Το ίντερνετ είναι η ευχή και η κατάρα του σινεμά που κάνει ο Γιάννης Οικονομίδης. Χαρίζει στις ταινίες του διαχρονικότητα, τις διατηρεί επίκαιρες και τις βοηθάει στην πορεία να μην τραυματιστούν ανεπανόρθωτα από την πονεμένη απάντηση στην ερώτηση «πόσα εισιτήρια κόβουν οι ελληνικές ταινίες;». Άλλωστε, το ντεμπούτο του, Σπιρτόκουτο, πίσω στο 2002, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα (μαζί με το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες του Σταύρου Τσιώλη και τα Φτηνά Τσιγάρα του Ρένου Χαραλαμπίδη) «δεύτερης κινηματογραφικής ζωής» στο ελληνικό σινεμά των τελευταίων δεκαετιών. Ο (πολύς) κόσμος τα έμαθε, τα αγάπησε, τα διέδωσε μέσα από το youTube και τα torrents.
Κάπου εδώ τελειώνει η ευχή. Κι αρχίζει η κατάρα. Του «καλτ». Αυτού του καταταλαιπωρημένου, βάναυσα εισαγόμενου όρου που ευθύνεται για πολλές παρεξηγήσεις. Ο τεμαχισμένος σε youTube κλιπάκια, Οικονομίδης έγινε λοιπόν «καλτ». Κι έτσι οι ατάκες επιβίωσαν, πέρασαν στην αργκό: «τα ντουί», οι «Φωτεινούλα και Σκοτεινούλα», το στένσιλ «τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» στους αθηναϊκούς τοίχους και οι διάφορες παραλλαγές του «πετσοκόμματος» που, για σκεφθείτε, υπάρχει έστω μια μέρα του τελευταίου χρόνου που δεν ακούσατε κάποιον να το χρησιμοποιεί; Αλλά και κάπως έτσι οι ταινίες του απέκτησαν μια μαζικότητα με όρους meme – ας μην ξεγελιόμαστε μέσα στην όποια φούσκα μας, το στιβαρό νεονουάρ Μικρό Ψάρι έκοψε κάτι παραπάνω από 16.000 εισιτήρια το 2014.
Μαζικότητα επειδή «έχει πλάκα». Μόνο που ο ιδιοσυγκρασιακός, μπρουτάλ ρεαλισμός του Γιάννη Οικονομίδη προφανώς έχει (ενίοτε πικρό) χιούμορ, αλλά πλάκα δεν έχει. Ποιος μπορεί να καλαμπουρίσει βλέποντας, ακόμα και σήμερα-20 χρόνια μετά, το Σπιρτόκουτο που έβαλε νίτρο στον δραματικό ελληνικό μικροαστισμό; Ποιος μπορεί να δει ξανά την Ψυχή στο Στόμα, στο context ας πούμε της τελευταίας εβδομάδας, και να μην παρατηρήσει ότι ο λούμπεν μισανθρωπισμός ήταν πάντα εκεί; Ποιος άραγε θυμάται τον ασπρόμαυρο Μαχαιροβγάλτη που δεν έκανε-δεν έκανε 8000 εισιτήρια το 2010;
Ο Οικονομίδης, φυσικά, τα ξέρει όλα αυτά. Έχει βαρεθεί να απαντά στην ερώτηση περί «τυποποίησης» που είναι δεδομένη σε κάθε συνέντευξή του. «Γλέντησε» το ίδιο το σύμπαν του στο διαφημιστικό της Γιάφκας και το μετέφερε στο υπερεπιτυχημένο θεατρικό του ντεμπούτο, Στέλλα Κοιμήσου…
… Και τώρα, στην έκτη του ταινία, Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, κάνει κωμωδία. Το δηλώνει επανειλημμένα κι αναπολογητικά, τόσο ο ίδιος όσο και οι συντελεστές της ταινίας, στο εξαντλητικό πρόμο του φιλμ τις περασμένες εβδομάδες. Φτιάχνοντας αυτό που, για λόγους ευκολίας, έχουμε μάθει να αποκαλούμε «ταραντινικό σύμπαν», τοποθετώντας το στην ελληνική επαρχία, εξερευνώντας το τρίπτυχο «έρωτας – προδοσία – θάνατος», μπολιάζοντας το με πολλές φωνές, πολλά μπινελίκια, πολλές επαναλήψεις στους διαλόγους (οι επαναλήψεις είναι κάτι που κανένας άλλος δεν έχει χρησιμοποιήσει τόσο πολύ όσο ο Οικονομίδης… και ο Νίκος Φώσκολος: ο Οικονομίδης βάζει τους ήρωές του να επαναλαμβάνουν συνεχώς τις ατάκες τους και να ακούνε τον εαυτό τους ως λύτρωση του πατροπαράδοτου ελληνικού «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», ο Φώσκολος ήθελε απλά να γεμίζει 2 σαπουνόπερες κάθε μέρα και θυσίασε λίγη από την ικανότητα της Βίρνας να καταλαβαίνει με τη μία τι της λένε).
Η αφετηρία της πλοκής θυμίζει το (παραγνωρισμένο στην εποχή του) ντεμπούτο των αδερφών Κοέν, Μόνο Αίμα, από το 1984. Ο Μάνος Ζαφειρόπουλος (ο «καυτός» από το θεατρικό Άνθρωποι και Ποντίκια, Βασίλης Μπισμπίκης, σαν να προσπαθεί ένα τσικ παραπάνω να καθιερωθεί ως «Οικονομιδικός») είναι λαϊκός σταρ στην Αθήνα, την τρώει από τα κυκλώματα κι εκεί που είναι πάνω πάνω στη μαρκίζα της πρωτεύουσας, τα παρατάει όλα και γυρίζει σε μια αδιευκρίνιστη πόλη της ελληνικής επαρχίας όπου ανοίγει «λαϊκό κέντρο διασκέδασης» με τη μάνα του. Ερωτεύεται την Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου, η χημεία της με τον Μπισμπίκη έχει σκαμπανεβάσματα) και δε θα’ πρεπε γιατί εκείνη είναι παντρεμένη με τον τοπικό επιχειρηματία Σκυλογιάννη (φοβερός ως χαροκαμμένος καψούρης ο Γιάννης Τσορτέκης) που έχει στενές σχέσεις με τον υπόκοσμο. Αποφασίζουν να το σκάσουν, και το γλυκό έρχεται να δέσει με την εμφάνιση 1 εκατομμυρίου ευρώ που περιπλέκει τα πράγματα όσο μπορεί να τα περιπλέξει 1 εκατομμύριο ευρώ – δηλαδή απόλυτα. Αποκαλύπτοντας όμως μια σειρά από ευρηματικούς δεύτερους χαρακτήρες που θα σας θυμίσουν, ναι, κάποιες ταινίες του Ταραντίνο, κι ακόμα περισσότερο τα δύο πρώτα φιλμ για τα οποία συζητήσαμε το όνομα Γκάι Ρίτσι, Δύο Καπνισμένες Κάννες κι Αρπαχτή.
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου και το μεγάλο ατού της Μπαλάντας. Αυτό το κολάζ μορφών που κάπου έχουμε ξαναδεί, αλλά όχι στο ελληνικό σινεμά – η συνδρομή των Χάρη Λαγκούση και Δημοσθένη Παπαμάρκου στο σενάριο προφανώς καθοριστική. Ένας αδυσώπητος μικροσκοπικός γκάνγκστερ με κινητικά προβλήματα (ο γελοιογράφος Πέτρος Ζερβός), το ψαρωμένο γκανγκστεράκι που μαγειρεύει γεμιστά (ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης), ο επαρχιώτης αρχιμαφιόζος με τα σπαστά ελληνικά, οι δίδυμοι ιδιοκτήτες χοιροστασίου, φαντεζί σκυλάδες (Γιώργος Γιαννόπουλος ως easter egg), μια τσαμπουκαλέμένη γραμματέας (Λένα Κιτσόπουλου), ο μηχανόβιος μπλακμεταλλάς μπράβος με την καρδιά ενός μαρουλιού (δε θα γελάσετε με κανένα άλλον περισσότερο απ’ ότι με τον Αντώνη Κοτζιά) και φυσικά τα δύο τοτέμ του Οικονομιδικού σύμπαντος: ο Βαγγέλης Μουρίκης παίζει μόνο σε 3-4 σκηνές και το «κλέβει», ενώ ο Στάθης Σταμουλακάτος στον ρόλο του σχεδόν αμίλητου νταραβεριτζή που κινεί τα νήματα μοιάζει και πάλι σαν είναι ο ρόλος (και όχι σαν να τον υποδύεται).
Θα γελάσετε με την ψυχή σας με την Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς. Έστω και, σε στιγμές, «επιθεωρησιακά» όταν τα μπινελίκια πέφτουν βροχή. Τo viral παραμονεύει σε κάθε σκηνή, σε κάθε ατάκα, στην επόμενη λέξη – τη συνθήκη του «καλτ» που μπορεί να αποβαίνει και εις βάρος του, όπως συζητήσαμε πριν, ο Οικονομίδης ξέρει φυσικά να την εκμεταλλεύεται κιόλας. Και υπάρχει και μια σκηνή, ας την πούμε η σκηνή του «φέρτε μου λίγο για να πιω», που είναι σκηνή ανθολογίας. Ενδεικτική του εύρους των αναφορών στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή κουλτούρα που αυτή τη φορά θέλησε να καλύψει: μαζί με τα σκυλοτράγουδα και τα συνθήματα της εξέδρας που ακούγονται μέχρι τους Nightstalker και τον Boy, μάλλον πρέπει να συμπεριλάβουμε περιφερειακά και τον ΛΕΞ που μπήκε από σπόντα στο σύμπαν του φιλμ.
Δεν είμαι από αυτούς που ενοχλούνται με τη μεγάλη διάρκεια (142 λεπτά), κάτι που απ’ ότι κατάλαβα στα πηγαδάκια μετά την πρεμιέρα στην Στέγη θεωρήθηκε ως, ίσως, το πρόβλημα της ταινίας. Μεγαλύτερη αδυναμία, θα έλεγα ότι είναι το κάπως anti-climax φινάλε. ΟΚ, σε μια ιστορία απληστίας δεν περιμένεις να συμβεί κάτι συνταρακτικό που να την ανατρέπει ως βασικό μοχλό της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά νομίζω ότι η Μπαλάντα αφήνει την αίσθηση ότι οι επιμέρους σεκάνς ενδιέφεραν περισσότερο από το «ποιος θα πάρει το χρήμα ή/και το κορίτσι». Είναι εκεί που ο Οικονομίδης βάζει και το δεύτερο επίπεδο της κωμωδίας του: «Τα θέματα είναι αυτά που με απασχολούν πάντα: η προδοσία, η φιλοχρηματία, η απιστία, τα ψεύτικα συναισθήματα, ο ανδρικός κόσμος, τα ταμπού που κουβαλάει ο νεοέλληνας, ο συντηρητισμός του, η ξενοφοβία του, η ομοφοβία του, η φαλλοκρατία του, όλα αυτά τα μείον», είπε στον Θεοδόση Μίχο πριν λίγες μέρες.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα.
Πίσω από την τζάμπα μαγκιά της ελληνικής πατριαρχιας, κρύβεται η πανταχού παρούσα «ελληνίδα μάνα». Έτσι κι εδώ, σχετικά γρήγορα, οι μάνες των δύο αντίζηλων είναι που παίρνουν τα γκέμια. Ως «πολεμικός» δημιουργός, ο Οικονομίδης γουστάρει τους ερασιτέχνες, τρελαίνεται να τους βγάζει αυτό που (δεν ξέρουν ότι) έχουν. Αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην Μπαλάντα, με τις κυρίες Βασιλική Καλλιμάνη και Σοφία Κουνιά να γίνονται οι επόμενες πιο σημαντικές μανάδες της ελληνικής ποπ κουλτούρας μετά τη μάνα ρέιβερ…