Μύρισε Πάσχα. Κι η Εθνική Λυρική Σκηνή δεν αρκέστηκε στα έτοιμα. Mόνο ο Γιώργος Κουμεντάκης –το εννοώ- θα ενθάρρυνε τέσσερις συγγραφείς και ποιητές μας, και δη τους συγκεκριμένους, να παραφράσουν τα Ιερά Κείμενά μας για τις Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής, που ξεκίνησε στις 23 του μήνα, περιλαμβάνοντας ακόμη και stand up comedy. Και οι τέσσερις δεν χρειάζονται συστάσεις. Έρση Σωτηροπούλου, Ευγένιος Αρανίτσης, Γιώργος Κοροπούλης και Γιάννης Μακριδάκης.
Τα έργα τους ανοίγουν ένα ελεύθερο διάλογο με τα ιερά κείμενα, δημιουργώντας τελείως νέες συνθέσεις, διαμεσολαβημένα κάποτε –όχι αναγκαστικά- κι από τη συγκυρία. Θα παρουσιαστούν από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο νέο της σπίτι, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 4 και 5 Απριλίου, με την Ράνια Οικονομίδου αποκλειστική ερμηνεύτρια. Στο πιάνο θα τη συνοδεύει ο μετρ του αυτοσχεδιασμού Αντώνης Ανισέγκος.
Η Έρση Σωτηροπούλου πέρασε από σαράντα κείμενα, εξομολογείται, για να βρει ποιο βιβλικό κείμενο τελικά θα παραφράσει, καταλήγοντας στο «Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο”, γιατί βρίσκει “εξαιρετικά συγκινητικό το ότι προσεύχεται ο Ιησούς». «Είναι μέσα στην ψυχή μας αυτό το υλικό», προσθέτει. Παρ’όλα αυτά , «όταν επιχειρείς να γράψεις την παράφραση πολύ εύκολα γίνεται μπανάλ. Επομένως, με δυσκόλεψε.»
Αρχικά, της γεννήθηκαν χιλιάδες ιδέες που της φάνηκαν καλές,που όταν ξεκινούσε η συγγραφή «γινόταν μια καθίζηση». Τελικά, αυτή η «μοναδική στιγμή αδυναμίας του Χριστού, όταν ζητά από τον πατέρα του να μην πιει αυτό το ποτήρι.» παραφράστηκε στο ηθικό δίλημμα μιας σύγχρονης γυναίκας, η οποία πρόκειται να καταθέσει στο δικαστήριο ενάντια σε μια γυναίκα φίλη και συγγενή που αγαπά πολύ και ξέρει ότι θα την καταστρέψει.
«Έχει αλλάξει δυο λεωφορεία πηγαίνοντας στο Δικαστήριο. Στο τελευταίο λεωφορείο κάνει πισωγύρισμα, σκέφτεται να γυρίσει πίσω, να πιει ένα καφέ». Ακούμε τη σκέψη της: “Ακούστε με. Η γλώσσα κροταλίζει στο στόμα μου και δεν βγαίνουν λέξεις.Ποιος δρόμος είναι αυτός; Θα πάρω έναν καφέ, θα καθίσω στο καφενείο και θα ξεχάσω το δικαστήριο. Ξέχασα να έρθω, θα πω. Έχασα το δρόμο μου. Είμαι τρελή. Θέλετε πιστοποιητικό; Χα χα χα. Θα γελάω και θα δείχνω τα ούλα μου, όπως κάνουν οι τρελοί».
Η πρώτη ωστόσο σκέψη της Έρσης Σωτηροπούλου ήταν η παραλλαγή να έχει ηρωίδα ένα 15χρονο κορίτσι που σκόπευε να μπει στη Τζιχάντ. Η δεύτερη ένας Μυστικός Δείπνος με ένα μεσαίο επιχειρηματία που σκέφτεται να κλείσει την επιχείρησή του. Ο αρχικός έρωτάς της, βεβαίως, το «αρχικό όνειρο», όπως λέει, ήταν να γράψει κάτι πάνω ή από το τροπάρι «Ω γλυκύ μου Έαρ», που είναι «η Αναγέννηση, η Άνοιξη, η ελπίδα, ο θάνατος», αλλά δεν της έβγαινε. «Δεν γινόταν με τίποτα. Κι έτσι οδηγήθηκα στη δραματουργία του Όρους των Ελαιών».
Ο Ευγένιος Αρανίτσης δεν είχε κανένα δίλημμα. Εξαρχής οδηγήθηκε στον διάλογο του Ιησού με τον Πόντιο Πιλάτο. «Ο Πιλάτος με απασχολεί συχνά σε αυτά που γράφω. Είναι πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο. Έγινε Χριστιανός στο τέλος της ζωής του. Νομίζω είναι ένα ιδιαίτερα συμπαθές πρόσωπο». Συνέθεσε έναν υπερρεαλιστικό διάλογο μεταξύ Ιησού και Πιλάτου μπολιασμένο «με ανεπαίσθητη ειρωνία για την ανθρώπινη υπόθεση» Τα πρόσωπα τα άφησε στην εποχή τους. Ο διάλογος είναι ελάχιστος. «Η παράφραση συνίσταται στην ανάδυση στην επιφάνεια μιας παραδοξότητας που μπορεί να θεωρηθεί εύθυμη, τρυφερή’ προκύπτει κάτι ανθρώπινο με τρόπο λοξό, λυρικό».
Παραδέχεται πως προϋπήρχε μια εξοικείωση με τη θεματική που του δόθηκε ως πεδίο ελεύθερης δημιουργίας. «Με τα Ευαγγελικά κείμενα μεγαλώσαμε στο σχολείο τη δεκαετία του ’60. Αυτού του είδους ο μυστικισμός ήταν διάχυτος στην κοινωνία εκείνο τον καιρό. Στην Κέρκυρα που γεννήθηκα υπήρχε μυστικιστική αύρα ιδιαίτερα το Πάσχα. Ήτανε η βάση όλων των πραγμάτων αυτά τα κείμενα». Μεγάλος πια διάβασε πολύ την Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, «και γενικά το Πένθος το πασχαλινό με επηρέασε πολύ στα γραπτά μου.»
Σε ένα απόσπασμα από το κείμενό του θα ακούσουμε :
«και επιστρέφοντας στην αίθουσα ακροάσεων ρώτησε τον ιη-σού: εσύ είσαι ο βασιλιάς των ιουδαίων; κι ο ερωτώμενος αποκρίθηκε λέγοντας:το δικό μου βασίλειο βρίσκετ’ εκεί όπου οι άρρωστοι αγο- ράζουνε τα χαμόγελα σαν να ήταν λαχεία και περιμένουν την κλήρωση.
και ο πιλάτος μουρμούρισε: μη χειρότερα!
και ξαναρώτησε: για θυμήσου, μήπως σε έστεψαν βασιλιά τη νύχτα που τα αμύγδαλα κελαηδούν σαν αηδόνια;
και του απάντησε ο ιησούς: πιθανόν, αν και, στη χώρα αυτή, είναι προτιμότερο να μην ξέρουν πώς λέγεσαι.
και ο ρωμαίος αξιωματούχος στάθηκε πάλι μπροστά στον όχλο και είπε: δεν διακρίνω ενοχή σ’ αυτόν τον κατηγορού- μενοτουναντίον, παίζει την άνοιξη στα δάχτυλα κι η αγω- νία τού χρωστάει πάρα πολλά.»
Ο Γιώργος Κοροπούλος, εμπνεύστηκε από την Ανάσταση του Λαζάρου οδηγούμενος σχεδόν αυτόματα στη λύση της έμμετρης παράφρασης. Το πρώτο δεδομένο είναι, σημειώνει, πως «στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, εν αντιθέσει προς τα τρία συνοπτικά, αφορμή για τη σύλληψη του Ιησού δεν είναι το επεισόδιο στον ναό αλλά η διάδοση της είδησης ότι ανέστησε τον Λάζαρο. Τα Πάθη ξεκινούν λοιπόν κατ’ ουσίαν από κει, από μια πρωθύστερη παράφραση της μελλοντικής Ανάστασης».
Το δεύτερο δεδομένο είναι –συνεχίζει- πως, «από ένα σημείο και πέρα, παραλλήλως προς τα κανονικά Ευαγγέλια κυκλοφορούσαν ευρέως και απόκρυφα, που αποτελούσαν πάντοτε (και) παραφράσεις. Η ιδέα λοιπόν ήταν να γραφεί ελλειπτικά, σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (αφού αφηγούμαστε), το απόκρυφο ευαγγέλιο που μιλάει για τα πάθη (μια παρωδία παθών) του σκιώδους, ελάσσονος διδύμου του Ιησού – του Λαζάρου».
Εξού και ο τίτλος «Απόκρυφον Λαζάρου»: «Όπως και στο Κατά Ιωάννην, έτσι κι εδώ αναδύεται από την αφάνεια η μητέρα τού πάσχοντος – όμως ο χρόνος κυλάει αντίστροφα. Τα υπόλοιπα επί σκηνής…» καταλήγει, δίνοντάς μιας μια γεύση με πέντε δίστιχα:
Το σκοτεινό της λήθης το νερό
(ακούστε!) μια φορά κι έναν καιρό/
καθρέφτισε δυο αδέρφια αγαπημένα
την ώρα που χωρίζαν πια… Κι εμένα/
με νοιάζει αυτός που μέσα στον καθρέφτη
συνέχισε να ζει και να ξεπέφτει/
ή, πάλι, μες στου κόσμου τη βοή
έζησε τη σκιώδη του ζωή/
ώσπου αντίγραφο να γίνει τέλειο…
Του Λάζαρου ακούστε το Ευαγγέλιο.
Και για τον Γιάννη Μακριδάκη η παράφραση ήταν μια ιστορία δύσκολη. «Τελικά, άφησα το αισθητήριό μου να δουλέψει». Η πρόταση του Κουμεντάκη να δημιουργηθεί κάτι νέο από τα Ιερά Κείμενα για το σύγχρονο κοινό τον ιντρίγκαρε, ούτως ή άλλως. «Η πρόκληση για μένα ήταν ανθρωπολογικού περιεχομένου», εξηγεί. Προέβη σε μια παράφραση των Παθών του Ιησού από τα Μεγαλοβδομαδιάτικα Ευαγγέλια φέρνοντάς τα στο σήμερα «για να συμπεριλάβω τη σύγχρονη κοινωνία και το σύγχρονο άνθρωπο σε μια καταναλωτική εποχή όπου έχουμε υποκαταστήσει όλες τις φυσικές ιδιότητες με το ρήμα καταναλώνω. ‘Εβαλα τον καταναλωτή και τον Ιησού αντιπάλους και έκανα μια αλληγορική μεταφορά. Αυτό βγήκε ως πρόκληση απέναντι στο κοινό για να γίνει κριτής.»
Κι ο αναγνώστης μπορεί να γίνει με το ακόλουθο χωρίο: «… Την αυτήν στιγμή ο Ιούδας, όστις είχε λάβει υπό του Κεντρικού Τραπεζίτου τριάκοντα αργύρια ίνα προδώσει τον Ιησού, πλησίασε, χαιρέτισε και ησπάσθη Αυτόν. Ήτο το συμφωνηθέν σήμα του προς τους Στρατιώτες και τους Φρουρούς, οίτινες αμέσως εκινήθησαν κατ’ Αυτού, αλλά ο μαθητής Αυτού Σίμων Πέτρος χύμηξε πρώτος και εκτύπησε σφοδρά εις το πρόσωπο Καταναλωτήν τινά εκ του πλήθους, ονόματι Μάλχον. Ο Ιησούς τότε ήλξε ευθύς τον Πέτρον οπίσω και είπε εις αυτόν: «Η βία δεν είναι ο Τρόπος. Ο ασκών βία και προξενών τρόμον εις άλλα πλάσματα, πεθαίνει ο ίδιος βιαίως, έντρομος». Πλησίασε κατόπιν τον Μάλχον και αφού έλαβε το πρόσωπον αυτού εντός των χειρών Του, τον άγγιξε επί των οφθαλμών, της ρινός, της ματωμένης αυτού γνάθου, λέγων εις αυτόν μεγαλοφώνως, ίνα ακούσουν άπαντες: Εις το εξής να οράς, να οσφραίνεσαι, να γεύεσαι ως πλάσμα φυσικόν, ουχί να καταναλώνεις εικόνες, αρώματα, τρόφιμα και υγρά, ανθρώπους και τόπους, ω Άνθρωπε. Ο Δούλος εκείνος τότε εστάθη στα πόδια του στέρεα, εκοίταξε στα μάτια τον Ιησού και ευθύς οπισθοχώρησε ολίγα βήματα έντρομος ως αγρίμι εις την θέα του πλήθους, εις το οποίον μετείχε και ο ίδιος έως πρότινος. Έπειτα, ήρχισεν άξαφνα τρέχων εντός σκότους βαθέως, δια μέσου των ελαιοδένδρων του όρους και εξηφανίσθη. Έκτοτε ουδείς είδε αυτόν εις την Αγορά και την πόλιν….»