Αν υπάρχει μια φετινή ταινία στο δρόμο προς τα Όσκαρ που κέρδισε τον τίτλο “the little film that could”, αυτή είναι αναμφίβολα το Sound Of Metal, που χρειάστηκε 13 χρόνια και άλλα 2 μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της (στο Φεστιβάλ του Τορόντο) για να καταλήξει με 6 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, ανάμεσά τους και για Καλύτερη Ταινία. Σε συνέντευξή του, ο σκηνοθέτης, Ντάριους Μάρντερ, χαρακτήρισε την αρχική αντίδραση του Χόλιγουντ στην ιδέα μιας ταινίας που συνδυάζει το heavy metal, την απώλεια ακοής και την εξάρτηση από αλκοόλ και ναρκωτικά ως “το τέλος μιας συζήτησης που δεν είχε αρχίσει καν”, αλλά η απόκτηση της ταινίας από το Amazon άνοιξε το δρόμο για σημαντικές βραβεύσεις κατά τη διάρκεια της σεζόν, με αποκορύφωμα πολλαπλές εμφανίσεις στις οσκαρικές λίστες: εκτός από τη βασικότερη κατηγορία, το Sound Of Metal είναι επίσης υποψήφιο για Α’ και Β’ ανδρικό ρόλο (Ριζ Άχμεντ και Πολ Ράσι, αντίστοιχα), πρωτότυπο σενάριο (για τον Μάρντερ, τον αδερφό του, Έιμπραχαμ και τον Ντέρεκ Σιανφράνς), μοντάζ και ήχο.
Τα δύο τελευταία είναι τα μεγαλύτερα όπλα της ταινίας, που παρακολουθεί έναν ντράμερ μέταλ συγκροτήματος, που αποτελείται από τον ίδιο και την κοπέλα του, Λου (Ολίβια Κουκ), που πληρώνει βαρύ τίμημα για την αγάπη του για τη μουσική όταν ξαφνικά χάνει την ακοή του. Η κατάστασή του περιπλέκεται από την εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά και η ανήσυχη Λου τον στέλνει σε ένα καταφύγιο απεξάρτησης για κωφούς, όπου γνωρίζει ένα βετεράνο του Βιετνάμ (Ράσι) που γίνεται το στήριγμα και ο καθοδηγητής του. Πρόσφατα, οι κύριοι συντελεστές της ταινίας, που είναι διαθέσιμη στο Amazon Prime Video, μίλησαν στην Ταινιοθήκη της Αμερικής για το δύσκολο δρόμο της πραγματοποίησής της, αλλά και την επαφή με την κοινότητα των Κωφών που τους άλλαξε τη ζωή. Όπως πάντα, η Popaganda ήταν παρούσα και μεταφέρει:
Για την αρχική ιδέα:
Ντάριους Μάρντερ: Η σύλληψη άρχισε με ένα ντοκιμαντέρ που γύριζε ο φίλος μου Ντέρεκ Σιανφράνς [σ.σ.: ο σκηνοθέτης του Blue Valentine] για μια noise μπάντα, τους Jucifer. Είναι φοβεροί, ένα ζευγάρι που συνεχώς περιοδεύει και ζει σε ένα τροχόσπιτο και παίζει απίστευτα δυνατή μουσική. Αυτός ήταν ο κυριολεκτικός σπόρος που ξεκίνησε όλο αυτό και, κοιτάζοντας το υλικό που έπρεπε να μοντάρω πριν 12 χρόνια, ένιωθα ότι υπάρχουν κι άλλες θεματικές και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να το γράψω. Ξύπνησαν άλλα πράγματα μέσα μου και η ταινία κατέληξε να είναι το αποτέλεσμα πολύ προσωπικών στιγμών που κατάφερα να φέρω στην επιφάνεια μαζί με τον αδερφό μου.
Για τις εξαντλητικές πρόβες:
Ριζ Άχμεντ: Ήταν μακρά διαδικασία. Έκανα μαθήματα ντραμς για 7 μήνες με τη δασκάλα μου, την Κάιλα Κάρτερ, που ήταν τρομερή και με πίεσε πολύ για να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορείς να *παίξεις* ντραμς στην πραγματικότητα, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να παίξεις τον εαυτό σου, να παραδώσεις τον έλεγχο και να μην σκέφτεσαι. Είναι μια σωματική διαδικασία. Η Ολίβια είχε πολύ λιγότερο χρόνο προετοιμασίας και έπρεπε να μάθει τρία όργανα: ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο τραγουδιού-κραυγής, loop pedal και κιθάρα. Ξεκίνησε αρκετά αργότερα από έμαν και κάναμε πρόβες χωριστά στην αρχή και μετά μαζί μια φορά την εβδομάδα. Ήταν έντονη και αγχωτική διαδικασία, τώρα τη σκέφτομαι σαν πολύ διασκεδαστική εμπειρία, αλλά τότε ήταν παράνοια.
Για τη συγγραφή του σεναρίου:
ΝΜ: Είμαι εμμονικός αφηγητής ιστοριών. Η συγκεκριμένη πήρε πολύ καιρό μέχρι να βρεθεί η φόρμα της. Ένα μέρος υπήρχε από την πρώτη στιγμή, έγραφα για δύο χρόνια, μετά συμμετείχε και ο αδερφός μου και καταλήξαμε με ένα τελικό σενάριο 2000 σελίδων. Γράφαμε ασταμάτητα. Είχαμε γράψει, για παράδειγμα, ολόκληρο το παρελθόν του χαρακτήρα της Λου. Ήθελα να ξέρω κάθε λεπτομέρειες γι’αυτούς τους χαρακτήρες και μου διέφευγε η τελική μορφή για αρκετό καιρό, για να είμαι ειλικρινής. Και όταν τη βρήκα τελικά, είχα το μπλοκμπάστερ [γέλια]. Κανείς δεν ήθελε να το υποστηρίξει, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να κάνω κάτι με αυτό και δεν ήταν απλό γιατί η εύρεση των σωστών ηθοποιών ήταν ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Είναι τρελό που βρήκαμε ο ένας τον άλλον, γιατί δεν θα μπορούσα να το φανταστώ αλλιώς.
Για το ταξίδι της Λου:
Ολίβια Κουκ: Η Λου είναι μια νέα κοπέλα που βρέθηκε σε μια απρόσμενη, απίθανη θέση που δεν είχε σκεφτεί πολύ καλά ούτε ήθελε να επιστρέψει εκεί. Στην αρχή, όλα ήταν συναισθηματικά ωμά και αγγίξαμε το τραύμα του παρελθόντος, αλλά και τον τρόπο που εκείνη και ο Ρούμπεν λειτουργούν σαν μονάδα. Είναι το είδος σχέσης που το ένα άτομο είναι το φυτό τη μία μέρα και το άλλο είναι το νερό και αντίστροφα. Και πιστεύω ότι το να κερδίζεις την ανεξαρτησία σου, να φροντίζεις και να σκέφτεσαι τον εαυτό σου και να σε ανατρέφει ένας γονιός, σου δίνει τεράστια αυτοπεποίθηση και ψυχική και σωματική υγεία.
Για την κοινότητα των Κωφών και τη νέα οπτική ζωής:
ΟΚ: Είχα πλήρη άγνοια για την κουλτούρα και την κοινότητα των Κωφών και τώρα παρατηρώ αυτές τις μικρές καθημερινές αδικίες και το πόσο δύσκολο είναι να ζήσεις σαν κωφός σε έναν ακουστικό κόσμο. Μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες αλλαγές θα σήμαιναν πολλά και θα διευκόλυναν τόσο πολύ την κοινότητα των Κωφών χωρίς να επηρεάζονται οι ζωές των ανθρώπων με ακοή.
ΡΑ: Όπως και η Ολίβια, έτσι κι εγώ δεν είχα επαφή με τη συγκεκριμένη κοινότητα και νιώθω προνομιούχος που με υποδέχτηκαν. Με ρωτάνε αν ήταν δύσκολο να μάθω την αμερικάνικη νοηματική γλώσσα και λέω ότι ήταν χαρά και δώρο. Συνδεθήκαμε με άτομα που δεν θα είχα συνδεθεί ποτέ υπό άλλες συνιήκες και έμαθα τόσα πολλά. Ο δάσκαλός μου, Τζέρεμυ Στόουν, μου είπε για το κλισέ που υπάρχει στην κοινότητα ότι οι άνθρωποι με ακοή είναι καταπιεσμένοι συναισθηματικά επειδή κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Και με είχε μπερδέψει αυτό μέχρι που άρχισα να τα καταφέρνω καλύτερα στη νοηματική και έπιασα τον εαυτό μου μιλώντας να γίνεται συναισθηματικός με ένα τρόπο που δεν θα ήταν αν χρησιμοποιούσα λέξεις. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει για πραγματικά ενώνεσαι με ένα διαφορετικό τρόπο με αυτό που λες και η κοινότητα αυτή μου έμαθε το αληθινό νόημα της επικοινωνίας. Το να ακούς δεν είναι απλώς κάτι που κάνεις με τα αυτιά σου, αλλά με όλο σου το σώμα, έχει σχέση με το να αφήνεις λίγο χώρο και στην ενέργεια του άλλου ατόμου με την προσοχή σου και οι κωφοί με τους οποίους συναναστράφηκα σε αυτό το ταξίδι είναι οι καλύτεροι ακροατές που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου.
Για το ρόλο και την αξία του ήχου στην ταινία:
ΝΜ: Σαν μοντέρ, ο ήχος ήταν πάντα πολύ σημαντικός για εμένα. Θεωρώ ότι είναι ενδιαφέρων γιατί μπορεί να ξυπνήσει μια βαθιά κρυμμένη ανάμνηση, κάπως σαν την όσφρηση, που μπορεί να σε μεταφέρει σε ένα πολύ ζωντανό μέρος και όχι σε κάτι συναισθηματικό, όπως συμβαίνει με σχεδόν όλα τα πράγματα πλέον. Γράφοντας με τον αδερφό μου, επικεντρωθήκαμε στο πώς νιώθει κάποιος με την απουσία του ήχου. Είναι τολμηρή και απλή ιδέα, αλλά για να τη νιώσουμε έπρεπε να περάσουμε μέσα από το δαχτυλίδι της φωτιάς. Ανησυχούσαμε μήπως το κοινό δεν καταλάβει ή μήπως βαρεθεί ή μήπως χρειάζεται να το καθησυχάσουμε και το χάσουμε όλο αυτό. Αυτή είναι η θέση της ταινίας, η θέση της οικοδόμησής της: για να φτάσεις εκεί, πρέπει να δημιουργήσεις μια λεπτομερέστατη γλώσσα μέσα από το μοντάζ της εικόνας και του ήχου, έτσι ώστε να νιώσεις τελικά κάτι υπερβατικό μέσα από την αφαίρεση του πράγματος που πίστευες ότι κυνηγούσες σε όλη την ταινία. Αυτή η ιδέα της αφαίρεσης ενός εμποδίου είναι καθοριστική στο ποιοι είμαστε ως άνθρωποι.