοί να θυμούνται όλο το αρχαίο κείμενο δίχως υποβολέα, από στήθους ! Αλλά ο τρόπος εκφοράς του λόγου ήταν λίγο στρυφνός. Δηλαδή, υπερβολικά τονισμένες εκφράσεις στα πρόσωπα, καρικατούρες και τραβηγμένες φάτσες, γκριμάτσες και σχεδόν γελοία τραβήγματα. Περίμενα να δω έναν Πενθέα ανδρόγυνο, έστω στυλ David Bowie, και τι είδα;
Έναν Πενθέα με φουστανάκι από τούλι ροζ και μπλούζα κοντή. Ο Πενθέας ενδύεται γυναίκα, άρα δικαιούται να είναι ντραγκ ως θέαμα. Αλλά όταν εμφανίστηκε έτσι επί σκηνής, μόνο ντραγκ δεν έδειχνε.
Επίσης, η παρενδυσία του Πενθέα έχει νόημα με την έννοια ότι προσπαθεί να μπει στα άδυτα των Βακχών, να ομοιάζει μαζί τους, να μην τον αντιληφθούν. Γι’ αυτό ντύνεται γυναίκα. Εδώ, ο Πενθέας ντύθηκε γυναίκα, και όντως γίνεται τραβεστί, αλλά προκειμένου να μοιάζει. Αλλά εδώ διόλου δεν έμοιαζε με τις Βάκχες. Οι Βάκχες, μόνο για γυναίκες δεν έμοιαζαν. Θηλυπρεπή αγόρια, ντυμένα με καφέ σώβρακα, δεν υπερβάλλω, καφέ σκελαίες φορούσαν επί σκηνής. Ποιο το νόημα και με ποια λογική σώβρακα ο χορός; Και τέλος, γιατί να ντυθεί με φουστανάκι ο Πενθέας, αφού δεν φοράει φουστανάκια ο χορός; Μήπως έπρεπε να βάλει και αυτός σώβρακο; Ο Πενθέας ντύνεται κοριτσάκι για να μοιάζει με τα κοριτσάκια, όχι κοριτσάκι για να μην μοιάζει με τα αγοράκια που κάνουν σαν κοριτσάκια αλλά είναι ντυμένα με σώβρακα. Παραλογίζομαι.
Ο δε Διόνυσος κολλάν ο ένας, στενό σέξι κορσέ ο άλλος, μπέρτα του Μπάτμαν ο τρίτος.
Παρόλα αυτά, ήταν εντυπωσιακή η πιστότητα στο κείμενο ! Ούτε γραμμή δεν ξεχάσανε οι ηθοποιοί ! Αλλά πάντα, με υποτίτλους στα αγγλικά. Ερωτώ τώρα ολίγον χωριάτικα, άμα είναι να διαβάζουμε τους υποτίτλους, ποια η λογική του να γίνει η παράσταση στα αρχαία; Αλλά τέλοσπάντων. Και μάλιστα με την αρχαία, δήθεν ανακατασκευασμένη ερασμιακή του Άλλεν προφορά, την απολύτως γελοία που λέει ότι «οίκος» διαβάζεται «ο-ι-κος» και άλλα τέτοια αστεία.
Διευκρινίζω. Αγαπώ τον Όσκαρ Ουάιλντ. Μου αρέσει ένα μεγάλο κομμάτι κουήρ λογοτεχνίας. Αλλά να κολλάει ! Όχι όπου μου ήρθε να το βάζω ! Τα γκέι στοιχεία όφειλαν να ευρίσκονται στον Πενθέα όταν παρενδύεται. Όχι στον χορό ή στους Τρεις Διονύσους. Και μη με πει κανείς ομοφοβικό, γιατί θα τον τσουρομαδήσω.
Τέλος, να πούμε ότι η διάλεξη προ της παράστασης μάλλον δεν ελήφθη καθόλου υπόψη, διότι ο Τάπλιν είπε πως είναι λάθος η παντομίμα για απόδοση των λεγομένων των Αγγελιαφόρων, και ο σκηνοθέτης της παράστασης ακριβώς αυτό έκανε ! Η περιγραφή του θανάτου του Πενθέα, τον οποίο κατασπαράσσουν οι Βάκχες, αποδόθηκε με βίντεο αρτ, σε ένα βιντεοκλίπ. Η Αγγελιαφόρος περιέγραφε και στην οθόνη βλέπαμε τι γινόταν.
Ρε παιδιά, τουλάχιστον αν είναι να κάνετε ακριβώς αυτό που ο καθηγητής που φιλοξενείτε θεωρεί λάθος, μην φιλοξενείτε τον καθηγητή ! Αφήστε τον στη σύνταξή του και μην τον βάζετε να μιλά πριν τις παραστάσεις σας.
Μοναδική ελπίδα, μία μετρημένη και λιγνή Αγαύη στο τέλος, που έπαιξε ωραία και αρκετά πειστικά τον ρόλο της. Αλλά τι να το κάνω; Μου είχε φύγει το κεφάλι από όσα είδα πριν, που η Αγαύη ήρθε αργά…
Ας σταματήσω να γκρινιάζω. Τις επόμενες ημέρες είδα τον ένα από τους τρεις Διονύσους με χαϊμαλιά χίπικα στα μαλλιά και σαλβάρι πολύχρωμο να περιπατεί μπροστά μου, έξω από το βιβλιοπωλείο Μπλάκγουελ της Οξφόρδης. Λίγο αργότερα, είδα τον δεύτερο Διόνυσο να τρώει κεμπάμπ, σαν κι εμένα, στο δρόμο. Ήθελα να τους ρωτήσω και τους τρεις «Πού τα είδατε να τα λέει αυτά ο Ευριπίδης γαμώ την τρέλα μου; Θηλυπρεπής είναι μόνον ο Πενθέας, κι αυτό για πρακτικούς λόγους. Ενώ στην παράστασή σας δεν είχε κανένα πρακτικό νόημα».
Αυτά ήθελα να τους πω.
Άμα ελαφρύνει καθόλου τη θέση μου, έχω δει Βάκχες. Από Αμερικάνους, με γυναίκες και άνδρες στο χορό. Με τα στοιχεία που περιέγραψα παραπάνω. Με τις λογικές αναλογίες φύλου και κουηροσύνης. Κι έναν σωστά Ανδρόγυνο Πενθέα.
Αλλά μετά θυμήθηκα το ανέκδοτο. Και σώπασα. Εκείνο το ανέκδοτο που λέει «Τι είναι μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο Άγγλους;»
«Εμπόδιο».