Η μικρή λευκή κλωστή
που ενωμένα κρατούσε στα μάτια σου τα μάτια μου,
σαν κρότος ανεπαίσθητος
σαν μικρό κόκκινο δευτερόλεπτο
σαν απόλυτο σημείο στον ορίζοντα,
ανέμισε
μισή δική μου και μισή δική σου.
Κοίταξα πέρ’ από την πόλη
κι εσύ κατάματα εμένα.
Δεν αναρωτήθηκα στιγμή.
Πρόχειρα όλα πεταμένα σ’ ένα πρωινό
σκέπασαν σαν μαύρο γυαλί
την εικόνα μιας πόλης το φθινόπωρο.