Η «Μητροπολιτική αίσθηση» του Γκέοργκ Ζίμμελ αποτελεί μία πολύτιμη, ευρηματική μελέτη πάνω στο τι σημαίνει να ζει κανείς σε μία αχανή μεγαλούπολη

Ένα αχανές πολυδαίδαλο οικιστικό τοπίο με τα αναμμένα φώτα και τα πανύψηλα κτίρια, τις λεωφόρους, τα σκοτεινά σοκάκια και τις στοές, με το πλήθος των κατοίκων και την απουσία της οικειότητας να επιτείνουν την αίσθηση του άγνωστου, του ανοίκειου, της μοναξιάς μέσα στην ανωνυμία, δεν αποτελεί μόνο το σκηνικό για ένα μυθιστόρημα. Στην λογοτεχνία η μεγάλη πόλη, η μητροπολιτική αίσθηση αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση, αδυνατεί να παραμεριστεί από τα τεκταινόμενα, στην ουσία τα συνδιαμορφώνει.

Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι αυτό που χαρακτηρίζει και καθορίζει το αστικό περιβάλλον είναι τα κτίρια και οι δρόμοι, αλλά μέσα στα κτίσματα και τις περίπλοκες κατασκευές έχουν ενσωματωθεί τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι νευρώσεις, οι εφιάλτες, οι ελπίδες και οι διαψεύσεις των κατοίκων που διαμένουν εκεί. Ο πρώτος που έγραψε για την σύγχρονη μοναξιά, μελαγχολία, θλίψη, αμαρτία, ηδονή και οδύνη, με φόντο ένα νοσηρό αστικό τοπίο είναι ο Κάρολος Μπωντλαίρ (1821-1867) που μας μεταφέρει στο δικό του Παρίσι. Με τα «Άνθη του Κακού» γίνεται ο κατεξοχήν τραγικά ενδοσκοπούμενος ποιητής, εκείνος που παρουσίασε, πολλαπλασιάζοντας τον εαυτό του, την αδιέξοδη καθημερινότητα της μοντέρνας μητρόπολης.
Πάντως, ένας μόνο συγγραφέας κατόρθωσε να καταγράψει και να χαρτογραφήσει όλα εκείνα τα στοιχεία και τις παραμέτρους που συνθέτουν την «πόλη» ως έννοια και ως εμπειρία: ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) με τις «Αόρατες πόλεις». Πρόκειται για το μυθιστόρημα της πόλης το οποίο μπορεί να διαβαστεί σαν μια εγκυκλοπαίδεια της εμπειρίας της ζωής στην πόλη, ως χάρτης της ιδέας της φανταστικής πόλης, ως μια αστική φαντασίωση και, ακόμη, ως μία ερωτική επιστολή σε αυτήν.
Η πόλη είναι η πρωταγωνίστρια και στο σημαντικότερο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα: Στον «Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς (1882-1941), το Δουβλίνο στις 16 Ιουνίου του 1904 -μια μέρα κοινή όπως όλες οι άλλες- γίνεται μέσα από την πένα του Ιρλανδού συγγραφέα ένα ολόκληρο σύμπαν των ανθρώπων, της ιστορίας, της θρησκείας, του πατριωτισμού, της λαγνείας, της προδοσίας. Σχεδόν κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων περνάει, με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, στο ρεύμα του υποσυνείδητου και εκφράζεται περιγράφοντας την πραγματική ζωή της πόλης και των ανθρώπων της. Και όλα αυτά, σε εκείνη τη μέρα.

Επιπλέον, οι περίφημες «Δύο ιστορίες της Πράγας» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926) αποτελούν, χάρη στην ακριβή περιγραφή των τοποθεσιών, έναν ποιητικό οδηγό για τους επισκέπτες και τους θαυμαστές της πανέμορφης πόλης. Είναι το τελευταίο νεανικό έργο του Ρίλκε, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την πόλη της νιότης του. Όσο για τον Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870) που συνήθιζε να περπατά μετά τα μεσάνυχτα στους σκοτεινούς δρόμους για να καταπολεμήσει τις βασανιστικές αϋπνίες του, θα μας έδινε ένα εκπληκτικό πορτρέτο του νυχτερινού Λονδίνου. Και, πράγματι, οι «Νυχτερινοί περίπατοι» αποτελούν μια γοητευτική και άκρως αποκαλυπτική περιπλάνηση του συγγραφέα που μας παραδίδει την εικόνα μιας μητρόπολης συναρπαστικής και ζοφερής – κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αλλά είναι το «Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις» του Ορχάν Παμούκ (1952- ) που προσφέρει υποδειγματικά τα «απομνημονεύματα» μιας πόλης μέσα από τα αμιγώς προσωπικά βιώματα και τις αναμνήσεις του σπουδαίου Τούρκου συγγραφέα. Ο Παμούκ συνθέτει μία υποβλητική ελεγεία της γενέτειράς του, καταφέρνοντας να συγκεράσει τα ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της με την «ομορφιά ενός τοπίου που προκύπτει από τη μελαγχολία του».

Σε αυτήν την ιδιότυπη παράδοση με πρωταγωνίστρια την σύγχρονη μεγάλη πόλη ανήκει δικαιωματικά το αριστούργημα του Βέλγου εξπρεσιονιστή χαράκτη Φρανς Μαζερέελ (1889-1972) με τον εύγλωττο τίτλο: «Η Πόλη». Μια πρώιμη μορφή graphic novel που δημιουργήθηκε το 1925 και επηρέασε πολλούς μετέπειτα δημιουργούς κόμικς, ένα ολοκληρωμένο εντυπωσιακό έργο χωρίς κείμενο, που αποτελείται από 100 θαυμαστές ξυλογραφίες οι οποίες αφηγούνται ολόκληρες ιστορίες με εικόνες, που κάποιες φορές γίνονται συγκλονιστικές. Δεν έχει συγκεκριμένη πλοκή, παρουσιάζει εικόνες ανθρώπων από τη καθημερινότητα στο Βερολίνο, από διαφορετικά στάδια και περιστατικά της ζωής τους, σε ένα κλίμα τεταμένο, στην ταραγμένη Βαϊμάρη. Απεικονίζοντας ιδιοφυώς την ανθρώπινη εμπειρία στη σύγχρονη μεγαλούπολη, ο Μαζερέελ δημιούργησε ένα νέο είδος εικαστικής ποίησης. Πάνω απ’ όλα, όμως, κατάφερε κάτι μοναδικό: Να δώσει το πολύπτυχο πορτρέτο μιας πόλης που ζει στην κόψη της πραγματικότητας. Εκεί, δηλαδή, όπου η ισορροπία είναι απολύτως οριακή, ανάμεσα στο χάος της αβύσσου και σε μια νέα αρχή.

Και, βέβαια, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στο εμβληματικό «Metropolis» που έγραψε η Τέα φον Χάρμπου, το 1926 – έναν χρόνο πριν το μεταφέρει στον κινηματογράφο ο σύζυγός της, Φριτς Λανγκ, δημιουργώντας το αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στη φουτουριστική Μητρόπολη του βιβλίου, η κοινωνία είναι χωρισμένη ανάμεσα στην εύπορη άρχουσα τάξη και στους εργάτες. Όταν ο γιος του ιδρυτή της πόλης ερωτεύεται τη φτωχή κόρη ενός εργάτη, αποφασίζει να τη βοηθήσει για να αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν είναι, προφανώς, η υπόθεση που εντυπωσιάζει. Είναι η ίδια η Μητρόπολη! Η νέα Βαβέλ, αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα μονολιθικής μεγαλοπρέπειας με τους πανύψηλους ουρανοξύστες, τις τερατώδεις μηχανές, την αποτρόπαια διαστρωμάτωση των τάξεων, τις αλλόκοτες φωτοσκιάσεις, τη στρεβλή γεωμετρία, τον παραμορφωμένο χώρο, τον εφιάλτη που ελλοχεύει από παντού. Ο τρόπος σκιαγράφησης της μητρόπολης με τα εντυπωσιακά κτίρια, τα οχήματα, τους ελάχιστους ελεύθερους χώρους, τη συμφόρηση και την εκτρωματική ανάπτυξη, δημιουργεί μία αίσθηση του δέους που αναμφίβολα προβληματίζει.

Georg Simmel
«Μητροπολιτική αίσθηση – Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης. Η κοινωνιολογία των αισθήσεων»
Μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 88

Απ’ την άλλη, το δοκίμιο «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης» είναι ένα από τα διασημότερα του Γκέοργκ Ζίμμελ και ανιχνεύει τις προϋποθέσεις της μητροπολιτικής αίσθησης. Είναι η θεωρητική προσέγγιση που έρχεται να συμπληρώσει ιδανικά την λογοτεχνική και την εικαστική. Προερχόμενο από μια διάλεξη που έδωσε το 1902 στο Ίδρυμα Gehe της Δρέσδης, προσφέρει μια συναρπαστική προσωπογραφία της σύγχρονης μητρόπολης. Παρόλο που η αστική θεματική συναντάται στο σύνολο του έργου του Ζίμμελ, σε αυτό το δοκίμιο ο κοινωνιολόγος εξηγεί με περισσότερη σαφήνεια τι είναι (για αυτόν) η μητρόπολη: το χωνευτήρι μιας μετάλλαξης των αισθητηριακών εμπειριών και νοοτροπιών. Για πρώτη φορά θα φέρει στο προσκήνιο τον αντίκτυπο που έχει η μεγαλούπολη στην ψυχική και φυσική ζωή των κατοίκων της.

Η «Κοινωνιολογία των αισθήσεων» που κυκλοφορεί πέντε χρόνια αργότερα, αναλύει αφενός την κοινωνική λειτουργία των αισθήσεων – διακρίνοντας τους ρόλους της όρασης, της ακοής και της όσφρησης – και αφετέρου τις μορφές κοινωνικοποίησης που παράγονται από αυτές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κείμενα αυτά επηρέασαν έντονα διανοητές και καλλιτέχνες, όπως ο Βάλτερ Μπένιαμιν, ο Γιόζεφ Ροτ, ο (πρώιμος) Μπρεχτ, ο σκηνοθέτης Φριτς Λάνγκ, ο χαράκτης Φρανς Μαζερέελ – μεταξύ άλλων. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά την πρώτη τους δημοσίευση, τα κείμενα παραμένουν επίκαιρα και ρίχνουν άπλετο φως στη σύγχρονη μητροπολιτική συνθήκη.

Πάνω απ’ όλα, όμως, τα δύο δοκίμια συνιστούν ένα διαχρονικό μανιφέστο μιας αισθητηριακής ανάγνωσης της πόλης, με την έννοια ότι η πόλη δεν γίνεται κατανοητή ως φυσικός χώρος ή κοινωνική δομή, αλλά εξετάζεται με βάση τους όρους σωματικών εμπειριών. Η προσέγγιση αυτή δίνει έμφαση στον τρόπο που η αστική εμπειρία διαμορφώνεται μέσω των αισθήσεων, οι οποίες –με τη σειρά τους- σκιαγραφούν τα αισθητά τοπία που πλαισιώνουν τη μητροπολιτική ζωή. Και όλα αυτά, μέσα από ένα κείμενο που συνδυάζει αποτελεσματικά την ψυχρή επιστημονική ανάλυση με τη χρήση εντυπωσιακών εικόνων… 

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Μαρία Γαβαλά
«Ο μικρός Γκοντάρ»
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 336

Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο Γκασπάρ Φρενέλ είναι ένας φιλόδοξος νέος κινηματογραφιστής. Με μια 16άρα κάμερα στον ώμο, κάνει σκοπό της ζωής του να αποτυπώσει σε φιλμ τα σημαδιακά ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Ο Μάης του ’68, τα ανεπούλωτα τραύματα του Πολέμου της Αλγερίας, η γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, οι βίαιοι εξισλαμισμοί στην Αφρική, η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, είναι μερικά από τα θέματα που τον απασχολούν. Ένας «κινηματογράφος-αλήθεια», που αιχμαλωτίζει την κοινωνική εξέγερση και τη βία τη στιγμή που διαδραματίζονται. Η αφήγηση εκτυλίσσεται μέσα από τις αναμνήσεις της Λουκίας Βακαρή, μιας Ελληνίδας σπουδάστριας κινηματογράφου στο Παρίσι, η οποία ενηλικιώνεται, ερωτεύεται και ωριμάζει, με έντονο και ενίοτε οδυνηρό τρόπο, στον απόηχο των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και στη δίνη κρίσιμων προσωπικών αποφάσεων.

Μισέλ Ουελμπέκ
«Εκμηδένιση»
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 664

Πρωτοφανείς τρομοκρατικές επιθέσεις, αρχικά ηλεκτρονικές και σταδιακά ολοένα πιο υλικές, με στόχους φαινομενικά ασύνδετους μεταξύ τους, συγκλονίζουν την παγκόσμια οικονομία. Στο μεταξύ, η γαλλική πολιτική σκηνή αναδιατάσσεται· με πρωτοβουλία των πρωτοπόρων «μεταδημοκρατών» αρχόντων της, η Γαλλία ζει μια νέα βιομηχανική επανάσταση, φιλοδοξώντας να επιστρέψει στις βασικές αρχές της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στο διεθνές οικονομικό χάος και στον εσωτερικό πολιτικό αναβρασμό, άμεσα εμπλεκόμενος βρίσκεται ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Πωλ, ο οποίος αποφασίζει να αναθεωρήσει τις προσωπικές και οικογενειακές του σχέσεις πριν να είναι πολύ αργά – για τον ίδιο, για τα αγαπημένα του πρόσωπα, για τον πλανήτη. Αστυνομικό θρίλερ, πολιτικό δράμα, οικογενειακή σάγκα, ερωτική και υπαρξιακή περιπλάνηση: τα πολλαπλά επίπεδα της «Εκμηδένισης» αλληλοκαλύπτονται αδιάκοπα με ορίζοντα όλων τους τη φθορά και τον επικείμενο αφανισμό – κατά παραδόξως κλιμακούμενη σειρά σπουδαιότητας: του παγκόσμιου συστήματος, μιας ανεπτυγμένης χώρας μεσαίου μεγέθους, μιας αντιπροσωπευτικής οικογένειας αυτής της χώρας, και τελικά ενός και μόνο ατόμου. Είναι ταυτόχρονα έργο ωριμότητας, ανατομία μιας απειλητικής κοινωνικής πραγματικότητας, της σύγχρονης και ίσως της μελλούμενης, παθιασμένο μανιφέστο ενός βαθύτατου υλιστικού ανθρωπισμού και, προπάντων, μια συναρπαστική μυθοπλασία.

Camilla Läckberg & Henrik Fexeus
«Το κουτί»
Μετάφραση: Αγγελική Νάτση
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 704

Σπαθιά διαπερνάνε ένα ξύλινο κουτί και το πτώμα μιας γυναίκας που βρίσκεται μέσα του. Η αστυνομία αναρωτιέται: Πρόκειται για ένα μαγικό κόλπο που πήγε στραβά ή για μια ειδεχθή δολοφονία; Η αστυνομικός Μίνα Νταμπίρι της αστυνομίας της Στοκχόλμης επιστρατεύει τον Βίνσεντ Βάλντερ, Μέγα Πνευματιστή και ειδικό στη γλώσσα του σώματος και τη μαγεία. Όταν ο Βίνσεντ ανακαλύψει τον ρωμαϊκό αριθμό τρία χαραγμένο στον μηρό του θύματος θα συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα κυνηγάνε έναν αδίστακτο κατά συρροή δολοφόνο, τον οποίο πρέπει να σταματήσουν πριν αρχίσουν να αυξάνονται τα πτώματα. Αλλά και η Μίνα και ο Βίνσεντ έχουν τα δικά τους σκοτεινά μυστικά. Το παρελθόν του πνευματιστή φαίνεται πως συνδέεται µε όσα συμβαίνουν και τώρα πια πρέπει να βιαστούν. Πρέπει να είναι ένα βήμα πριν τον δολοφόνο. Να κατανοήσουν τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό του, για να μπορέσουν να τον σταματήσουν. Το πρώτο βιβλίο της νέας τριλογίας µε πρωταγωνιστές την αστυνομικό Μίνα Νταμπίρι και τον πνευματιστή Βίνσεντ Βάλντερ.

Λένος Χρηστίδης
«Η εκδρομή»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 56

Υπάρχει αισιοδοξία. Και «αισιοδοξία». Υπάρχουν σύλλογοι. Και «σύλλογοι». Υπάρχει και ο «Σύλλογος για την Πάση Θυσία Διατήρηση της Αισιοδοξίας». Και πάει εκδρομή. Εξάλλου, όταν είμαστε καλοί και υπάκουοι και –προπαντός- αισιόδοξοι, τι μπορεί να πάει στραβά; Τα πάντα. Ο Σύλλογος όμως είναι προπονημένος.
Και έχει το καταστατικό. Ο Σύλλογος δύναται όπως συλλέξει την απανταχού Αισιοδοξία και όλα τα παράγωγά της και όπως επιβάλει αυτήν διά της ευγενούς πειθούς, διά της πολιτισμένης ανταλλαγής επιχειρημάτων, και ‒σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης‒ διά της βίας… Είναι αλήθεια ότι, ώρες ώρες, η αισιοδοξία μπορεί να είναι αβάσταχτη.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης